Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἠλέκτρα (1466-1510)


ΑΙ. ὦ Ζεῦ, δέδορκα φάσμ᾽ ἄνευ φθόνου μὲν οὐ
πεπτωκός· εἰ δ᾽ ἔπεστι νέμεσις οὐ λέγω.
χαλᾶτε πᾶν κάλυμμ᾽ ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν, ὅπως
τὸ συγγενές γε κἀπ᾽ ἐμοῦ θρήνων τύχῃ.
1470ΟΡ. αὐτὸς σὺ βάσταζ᾽· οὐκ ἐμὸν τόδ᾽, ἀλλὰ σόν,
τὸ ταῦθ᾽ ὁρᾶν τε καὶ προσηγορεῖν φίλως.
ΑΙ. ἀλλ᾽ εὖ παραινεῖς, κἀπιπείσομαι· σὺ δέ,
εἴ που κατ᾽ οἶκόν μοι Κλυταιμήστρα, κάλει.
ΟΡ. αὕτη πέλας σοῦ· μηκέτ᾽ ἄλλοσε σκόπει.
1475ΑΙ. οἴμοι, τί λεύσσω; ΟΡ. τίνα φοβῇ; τίν᾽ ἀγνοεῖς;
ΑΙ. τίνων ποτ᾽ ἀνδρῶν ἐν μέσοις ἀρκυστάτοις
πέπτωχ᾽ ὁ τλήμων; ΟΡ. οὐ γὰρ αἰσθάνῃ πάλαι
ζῶντας θανοῦσιν οὕνεκ᾽ ἀνταυδᾷς ἴσα;
ΑΙ. οἴμοι, ξυνῆκα τοὔπος· οὐ γὰρ ἔσθ᾽ ὅπως
1480ὅδ᾽ οὐκ Ὀρέστης ἔσθ᾽ ὁ προσφωνῶν ἐμέ.
ΟΡ. καὶ μάντις ὢν ἄριστος ἐσφάλλου πάλαι;
ΑΙ. ὄλωλα δὴ δείλαιος. ἀλλά μοι πάρες
κἂν σμικρὸν εἰπεῖν. ΗΛ. μὴ πέρα λέγειν ἔα,
πρὸς θεῶν, ἀδελφέ, μηδὲ μηκύνειν λόγους.
1485τί γὰρ βροτῶν ἂν σὺν κακοῖς μεμειγμένων
θνῄσκειν ὁ μέλλων τοῦ χρόνου κέρδος φέροι;
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα κτεῖνε καὶ κτανὼν πρόθες
ταφεῦσιν ὧν τόνδ᾽ εἰκός ἐστι τυγχάνειν,
ἄποπτον ἡμῶν. ὡς ἐμοὶ τόδ᾽ ἂν κακῶν
1490μόνον γένοιτο τῶν πάλαι λυτήριον.
ΟΡ. χωροῖς ἂν εἴσω σὺν τάχει· λόγων γὰρ οὐ
νῦν ἐστιν ἁγών, ἀλλὰ σῆς ψυχῆς πέρι.
ΑΙ. τί δ᾽ ἐς δόμους ἄγεις με; πῶς, τόδ᾽ εἰ καλὸν
τοὔργον, σκότου δεῖ, κοὐ πρόχειρος εἶ κτανεῖν;
1495ΟΡ. μὴ τάσσε· χώρει δ᾽ ἔνθαπερ κατέκτανες
πατέρα τὸν ἀμόν, ὡς ἂν ἐν ταὐτῷ θάνῃς.
ΑΙ. ἦ πᾶσ᾽ ἀνάγκη τήνδε τὴν στέγην ἰδεῖν
τά τ᾽ ὄντα καὶ μέλλοντα Πελοπιδῶν κακά;
ΟΡ. τὰ γοῦν σ᾽· ἐγώ σοι μάντις εἰμὶ τῶνδ᾽ ἄκρος.
1500ΑΙ. ἀλλ᾽ οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας.
ΟΡ. πόλλ᾽ ἀντιφωνεῖς, ἡ δ᾽ ὁδὸς βραδύνεται.
ἀλλ᾽ ἕρφ᾽. ΑΙ. ὑφηγοῦ. ΟΡ. σοὶ βαδιστέον πάρος.
ΑΙ. ἦ μὴ φύγω σε; ΟΡ. μὴ μὲν οὖν καθ᾽ ἡδονὴν
θάνῃς· φυλάξαι δεῖ με τοῦτό σοι πικρόν.
1505χρῆν δ᾽ εὐθὺς εἶναι τήνδε τοῖς πᾶσιν δίκην,
ὅστις πέρα πράσσειν γε τῶν νόμων θέλοι,
κτείνειν· τὸ γὰρ πανοῦργον οὐκ ἂν ἦν πολύ.

