Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Τραχίνιαι (1004-1043)


ἐέ, [στρ. α]
ἐᾶτέ μ᾽, ἐᾶτέ με
1005δύσμορον εὐνάσαι,
ἐᾶθ᾽ ὕστατον εὐνάσαι.

πᾷ ‹πᾷ› μου ψαύεις; ποῖ κλίνεις; [στρ. β]
ἀπολεῖς μ᾽, ἀπολεῖς.
ἀνατέτροφας ὅ τι καὶ μύσῃ.

1010ἦπταί μου, τοτοτοῖ, ἥδ᾽ αὖθ᾽ ἕρπει. πόθεν ἔστ᾽, ὦ
πάντων Ἑλλάνων ἀδικώτατοι ἀνέρες, οἷς δὴ
πολλὰ μὲν ἐν πόντῳ, κατά τε δρία πάντα καθαίρων,
ὠλεκόμαν ὁ τάλας, καὶ νῦν ἐπὶ τῷδε νοσοῦντι
οὐ πῦρ, οὐκ ἔγχος τις ὀνήσιμον οὐκέτι τρέψει;

ἐέ, [ἀντ. α]
1015οὐδ᾽ ἀπαράξαι ‹μου›
κρᾶτα βίᾳ θέλει
μολὼν τοῦ στυγεροῦ; φεῦ φεῦ.

ΠΡ. ὦ παῖ τοῦδ᾽ ἀνδρός, τοὔργον τόδε μεῖζον ἀνήκει
ἢ κατ᾽ ἐμὰν ῥώμαν· σὺ δὲ σύλλαβε. σοί τε γὰρ ἑτοίμα
1020ἐς πλέον ἢ δι᾽ ἐμοῦ σῴζειν. ΥΛ. ψαύω μὲν ἔγωγε,
λαθίπονον δ᾽ ὀδυνᾶν οὔτ᾽ ἔνδοθεν οὔτε θύραθεν
ἔστι μοι ἐξανύσαι βίοτον· τοιαῦτα νέμει Ζεύς.

ΗΡ. ὦ παῖ, ποῦ ποτ᾽ εἶ; τᾷδέ με τᾷδέ με [στρ. γ]
1025πρόσλαβε κουφίσας. ἒ ἔ, ἰὼ δαῖμον.

θρῴσκει δ᾽ αὖ, θρῴσκει δειλαία [ἀντ. β]
διολοῦσ᾽ ἡμᾶς
1030ἀποτίβατος ἀγρία νόσος.

ἰὼ ἰὼ Παλλάς, τόδε μ᾽ αὖ λωβᾶται. ἰὼ παῖ,
τὸν φύσαντ᾽ οἴκτιρ᾽, ἀνεπίφθονον εἴρυσον ἔγχος,
1035παῖσον ἐμᾶς ὑπὸ κλῇδος· ἀκοῦ δ᾽ ἄχος, ᾧ μ᾽ ἐχόλωσεν
σὰ μάτηρ ἄθεος, τὰν ὧδ᾽ ἐπίδοιμι πεσοῦσαν
1040αὕτως, ὧδ᾽ αὕτως, ὥς μ᾽ ὤλεσεν. ὦ γλυκὺς Ἄιδας,

ὦ Διὸς αὐθαίμων, εὔνασον εὔνασόν μ᾽ [ἀντ. γ]
ὠκυπέτᾳ μόρῳ τὸν μέλεον φθίσας.


Ωχ, αφήστε με, αφήστε με
να ησυχάσω ο βαριόμοιρος·
πού μ᾽ αγγίζεις; μα πού με γυρνάς;
πάω, πάω, με σκότωσες·
κακό πού ειχε ναρκώσει ξυπνάς.

Μ᾽ έπιασε, ω πώπω, ξανάρχεται, νά.
1010Μ᾽ από πού λοιπόν είστε,
ω πιο κακόγνωμοι άνθρωποι εσείς
απ᾽ τους Έλληνες όλους,
που εγώ χανόμουν για σας
να παστρεύω πελάγη και δάση
από κάθε κακό· κι ενώ τώρα
ο ταλαίπωρος τέτοια υποφέρω,
δε θα γυρίσει κανείς καταπάνω μου
ή ένα κοντάρι,
ή να μου βάλει φωτιά να γλιτώνω;

Ω πώπω,
κανείς δε θέλει νά ᾽ρθει
με μια γερή σπαθιά
να μου τινάξει πέρα το κεφάλι
του κατάρατου, οϊμέ, οϊμένα.

ΓΕΡ. Ω εσύ του ήρωα γιε,
ξεπερνά τις δυνάμεις μου εμένα
αυτ᾽ η δουλειά· μόνο βόηθα και συ·
το δικό σου το μάτι
πιο άξιο, παρ᾽ όσο είμ᾽ εγώ,
1020να βρει μια σωτηρία.
ΥΛΛ. Πιάνω κι εγώ· μα να βρω δε μπορώ
ή από μέσα μου ή απέξω
για τους πόνους του αλάφρωση· αυτό
μόνο ο Δίας μπορεί να χαρίζει.
ΗΡΑ. Μα πού εισαι, παιδί μου,
πιάσ᾽ εδώ, πιάσ᾽ εδώ κι ανασήκω με.
Ωχ, ωχ, μαύρη μου μοίρα.
Νά, ξανά πάλι απάνω μου χύνεται, χύνεται
η κακοχόρταγη ανήμερη σκύλα
1030να μ᾽ αποτελειώσει.

Παλλάδα, ω Παλλάδα,
ξανά με ξεσκίζει αυτή πάλι.
Γιε μου, σπλαχνίσου με, εμένα που σ᾽ έσπερνα,
σύρ᾽ το σπαθί σου,
χτύπα εδώ κάτω απ᾽ την κλείδα,
καμιά κατηγόρια δε θα ᾽χεις,
αν απ᾽ τα βάσαν᾽ αυτά με γλιτώσεις
που η άθεη σου η μάνα
μ᾽ έριξε να με τρελάνουν,
και που είθε σε τέτοια, σε τέτοια
να ᾽βλεπα μέσα κι αυτήν,
1040καθώς που με σκότωσε.

Ω του Δία αδερφέ, ω Άδη γλυκέ,
κοίμισε, κοίμισέ με
το βαριόμοιρο,
και με θάνατο γρήγορο
τέλειωνέ με.