Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Τραχίνιαι (225-290)


225ΔΗ. ὁρῶ, φίλαι γυναῖκες, οὐδέ μ᾽ ὄμματος
φρουρὰν παρῆλθε, τόνδε μὴ λεύσσειν στόλον·
χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προυννέπω, χρόνῳ
πολλῷ φανέντα, χαρτὸν εἴ τι καὶ φέρεις.
ΛΙΧΑΣ
ἀλλ᾽ εὖ μὲν ἵγμεθ᾽, εὖ δὲ προσφωνούμεθα,
230γύναι, κατ᾽ ἔργου κτῆσιν· ἄνδρα γὰρ καλῶς
πράσσοντ᾽ ἀνάγκη χρηστὰ κερδαίνειν ἔπη.
ΔΗ. ὦ φίλτατ᾽ ἀνδρῶν, πρῶθ᾽ ἃ πρῶτα βούλομαι
δίδαξον, εἰ ζῶνθ᾽ Ἡρακλέα προσδέξομαι.
ΛΙ. ἔγωγέ τοί σφ᾽ ἔλειπον ἰσχύοντά τε
235καὶ ζῶντα καὶ θάλλοντα κοὐ νόσῳ βαρύν.
ΔΗ. ποῦ γῆς; πατρῴας, εἴτε βαρβάρου; λέγε.
ΛΙ. ἀκτή τις ἔστ᾽ Εὐβοιίς, ἔνθ᾽ ὁρίζεται
βωμοὺς τέλη τ᾽ ἔγκαρπα Κηναίῳ Διί.
ΔΗ. εὐκταῖα φαίνων, ἢ ᾽πὸ μαντείας τινός;
240ΛΙ. εὐχαῖς, ὅθ᾽ ᾕρει τῶνδ᾽ ἀνάστατον δορὶ
χώραν γυναικῶν ὧν ὁρᾷς ἐν ὄμμασιν.
ΔΗ. αὗται δέ, πρὸς θεῶν, τοῦ ποτ᾽ εἰσὶ καὶ τίνες;
οἰκτραὶ γάρ, εἰ μὴ ξυμφοραὶ κλέπτουσί με.
ΛΙ. ταύτας ἐκεῖνος Εὐρύτου πέρσας πόλιν
245ἐξείλεθ᾽ αὑτῷ κτῆμα καὶ θεοῖς κριτόν.
ΔΗ. ἦ κἀπὶ ταύτῃ τῇ πόλει τὸν ἄσκοπον
χρόνον βεβὼς ἦν ἡμερῶν ἀνήριθμον;
ΛΙ. οὔκ, ἀλλὰ τὸν μὲν πλεῖστον ἐν Λυδοῖς χρόνον
κατείχεθ᾽, ὥς φησ᾽ αὐτός, οὐκ ἐλεύθερος,
250ἀλλ᾽ ἐμποληθείς. τοῦ λόγου δ᾽ οὐ χρὴ φθόνον,
γύναι, προσεῖναι, Ζεὺς ὅτου πράκτωρ φανῇ.
κεῖνος δὲ πραθεὶς Ὀμφάλῃ τῇ βαρβάρῳ
ἐνιαυτὸν ἐξέπλησεν, ὡς αὐτὸς λέγει,
χοὕτως ἐδήχθη τοῦτο τοὔνειδος λαβὼν
255ὥσθ᾽ ὅρκον αὑτῷ προσβαλὼν διώμοσεν,
ἦ μὴν τὸν ἀγχιστῆρα τοῦδε τοῦ πάθους
ξὺν παιδὶ καὶ γυναικὶ δουλώσειν ἔτι.
κοὐχ ἡλίωσε τοὔπος, ἀλλ᾽ ὅθ᾽ ἁγνὸς ἦν,
στρατὸν λαβὼν ἐπακτὸν ἔρχεται πόλιν
260τὴν Εὐρυτείαν. τόνδε γὰρ μεταίτιον
μόνον βροτῶν ἔφασκε τοῦδ᾽ εἶναι πάθους·
ὃς αὐτὸν ἐλθόντ᾽ ἐς δόμους ἐφέστιον,
ξένον παλαιὸν ὄντα, πολλὰ μὲν λόγοις
ἐπερρόθησε, πολλὰ δ᾽ ἀτηρᾷ φρενί,
265λέγων χεροῖν μὲν ὡς ἄφυκτ᾽ ἔχων βέλη
τῶν ὧν τέκνων λείποιτο πρὸς τόξου κρίσιν,
φωνῇ δέ, δοῦλος ἀνδρὸς ὡς ἐλευθέρου,
ῥαίοιτο· δείπνοις δ᾽ ἡνίκ᾽ ἦν ᾠνωμένος,
ἔρριψεν ἐκτὸς αὐτόν. ὧν ἔχων χόλον,
270ὡς ἵκετ᾽ αὖθις Ἴφιτος Τιρυνθίαν
πρὸς κλιτύν, ἵππους νομάδας ἐξιχνοσκοπῶν,
τότ᾽ ἄλλοσ᾽ αὐτὸν ὄμμα, θατέρᾳ δὲ νοῦν
ἔχοντ᾽, ἀπ᾽ ἄκρας ἦκε πυργώδους πλακός.
