Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (380-407)


380ΟΙ. ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης
ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ,
ὅσος παρ᾽ ὑμῖν ὁ φθόνος φυλάσσεται,
εἰ τῆσδέ γ᾽ ἀρχῆς οὕνεχ᾽, ἣν ἐμοὶ πόλις
δωρητόν, οὐκ αἰτητόν, εἰσεχείρισεν,
385ταύτης Κρέων ὁ πιστός, οὑξ ἀρχῆς φίλος,
λάθρᾳ μ᾽ ὑπελθὼν ἐκβαλεῖν ἱμείρεται,
ὑφεὶς μάγον τοιόνδε μηχανορράφον,
δόλιον ἀγύρτην, ὅστις ἐν τοῖς κέρδεσιν
μόνον δέδορκε, τὴν τέχνην δ᾽ ἔφυ τυφλός.
390ἐπεί, φέρ᾽ εἰπέ, ποῦ σὺ μάντις εἶ σαφής;
πῶς οὐχ, ὅθ᾽ ἡ ῥαψῳδὸς ἐνθάδ᾽ ἦν κύων,
ηὔδας τι τοῖσδ᾽ ἀστοῖσιν ἐκλυτήριον;
καίτοι τό γ᾽ αἴνιγμ᾽ οὐχὶ τοὐπιόντος ἦν
ἀνδρὸς διειπεῖν, ἀλλὰ μαντείας ἔδει·
395ἣν οὔτ᾽ ἀπ᾽ οἰωνῶν σὺ προυφάνης ἔχων
οὔτ᾽ ἐκ θεῶν του γνωτόν· ἀλλ᾽ ἐγὼ μολών,
ὁ μηδὲν εἰδὼς Οἰδίπους, ἔπαυσά νιν,
γνώμῃ κυρήσας οὐδ᾽ ἀπ᾽ οἰωνῶν μαθών·
ὃν δὴ σὺ πειρᾷς ἐκβαλεῖν, δοκῶν θρόνοις
400παραστατήσειν τοῖς Κρεοντείοις πέλας.
κλαίων δοκεῖς μοι καὶ σὺ χὡ συνθεὶς τάδε
ἀγηλατήσειν· εἰ δὲ μὴ ᾽δόκεις γέρων
εἶναι, παθὼν ἔγνως ἂν οἷά περ φρονεῖς.
ΧΟ. ἡμῖν μὲν εἰκάζουσι καὶ τὰ τοῦδ᾽ ἔπη
405ὀργῇ λελέχθαι καὶ τὰ σ᾽, Οἰδίπου, δοκεῖ.
δεῖ δ᾽ οὐ τοιούτων, ἀλλ᾽ ὅπως τὰ τοῦ θεοῦ
μαντεῖ᾽ ἄριστα λύσομεν, τόδε σκοπεῖν.


380ΟΙΔ. Ω πλούτε, ω εξουσία,
τέχνη απ᾽ όλες τις τέχνες υπέρτερη,
αξιοζήλευτη ζωή·
κι όμως γεννά το φθόνο.
Εξαιτίας της εξουσίας αυτής
που δεν τη ζήτησα,
—η πόλη μου τη δώρισε—,
ο Κρέων, παλιός, πιστός μου φίλος,
αποπειράθηκε με δόλο σκευωρώντας
από το θρόνο μου να με πετάξει
έχοντας υποχείριο το μάγο αυτόν,
τον δολερό μηχανορράφο, τον αγύρτη,
που βλέπει μοναχά το κέρδος
κι είναι στην τέχνη του τυφλός.
390Έλα και πες μου,
πότε αλάθητος υπήρξες μάντης;
Όταν η σκύλα Σφίγγα τραγουδούσε εδώ,
άρθρωσες λόγο σωτηρίας στους πολίτες;
Η λύση του αινίγματος
δεν ήτανε δουλειά περαστικού και ξένου.
Ήταν δουλειά της μαντικής.
Και φάνηκε πως τέχνη δεν κατείχες.
Δεν διάβασες τους οιωνούς,
ούτε τη σκέψη των θεών.
Εγώ σαν ήρθα
ο ανιδιοτελής και ανίδεος Οιδίπους
της έκλεισα το στόμα μια για πάντα
χωρίς σημάδια κι οιωνούς,
μονάχα με το στοχασμό.
Αυτόν αποπειράθηκες να διώξεις
ελπίζοντας να βρεις μια θέση
400στου Κρέοντα το θρόνο πλάι.
Θα δεις πως κλαίγοντας και συ
κι αυτός που τα σοφίστηκε,
το βάρος της κατάρας θα σηκώσετε.
Αν γέρος δεν ήσουν,
θα ᾽βαζες γνώση παθαίνοντας
όσα τ᾽ ανόσιο μυαλό σου μηχανεύεται.
ΧΟΡ. Θαρρώ πως ήταν της οργής το ξέσπασμα
τα λόγια του και τα δικά σου, Οιδίπου.
Ώρα δεν είναι γι᾽ αυτά.
Σκεφτείτε μόνο ποιάν ερμηνεία δέχεται
ο θεϊκός χρησμός.


