Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (726-768)


ΟΙ. οἷόν μ᾽ ἀκούσαντ᾽ ἀρτίως ἔχει, γύναι,
ψυχῆς πλάνημα κἀνακίνησις φρενῶν.
ΙΟ. ποίας μερίμνης τοῦθ᾽ ὑποστραφεὶς λέγεις;
ΟΙ. ἔδοξ᾽ ἀκοῦσαι σοῦ τόδ᾽, ὡς ὁ Λάιος
730κατασφαγείη πρὸς τριπλαῖς ἁμαξιτοῖς.
ΙΟ. ηὐδᾶτο γὰρ ταῦτ᾽ οὐδέ πω λήξαντ᾽ ἔχει.
ΟΙ. καὶ ποῦ ᾽σθ᾽ ὁ χῶρος οὗτος οὗ τόδ᾽ ἦν πάθος;
ΙΟ. Φωκὶς μὲν ἡ γῆ κλῄζεται, σχιστὴ δ᾽ ὁδὸς
ἐς ταὐτὸ Δελφῶν κἀπὸ Δαυλίας ἄγει.
735ΟΙ. καὶ τίς χρόνος τοῖσδ᾽ ἐστὶν οὑξεληλυθώς;
ΙΟ. σχεδόν τι πρόσθεν ἢ σὺ τῆσδ᾽ ἔχων χθονὸς
ἀρχὴν ἐφαίνου τοῦτ᾽ ἐκηρύχθη πόλει.
ΟΙ. ὦ Ζεῦ, τί μου δρᾶσαι βεβούλευσαι πέρι;
ΙΟ. τί δ᾽ ἐστί σοι τοῦτ᾽, Οἰδίπους, ἐνθύμιον;
740ΟΙ. μήπω μ᾽ ἐρώτα· τὸν δὲ Λάιον φύσιν
τίν᾽ εἷρπε φράζε, τίνα δ᾽ ἀκμὴν ἥβης ἔχων.
ΙΟ. μέγας, χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα,
μορφῆς δὲ τῆς σῆς οὐκ ἀπεστάτει πολύ.
ΟΙ. οἴμοι τάλας· ἔοικ᾽ ἐμαυτὸν εἰς ἀρὰς
745δεινὰς προβάλλων ἀρτίως οὐκ εἰδέναι.
ΙΟ. πῶς φής; ὀκνῶ τοι πρὸς σ᾽ ἀποσκοποῦσ᾽, ἄναξ.
ΟΙ. δεινῶς ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ μάντις ᾖ.
δείξεις δὲ μᾶλλον, ἢν ἓν ἐξείπῃς ἔτι.
ΙΟ. καὶ μὴν ὀκνῶ μέν, ἃν δ᾽ ἔρῃ μαθοῦσ᾽ ἐρῶ.
750ΟΙ. πότερον ἐχώρει βαιός, ἢ πολλοὺς ἔχων
ἄνδρας λοχίτας, οἷ᾽ ἀνὴρ ἀρχηγέτης;
ΙΟ. πέντ᾽ ἦσαν οἱ ξύμπαντες, ἐν δ᾽ αὐτοῖσιν ἦν
κῆρυξ· ἀπήνη δ᾽ ἦγε Λάιον μία.
ΟΙ. αἰαῖ, τάδ᾽ ἤδη διαφανῆ. τίς ἦν ποτὲ
755ὁ τούσδε λέξας τοὺς λόγους ὑμῖν, γύναι;
ΙΟ. οἰκεύς τις, ὅσπερ ἵκετ᾽ ἐκσωθεὶς μόνος.
ΟΙ. ἦ κἀν δόμοισι τυγχάνει τανῦν παρών;
ΙΟ. οὐ δῆτ᾽· ἀφ᾽ οὗ γὰρ κεῖθεν ἦλθε καὶ κράτη
σέ τ᾽ εἶδ᾽ ἔχοντα Λάιόν τ᾽ ὀλωλότα,
760ἐξικέτευσε τῆς ἐμῆς χειρὸς θιγὼν
ἀγρούς σφε πέμψαι κἀπὶ ποιμνίων νομάς,
ὡς πλεῖστον εἴη τοῦδ᾽ ἄποπτος ἄστεως.