ἔργου δ᾽ ἕκατι τοῦδε μηνίσας ἄναξ,
275ὁ τῶν ἁπάντων Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος,
πρατόν νιν ἐξέπεμψεν, οὐδ᾽ ἠνέσχετο,
ὁθούνεκ᾽ αὐτὸν μοῦνον ἀνθρώπων δόλῳ
ἔκτεινεν. εἰ γὰρ ἐμφανῶς ἠμύνατο,
Ζεύς τἂν συνέγνω ξὺν δίκῃ χειρουμένῳ.
280ὕβριν γὰρ οὐ στέργουσιν οὐδὲ δαίμονες.
κεῖνοι δ᾽ ὑπερχλίοντες ἐκ γλώσσης κακῆς
αὐτοὶ μὲν Ἅιδου πάντες εἴσ᾽ οἰκήτορες,
πόλις δὲ δούλη· τάσδε δ᾽ ἅσπερ εἰσορᾷς
ἐξ ὀλβίων ἄζηλον εὑροῦσαι βίον
285χωροῦσι πρὸς σέ· ταῦτα γὰρ πόσις τε σὸς
ἐφεῖτ᾽, ἐγὼ δέ, πιστὸς ὢν κείνῳ, τελῶ.
αὐτὸν δ᾽ ἐκεῖνον, εὖτ᾽ ἂν ἁγνὰ θύματα
ῥέξῃ πατρῴῳ Ζηνὶ τῆς ἁλώσεως,
φρόνει νιν ὡς ἥξοντα· τοῦτο γὰρ λόγου
290πολλοῦ καλῶς λεχθέντος ἥδιστον κλύειν.


ΔΗΙ. Βλέπω, καλές μου, κι ουδέ ξέφυγε
τη φρουρά του ματιού μου ο ερχομός της.
Μ᾽ όλη μου την καρδιά καληνορίζω
τον κήρυκα, που φάνηκε από τόσο
πολύν καιρό — αν έρχεσαι να φέρεις
κάτι που να ᾽ναι κι άξιο να χαρούμε.
ΛΙΧΑΣ
Μα ευτυχισμένος είναι ο γυρισμός μας
κι αξίζουμε τους καληνορισμούς σου,
230κερά, για κείνα πὄχουμε αποχτήσει·
γιατ᾽ είναι δίκιο, όποιος γυρνά από νίκη
να βρίσκει υποδοχή μ᾽ εγκάρδια λόγια.
ΔΗΙ. Ω εσύ, πιο αγαπημένε μας απ᾽ όλους,
πρώτα ό,τι πρώτα λαχταρώ ν᾽ ακούσω
πε μου, ζει ο Ηρακλής; και θα τον δω;
ΛΙΧ. Εγώ τον άφησα γερό, μες σ᾽ όλη
της ζωής του τη δύναμη ν᾽ ανθίζει
κι ουδέ καμιά να τον βαραίνει αρρώστια.
ΔΗΙ. Και σε ποιό μέρος; σε δικούς μας τόπους,
ή αλλού στα ξένα; ΛΙΧ. Σ᾽ ένα ακροθαλάσσι
της Εύβοιας, όπου στον Κηναίο το Δία
βωμούς και πάγκαρπες θυσίες ταιριάζει.
ΔΗΙ. Για να ξοφλήσει τάμα, ή από κάποιο
χρησμό που πήρε; ΛΙΧ. Τάμα το ᾽χε κάμει
240σαν έπαιρνε κονταροκουρσεμένη
τη χώρ᾽ αυτών των γυναικών που βλέπεις.