380ΟΙΔ. Ω πλούτε κι εξουσία και τέχνη απ᾽ όλες
ανώτερη τις τέχνες, πόσος φθόνος
στην πολυζήλευτη ζωή σάς φυλάει,
αν για τη βασιλεία αυτή, που η χώρα
μου δώρισε χωρίς να τη ζητήσω,
ο Κρέοντας ο πιστός, ο εξαρχής φίλος,
ζητά κρυφογλιστρώντας από κάτω
να με βγάλει απ᾽ αυτήν, κρυμμένος πίσω
από τέτοιον μηχανορράφο μάγο,
αγύρτη δολερό, που βλέπει μόνο
στο κέρδος, μα τυφλός στην τέχνη του είναι.
390Γιατ᾽ έλα πε μου, πού μου φάνηκες
μάντης γνήσιος εσύ; πώς όταν ήταν
η Σκύλα εδώ η χρησμοτραγουδίστρα,
δεν έλεες τότε τίποτε να σώσεις
την πόλη αυτή, αφού ηταν το αίνιγμά της
όχι του καθενός να το εξηγήσει,
αλλά μαντεία χρειάζουνταν, όπου όμως
δε φάνηκες εσύ να την κατέχεις
ούτ᾽ απ᾽ τους θεούς, ούτ᾽ απ᾽ τους οιωνούς σου;
Κι ήρθα εγώ, εγώ ο ανίδεος ο Οιδίπους,
και την αποστομώνω βρίσκοντάς το
με το νου κι όχι από οιωνούς να μάθω.
Κι αυτόν εσύ ζητάς τώρα να βγάλεις
απ᾽ την αρχή, με την ιδέα πως θα ᾽σαι
400στου Κρέοντα τους θρόνους παραστάτης.
Με κλάματα θαρρώ πως θα πλερώσεις
κι εσύ και κείνος πὄχει σχεδιάσει
αυτόν τον καθαρμό· κι αν δε φαινόσουν
έτσι γέρος, θα πάθαινες να μάθεις
άλλη φορά να βάζει τέτοια ο νους σου.
ΧΟΡ. Εμάς η ιδέα μας είναι, πως τα λόγια
κι αυτού και σένα, βασιλιά, ειπωθήκαν
μες στο θυμό σας· μα δεν είναι η ώρα
τώρα για τέτοια, παρά πρέπει μόνο
να βλέπομε πώς πιο καλά ένα τέλος
θα δώσομε στου Φοίβου τη μαντεία.


380ΟΙΔ. Πλούτε και βασιλεία, τέχνη απ᾽ τις τέχνες
η πιο αψηλή, σε μια ζωή όλο πάθη,
πόσος φωλιάζει εντός σας μαύρος φθόνος,
αν για το θρόνο αυτόν, που εμένα η χώρα
μου χάρισε χωρίς να τον γυρέψω,
ο πιστός Κρέοντας, ο παλιός μου φίλος,
δολερά καρτερεί, και να με διώξει
ζητά, εδώ στέλνοντάς μου τέτοιο μάγο
πλάνο, αγύρτη, το νου του που έχει μόνο
στο κέρδος και τυφλός στην τέχνη του είναι.
390Γιατί, πες μου, σωστός πώς είσαι μάντης;
Άμα εδώ ήταν η Σφίγγα η τραγουδίστρα,
πώς δε μιλούσες, τους Θηβαίους να σώσεις;
Του καθενός δεν ήταν όμως νά ᾽βρει
λύση στο αίνιγμα, μάντη ήθελε τέχνη,
που εσύ ούτε απ᾽ τα όρνια εφάνης να ᾽χεις, ούτε
κι απ᾽ τους θεούς. Κι ήρθα εγώ, ο ανίδεος τότε
Οιδίπους, και τη νίκησα με σκέψη
μόνο, χωρίς να με φωτίσουν μάγια.
Κι εμέ να διώξεις πολεμάς, θαρρώντας
400θα παραστέκεις στου Κρέοντα τους θρόνους.
Κλαίοντας, θαρρώ, κι εσύ κι ο σύμβουλός σου
την κατάρα θα πάρτε· κι αν δεν ήσουν
γέρος, ο ίδιος θα πάθαινες όσα είπες.
ΧΟΡ. Θαρρούμε πως ειπώθηκαν τα λόγια
κι αυτού μες στο θυμό, και σένα, Οιδίπου.
Μα δε φελούν αυτά, κι ας δούμε κάλλιο
πώς του Θεού ο χρησμός θα ξεδιαλύνει.