380ΟΙΔ. Πλούτε και βασιλεία, τέχνη απ᾽ τις τέχνες
η πιο αψηλή, σε μια ζωή όλο πάθη,
πόσος φωλιάζει εντός σας μαύρος φθόνος,
αν για το θρόνο αυτόν, που εμένα η χώρα
μου χάρισε χωρίς να τον γυρέψω,
ο πιστός Κρέοντας, ο παλιός μου φίλος,
δολερά καρτερεί, και να με διώξει
ζητά, εδώ στέλνοντάς μου τέτοιο μάγο
πλάνο, αγύρτη, το νου του που έχει μόνο
στο κέρδος και τυφλός στην τέχνη του είναι.
390Γιατί, πες μου, σωστός πώς είσαι μάντης;
Άμα εδώ ήταν η Σφίγγα η τραγουδίστρα,
πώς δε μιλούσες, τους Θηβαίους να σώσεις;
Του καθενός δεν ήταν όμως νά ᾽βρει
λύση στο αίνιγμα, μάντη ήθελε τέχνη,
που εσύ ούτε απ᾽ τα όρνια εφάνης να ᾽χεις, ούτε
κι απ᾽ τους θεούς. Κι ήρθα εγώ, ο ανίδεος τότε
Οιδίπους, και τη νίκησα με σκέψη
μόνο, χωρίς να με φωτίσουν μάγια.
Κι εμέ να διώξεις πολεμάς, θαρρώντας
400θα παραστέκεις στου Κρέοντα τους θρόνους.
Κλαίοντας, θαρρώ, κι εσύ κι ο σύμβουλός σου
την κατάρα θα πάρτε· κι αν δεν ήσουν
γέρος, ο ίδιος θα πάθαινες όσα είπες.
ΧΟΡ. Θαρρούμε πως ειπώθηκαν τα λόγια
κι αυτού μες στο θυμό, και σένα, Οιδίπου.
Μα δε φελούν αυτά, κι ας δούμε κάλλιο
πώς του Θεού ο χρησμός θα ξεδιαλύνει.
|