κἄπεμψ᾽ ἐγώ νιν· ἄξιος γὰρ οἷ᾽ ἀνὴρ
δοῦλος φέρειν ἦν τῆσδε καὶ μείζω χάριν.
765ΟΙ. πῶς ἂν μόλοι δῆθ᾽ ἡμὶν ἐν τάχει πάλιν;
ΙΟ. πάρεστιν. ἀλλὰ πρὸς τί τοῦτ᾽ ἐφίεσαι;
ΟΙ. δέδοικ᾽ ἐμαυτόν, ὦ γύναι, μὴ πόλλ᾽ ἄγαν
εἰρημέν᾽ ᾖ μοι δι᾽ ἅ νιν εἰσιδεῖν θέλω.


ΟΙΔ. Η ψυχή μου ταξίδεψε,
αναστατώθηκε ο νους μου
μ᾽ αυτά που μόλις άκουσα.
ΙΟΚ. Ποιες μέριμνες σε βασανίζουν
κι ο νους σου πήγε αλλού;
ΟΙΔ. Μου φάνηκε πως άκουσα
πως έσφαξαν το Λάιο
730σε τρίστρατον αμαξιτής οδού.
ΙΟΚ. Το λέγαν αυτό· το λεν ακόμα.
ΟΙΔ. Κι ο τόπος της σφαγής ποιός ήταν;
ΙΟΚ. Φωκίς ο τόπος λέγεται·
ο δρόμος σκίζεται στα δυο·
ο ένας πάει στη Δαύλεια
κι ο άλλος στους Δελφούς.
ΟΙΔ. Και πόσος κύλησε καιρός απ᾽ τη σφαγή;
ΙΟΚ. Μαντατοφόροι φέρανε την είδηση
λίγο πριν ανέβεις στο θρόνο των Θηβών.
ΟΙΔ. Θεέ μου, τί μελετάς
στο στοχασμό σου
για τη μοίρα μου;
ΙΟΚ. Ποιά μνήμη σε ταράζει, Οιδίπου;
740ΟΙΔ. Μη με ρωτάς. Μα πες μου για το Λάιο,
πώς φαινόταν στ᾽ ανάστημα, στην ηλικία;
ΙΟΚ. Ψηλός, μαλλιά ψαρά στον κρόταφο
και σου ᾽μοιαζε στο πρόσωπο λιγάκι.
ΟΙΔ. Αλιά μου ο δόλιος! Δεν ήξερα πρωτύτερα
πως καταριόμουν τον εαυτό μου.
ΙΟΚ. Τί λες; Τρέμω να σε κοιτάξω
μες στα μάτια.
ΟΙΔ. Τρέμω κι εγώ μήπως ο μάντης
έβλεπε ξεκάθαρα.
Αν με φωτίσεις κι άλλο, θα φανεί.
ΙΟΚ. Διστάζω· μα ρώτησε και θ᾽ απαντώ.
750ΟΙΔ. Ταξίδευε με λίγους
ή με πολλούς ακόλουθους, σα βασιλέας;
ΙΟΚ. Μαζί με τον κήρυκα πέντε·
ο Λάιος καθότανε μονάχος σ᾽ ένα αμάξι.
ΟΙΔ. Αλίμονο! Ξεκάθαρο το πράγμα.
Και ποιός σας έφερε την είδηση;
ΙΟΚ. Κάποιος δούλος που γύρισε·
ο μόνος που σώθηκε.
ΟΙΔ. Και είναι στο σπίτι τώρα;
ΙΟΚ. Όχι. Γιατί σα γύρισε
κι είδε στο θρόνο εσένα,
νεκρό το Λάιο,
760με παρακάλεσε φιλώντας μου τα χέρια
στα βοσκοτόπια να τον στείλω και στα χωράφια·
την πόλη να μη βλέπει· τόσο μακριά.