ΧΟ. ὦ σπέρμ᾽ Ἀτρέως, ὡς πολλὰ παθὸν
δι᾽ ἐλευθερίας μόλις ἐξῆλθες
1510τῇ νῦν ὁρμῇ τελεωθέν.


ΑΙΓ. Ω Δία, δίχως των θεών το φθόνο
δε θα ᾽γινε βέβαια αυτό που βλέπω·
μ᾽ αν προσβάλλω τη Νέμεση, σωπαίνω.
Σύρτε το σκέπασμα όλο, που τον κρύβει
απ᾽ τα μάτια μου, να του προσφέρω
τα δάκρυά μου κι εγώ σα συγγενής του.
1470ΟΡΕ. Σήκω το εσύ, δεν είναι χρέος δικό μου,
αλλά δικό σου να το δεις αυτό
το λείψανο και να το χαιρετήσεις
με λόγια φιλικά. ΑΙΓ. Καλά το λες,
κι έτσι θα κάμω· μα εσύ κοίτα που ᾽ναι
η Κλυταιμνήστρα, να μου τη φωνάξεις.
ΟΡΕ. Εδώ ᾽ναι, νά, κι αλλού μην τη γυρεύεις.
ΑΙΓ. Συφορά μου, τί βλέπω; ΟΡΕ. Ποιόν φοβάσαι,
ποιόν δε γνωρίζεις; ΑΙΓ. Δυστυχία, σε τίνων
είμαι πεσμένος μέσα τις παγίδες;
ΟΡΕ. Κι είδηση δεν το πήρες τόσην ώρα,
ότι μιλάς με ζωντανούς σα να ᾽ναι
πεθαμένοι; ΑΙΓ. Κατάλαβα, οϊμένα,
τί θες να πεις· αδύνατο να είν᾽ άλλος,
1480αυτός που μου μιλεί, απ᾽ τον Ορέστη.
ΟΡΕ. Κι ενώ εισαι μάντης άριστος, γελιόσουν
τόσην ώρα; ΑΙΓ. Το βλέπω, είμαι χαμένος,
μ᾽ άφησ᾽ με καν να πω δυο λόγια μόνο.
ΗΛΕ. Μην τον αφήνεις, στο Θεό σου, αδερφέ μου,
ακόμη να μιλεί και χάνομε ώρα·
γι᾽ άνθρωπο βουτηγμένο στην κακία,
μια πού ειναι να πεθάνει, τί το κέρδος
να παρατείνεται άδικα η ζωή του;
Σκότωνέ τον ευτύς, και το νεκρό του
παράτα τον σε κείνους που του αρμόζουν
τους νεκροθάφτες, να τονε φροντίσουν
μακριά απ᾽ τα μάτια μας· που αυτό για μένα
θά ηταν η μόνη ελάφρωση απ᾽ τα τόσα
1490τα βάσανα που πέρασα ως τα τώρα.
ΟΡΕ. Γρήγορα μέσα· εδώ δεν πρόκειται
τώρα για λόγια, μα για την ψυχή σου.
ΑΙΓ. Και γιατί μέσα να με πας; Αν είναι
η πράξη σου καλή, προς τί το σκότος
και χέρι-χέρι εδώ δε με σκοτώνεις;
ΟΡΕ. Παύσε να ορίζεις· κι εμπρός, μέσα εκεί όπου
τον πατέρα μου σκότωσες, για νά βρεις
το θάνατο και συ στο ίδιο το μέρος.
ΑΙΓ. Είναι λοιπόν ανάγκη πάσα, αυτή η στέγη
να δει όλα τα κακά της γενεάς μας
κι όσα είχε ως τώρα κι όσα είναι να γίνουν.
ΟΡΕ. Τα δικά σου, ασφαλώς· κι όσο γι᾽ αυτό,
σου είμαι γω μάντης που έξω δε θα πέσει.
ΑΙΓ. Παινεύεσαι για τέχνη που δεν είναι
1500κληρονομιά σου πατρική. ΟΡΕ. Πολλά
απαντάς· και πάει του μάκρου ο δρόμος. Τράβα.
ΑΙΓ. Γίνου οδηγός. ΟΡΕ. Εσύ μπροστά προχώρει.
ΑΙΓ. Μήπως σου φύγω; ΟΡΕ. Για να μην πεθάνεις
όπως σου αρέσει εσένα· του θανάτου
πρέπει να σου φυλάξω όλη την πίκρα.
[Και θα ᾽πρεπε όλοι να ᾽βρισκαν αμέσως
την τιμωρία αυτή, το θάνατο, όσοι
θέλουν να βγαίνουν έξω από το νόμο·
κι έτσι δε θα ᾽τανε πολλοί οι κακούργοι.]

ΧΟΡ. Ω σπέρμα του Ατρέα, μετά πόσα δεινά
τ᾽ αξιώθηκες τέλος να δεις λευτεριά
1510με την τώρα σου ορμή στεριωμένο!