ΔΗΙ. Μα αυτές, πε μου, να ζεις, ποιού και ποιές να ᾽ναι;
γιατ᾽ είναι αξιολύπητες, αν κρίνω
τις συφορές των δίχως να γελιούμαι.
ΛΙΧ. Αυτές εκείνος τις ξεχώρισε, όταν
πήρε την πόλη του Εύρυτου, για να ᾽ναι
του ίδιου και των θεών διαλεχτό κτήμα.
ΔΗΙ. Γύρω λοιπόν στην πόλη αυτή είχε μείνει
αυτό όλο τον ατέλειωτο καιρό
και τις αμέτρητες τις μέρες; ΛΙΧ. Όχι·
μα ήτανε στη Λυδία κρατημένος
αυτό τον πιότερο καιρό, όπως λέει
250ο ίδιος, κι όχι λεύτερος μα σκλάβος
πουλημένος. Αλλά, κερά, δεν πρέπει
να ᾽χει κατηγορία κανείς για πράμα
που ο Δίας θενα φανεί πως το ᾽φερε έτσι.
Πουλημένος λοιπόν στη βάρβαρη
Ομφάλη εκείνος, πέρασε κοντά της
ολάκερο ένα χρόνο, καθώς λέει
ο ίδιος· μα πήρε έτσι κατάκαρδα
το ντρόπιασμά του αυτό, πὄβαλεν όρκο
στον εαυτό του με φριχτές κατάρες
να τον κάμει κι αυτός σκλάβο μια μέρα
τον αίτιο γι᾽ αυτό το πάθημά του,
συφάμελο με παιδί και γυναίκα.
Και δεν πήρε τον όρκο του στο βρόντο,
μα μόλις καθαρίστηκε, μαζεύει
ξένο στρατό κι έρχεται καταπάνω
στην πόλη του Εύρυτου· γιατί, έλεγε,
260πως αυτός μόνο ήτανε η αιτία
να πάθει εκείνο το ρεζίλεμά του·
αυτός, που όταν στ᾽ αρχοντικό του πήγε
να ξενιστεί, σαν αδερφοποιτός του
πού ηταν παλιός, άρχισε να τον ψέλνει
με πολλές προσβολές κι εχθρική γνώμη,
λέγοντας πως, ενώ στα χέρια του είχε
τάχα αλάθευτα βέλη, δε θα τα ᾽βγαζε
πέρα σε αγώνες τόξου με τους γιους του
κι ότι είναι ξεγραμμένος, αφού σκλάβος
από λεύτερος δέχτηκε να γίνει·
τέλος, ενώ ήταν κάποτε πιωμένος
σε τραπέζι, τον πέταξε στους δρόμους.
Γι᾽ αυτά λοιπόν και κείνος μανιωμένος,
270όταν στην ψηλή Τίρυνθα κατόπι
ήρθε να ψάξει ο Ίφιτος για νά ᾽βρει
σκορπισμένες φοράδες του, ενώ ειχε
αλλού τα μάτια του κι αλλού το νου του,
τον πετά κάτω απ᾽ την κορφή του βράχου.
Μα για την πράξη αυτή βαριά οργισμένος
ο Ολύμπιος Δίας ο πατέρας όλων
τον έστειλε να πουληθεί στα ξένα,
κι ουδέ του το συχώρεσε, που μόνον
αυτόν στον κόσμο σκότωσε με δόλο·
γιατ᾽ αν γδικιόταν φανερά, κι ο Δίας
θα συχωρούσε φόνο με το δίκιο,
280γιατ᾽ ουδέ κι οι θεοί στρέγουν τά τέτοια.
Κι έτσι κείνοι, περνώντας κάθε μέτρο
με την κακιά τη γλώσσα τους, είναι όλοι
κάτω στον Άδη τώρα κι έχει πέσει
στη σκλαβιά κι η πατρίδα των· και τούτες
που βλέπεις, από ευτυχισμένες πρώτα,
σε τέτοια θέση αζήλευτη πεσμένες
έρχουνται να παραδοθούν σε σένα·
γιατ᾽ έτσι πρόσταξε ο άντρας σου, κι εγώ
πιστός σε κείνον κάνω αυτό που μου ᾽πε.
Ο ίδιος, αφού προσφέρει για τη νίκη
θυσίες αγνές στον πατρικό του Δία,
δίχως άλλο θα ᾽ρθει· και βέβαια απ᾽ όλα
τα ωραία τα λόγια που είπαμε, κανένα
290δε θα ᾽κουσες πιο ευχάριστα από τούτο.