Τον έστειλα· ήταν δούλος καλός,
την άξιζε τη χάρη κι ακόμη μεγαλύτερη.
ΟΙΔ. Γίνεται γρήγορα να ᾽ρθει εδώ;
ΙΟΚ. Έγινε κιόλας. Αλλά γιατί σε καίει τόσο;
ΟΙΔ. Φοβάμαι τον εαυτό μου.
Εκτέθηκα κι είπα πολλά.
Θέλω να τον δω.


ΟΙΔ. Τί ταραγμό, τί αντράλα νου μου φέρνει
κάτι που τώρα σου άκουσα, γυναίκα!
ΙΟΚ. Τί σ᾽ έριξε σ᾽ αυτή που λες την έγνοια;
ΟΙΔ. Θαρρώ σ᾽ άκουσα κι είπες πως το Λάιο
730σε τριπλό δρόμο αμαξιτό είχαν σφάξει.
ΙΟΚ. Ναι, έτσι είχαν πει κι ούτ᾽ αλλιώς λεν και τώρα.
ΟΙΔ. Και πού ᾽ναι η θέση αυτή, πὄγιν᾽ ο φόνος;
ΙΟΚ. Στη Φωκίδα που λεν, εκεί που σμίγουν
οι δρόμοι απ᾽ τους Δελφούς κι από τη Δαύλεια.
ΟΙΔ. Και πόσος καιρός πέρασε από τότε;
ΙΟΚ. Λίγο πρι να φανείς εδώ και πάρεις
της χώρας την αρχή τα ᾽χαμε μάθει.
ΟΙΔ. Ω Δία, τί έχεις στο νου σου να μου κάμεις;
ΙΟΚ. Και γιατί, Οιδίπου, αυτό να σε ταράζει;
740ΟΙΔ. Μη με ρωτάς ακόμα, μόνο πε μου
πώς ήταν και τί ηλικία είχε ο Λάιος.
ΙΟΚ. Μεγαλόσωμος κι ό,τι αρχινούσε
ν᾽ ασπρίζ᾽ η κεφαλή του· ως προς την όψη,
δεν παράλλαζε πολύ από τη δική σου.
ΟΙΔ. Συφορά μου ο ταλαίπωρος· φοβούμαι
πως σε φριχτές κατάρες να ᾽χω ρίξει
τον εαυτό μου, δίχως να το ξέρω.
ΙΟΚ. Πώς λες; τρομάζω που σε βλέπω έτσι.
ΟΙΔ. Φριχτ᾽ υποψία μού περνά, μη βλέπει
ο μάντης· μα θα μου το βεβαιώσεις
καλύτερα, αν μου πεις και κάτι ακόμα.
ΙΟΚ. Κι εγώ ειμαι ταραγμένη, μα ας ακούσω
το ερώτημά σου και θα σου απαντήσω.
750ΟΙΔ. Ταξίδευε με λίγη ακολουθία,
ή με πολλούς, σα βασιλιάς, οπλίτες;
ΙΟΚ. Όλοι-όλοι ήτανε πέντε, μες σ᾽ αυτούς
κι ο κήρυκας κι ένα μονάχ᾽ αμάξι.
ΟΙΔ. Αλίμονο, όλα καθαρά είναι τώρα·
και ποιός την είδηση έφερε, γυναίκα;
ΙΟΚ. Ένας δούλος, που σώθηκε αυτός μόνος.
ΟΙΔ. Μη βρίσκεται εδώ τώρα στο παλάτι;
ΙΟΚ. Όχι· γιατί όταν γύρισε και σε ήβρε
στο θρόνο εσένα και νεκρό το Λάιο,
760με ικέτευσε το χέρι πιάνοντάς μου
έξω στα βοσκοτόπια να τον στείλω
για να ᾽ναι όσο μπορεί μακριά απ᾽ την πόλη·
και τον έστειλα εγώ γιατί, σα σκλάβος,
άξιζ᾽ αυτή και πιο μεγάλη χάρη.
