Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (134-161)


ἀντιτύπᾳ δ᾽ ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθεὶς [στρ. β]
135πυρφόρος ὃς τότε μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ
βακχεύων ἐπέπνει
ῥιπαῖς ἐχθίστων ἀνέμων.
εἶχε δ᾽ ἄλλᾳ τὰ μέν,
ἄλλα δ᾽ ἐπ᾽ ἄλλοις ἐπενώ-
μα στυφελίζων μέγας Ἄ-
140ρης δεξιόσειρος.

ἑπτὰ λοχαγοὶ γὰρ ἐφ᾽ ἑπτὰ πύλαις
ταχθέντες ἴσοι πρὸς ἴσους ἔλιπον
Ζηνὶ τροπαίῳ πάγχαλκα τέλη,
πλὴν τοῖν στυγεροῖν, ὣ πατρὸς ἑνὸς
145μητρός τε μιᾶς φύντε καθ᾽ αὑτοῖν
δικρατεῖς λόγχας στήσαντ᾽ ἔχετον
κοινοῦ θανάτου μέρος ἄμφω.

ἀλλὰ γὰρ ἁ μεγαλώνυμος ἦλθε Νίκα [ἀντ. β]
τᾷ πολυαρμάτῳ ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ,
150ἐκ μὲν δὴ πολέμων
τῶν νῦν θέσθαι λησμοσύναν,
θεῶν δὲ ναοὺς χοροῖς
παννυχίοις πάντας ἐπέλ-
θωμεν, ὁ Θήβας δ᾽ ἐλελί-
χθων Βάκχιος ἄρχοι.

155ἀλλ᾽ ὅδε γὰρ δὴ βασιλεὺς χώρας,
Κρέων ὁ Μενοικέως, ‹. . . . . .› νεοχμὸς
νεαραῖσι θεῶν ἐπὶ συντυχίαις
χωρεῖ τίνα δὴ μῆτιν ἐρέσσων,
ὅτι σύγκλητον τήνδε γερόντων
160προύθετο λέσχην,
κοινῷ κηρύγματι πέμψας;


Και τον αντιδούπησε η γη, όταν χάμω βροντήχτηκε
με τη δάδα στο χέρι του, αυτός
που μ᾽ ορμή τότε ξώφρενη
φαρομανώντας φυσούσε
μ᾽ άγριων ανέμων ριπές·
μα αυτά τού ηρθαν αλλιώς,
κι άλλη στους άλλους φύλαγε μοίρα ξεκάνοντάς τους
140ο μέγας Άρης, δεξιός παραστάτης μας.

Γιατί εφτά στις εφτά πύλες λοχαγοί τους
ίσοι με ίσους σε δικούς μας αντικρύ παραταγμένοι
φόρον άφησαν στο Δία τον τροπαιούχο
τις ολόχαλκες αρματωσιές των,
έξω από τους άθλους δυο, που από τον ίδιο
τον πατέρα γεννημένοι και τη μάνα,
διπλό στήσανε κοντάρι κι ο ένας του άλλου νικητής
κοινό θάνατο έχουν πάρει.

Μ᾽ αφού μας ήρθεν η Νίκη, —μεγάλο της τ᾽ όνομα—
φέρνοντας χάρη αντίχαρη
στην πολυάρματη Θήβα της,
150τους πολέμους πια τώρα
που περάσαν ξεχάσετε,
και στων θεών όλων τους ναούς
χορούς να στήσομε ας πάμε ολονύχτιους, κι ομπρός ας σέρνει
το χορό ο Βάκχος, της Θήβας τραντάχτορας.

Αλλά νά του Μενοικέα ο γιος ο Κρέοντας,
ο νέος βασιλιάς της χώρας, μ᾽ αυτές τώρα
που μας ήρθαν συντυχιές απ᾽ τους θεούς,
κατά δω προβαίνει. Τάχα
ποιά βουλή μέσα στο νου του ν᾽ αναδεύει,
για να στείλει και την έκτατη αυτή σύναξη
160των γερόντων συγκαλέσει
με μια για όλους προσταγή;


Και ταλαντεύθη και βρόντηξε στη γης
βαστώντας τη φωτιά,
αυτός που με λυσσάρικη ορμή, μεθυσμένος
είχε πέσει πάνω μας σαν την κακιά ανεμοζάλη.
Αλλιώς όμως ήρθαν τα πράματα
και σ᾽ άλλους άλλη τύχη έδωσε ο διώχτης, ο μεγάλος Άρης,
140που δεξιά τα φέρνει σαν το δεξιόζευχτο άλογο,
επειδή κι οι εφτά λοχαγοί που στις εφτά πύλες ήταν βαλμένοι,
τόσοι γι᾽ άλλους τόσους,
αφήσανε στο Δία τα ολόχαλκά τους τ᾽ άρματα για τρόπαιο·
μόνο οι δυο φριχτοί, ω! από έναν πατέρα και μια γεννημένοι μητέρα!
εστήσανε τις διπλοδύναμες λόγχες καταπάνω τους
κι επήγαν και οι δυο τους μ᾽ έναν θάνατο.

Αλλά νά που ήρθε η μεγαλονόματη νίκη
καινούργια φέρνοντας χαρά στη Θήβα με τα πολλά οχήματα
150κι έτσι τους τωρινούς πολέμους λησμονήστε τους
κι ελάτε με χορούς ολονυχτίς γύρο να φέρομε
όλους τους ναούς των θεών
κι αυτός που τραντάζει της Θήβας τη γη, ο Βάκχος,
κεφαλή ας μας είναι!
αλλά νά τον οπού είναι τώρα βασιλιάς της χώρας
με τ᾽ ανέλπιστα που του ᾽τυχαν απ᾽ τους θεούς,
ο Κρέων, ο γιος του Μενοικέα,
προβαίνει· ποιά σκέψη να ᾽χει μέσα του
160που έβαλε και μάζεψαν τους γέροντας,
με το ίδιο κήρυγμα καλώντας τους όλους μαζί;


ΗΜΙΧ. Β’ Κεραυνωμένος έπεσε,
πάνω στη γη βροντάει
ο λυσσασμένος που άναβε
φωτιά, για να μας φάει.
Κι ο δυνατός μας σύμμαχος,
ο Άρης ο τιμημένος,
στη μάχη απολυμένος,
140χτυπάει δεξιά, ζερβά.

ΗΜΙΧ. Α’
Κι οι εφτά αρχηγοί παραίτησαν,
αιματωμένο φόρο,
τα ολόχαλκά τους άρματα
στον Δία τον Τροπαιοφόρο.
Μα τα δυο αδέρφια πέσανε
αλληλοσκοτωμένα,
στον χάρο αδερφωμένα
καθώς και στη γενιά.

ΗΜΙΧ. Β’
Μα η Νίκη η μεγαλώνυμη
αφού ήρθε να φιλήσει
τη Θήβα την πολυάμαξη,
καθείς ας λησμονήσει
150τον περασμένο πόλεμο,
και στους ναούς ας μπούμε,
εκεί για να τραβούμε
ολόνυχτο χορό!

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Μα τώρα βλέπω κι έρχεται
ο γιος του Μενοικέα,
οπού οι θεοί μάς έστειλαν
καινούριο βασιλέα.
Κι αφού τους γέρους κάλεσε
160συνέλευση να κάνει,
θα πει πως κάτι βάνει
στον νου του σοβαρό.