ΟΙΔ. Πώς θα μπορούσε εδώ να φτάσει αμέσως;
ΙΟΚ. Έφτασε κιόλας· μα γιατί τον θέλεις;
ΟΙΔ. Φοβούμαι μη και πάρα πολλά να ᾽πα
γι᾽ αυτό που θέλω να τον δω, γυναίκα.


ΟΙΔ. Ποιό αντάριασμα ψυχής, σάλεμα νου
μου φέρνει αυτός ο λόγος σου, γυναίκα.
ΙΟΚ. Τί έγνοια σε τυραννά, και μιλάς έτσι;
ΟΙΔ. Θαρρώ άκουσα να λες πως θανατώθη
730σιμά σε αμαξωτό τρίστρατο ο Λάιος.
ΙΟΚ. Έτσι είχαν πει, κι ακόμα το ίδιο λένε.
ΟΙΔ. Και πού είναι ο τόπος όπου εγίνη ο φόνος;
ΙΟΚ. Φωκίδα λεν τη χώρα· σκιστός δρόμος
φέρνει εκεί απ᾽ τους Δελφούς κι από τη Δαύλια.
ΟΙΔ. Και πόσος καιρός πέρασε από τότες;
ΙΟΚ. Λίγο πριν βασιλιάς εσύ να γίνεις
στη χώρα μας, μαθεύτη αυτό στην πόλη.
ΟΙΔ. Ω Δία! Τί μου ετοιμάζεις μες στο νου σου;
ΙΟΚ. Και γιατί αυτό βαραίνει την ψυχή σου;
740ΟΙΔ. Μη με ρωτάς· μα πες μου ακόμα· ο Λάιος
πώς φαινότανε; νιος ήταν στα χρόνια;
ΙΟΚ. Ψηλός, μόλις ασπρίζαν τα μαλλιά του,
κι έμοιαζε κάπως στη μορφή μ᾽ εσένα.
ΟΙΔ. Αλί μου, του άμοιρου! άθελά μου μαύρες,
θαρρώ, για μέ τον ίδιο είπα κατάρες!
ΙΟΚ. Τί λες; Με τρόμο σε θωρώ, άρχοντά μου.
ΟΙΔ. Φριχτά τρέμω μη βλέπει καλά ο μάντης·
μα θα φανεί τούτο, αν μου πεις κι άλλο ένα.
ΙΟΚ. Τρομάζω, κι όμως θα σου πω ό,τι ξέρω.
750ΟΙΔ. Με λίγους πήγαινε, ή είχε συνοδειά του,
σαν άρχοντας, πολλούς αρματωμένους;
ΙΟΚ. Πέντε ήταν, με τον κήρυκα μαζί όλοι.
Κι ένα αμάξι το Λάιο έφερνε μόνο.
ΟΙΔ. Αλί! Καθαρά είναι όλα! Και ποιός είναι
που έφερε αυτό το μήνυμα, γυναίκα;
ΙΟΚ. Κάποιος δούλος, που γλίτωσε αυτός μόνο.
ΟΙΔ. Βρίσκεται τάχα εδώ, στο σπίτι τώρα;
ΙΟΚ. Όχι· σαν ήρθε και είδε εσύ στο θρόνο
να είσαι, άμα ο Λάιος πέθανε, μου πήρε
760το χέρι και θερμά παρακαλούσε
να τον στείλω στις στάνες, στα χωράφια,
πιο μακριά, όσο μπορεί, να ᾽ναι απ᾽ την πόλη.
Και τον έστειλα, τι όσο αν ήταν δούλος
του άξιζε αυτή και πιο μεγάλη χάρη.
ΟΙΔ. Πώς μπορεί εδώ γοργά να ᾽ρθει και πάλι;
ΙΟΚ. Φτάνει αμέσως· μα αυτό γιατί το θέλεις;
ΟΙΔ. Φοβούμαι πως πολύ καθάρια το είπα
γιατί γυρεύω να τον δω, γυναίκα.