Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἠλέκτρα (947-991)


ΗΛ. ἄκουε δή νυν ᾗ βεβούλευμαι τελεῖν.
παρουσίαν μὲν οἶσθα καὶ σύ που φίλων
ὡς οὔτις ἡμῖν ἐστιν, ἀλλ᾽ Ἅιδης λαβὼν
950ἀπεστέρηκε καὶ μόνα λελείμμεθον.
ἐγὼ δ᾽, ἕως μὲν τὸν κασίγνητον βίῳ
θάλλοντ᾽ ἔτ᾽ εἰσήκουον, εἶχον ἐλπίδας
φόνου ποτ᾽ αὐτὸν πράκτορ᾽ ἵξεσθαι πατρός·
νῦν δ᾽ ἡνίκ᾽ οὐκέτ᾽ ἔστιν, ἐς σὲ δὴ βλέπω,
955ὅπως τὸν αὐτόχειρα πατρῴου φόνου
ξὺν τῇδ᾽ ἀδελφῇ μὴ κατοκνήσεις κτανεῖν
Αἴγισθον· οὐδὲν γάρ σε δεῖ κρύπτειν μ᾽ ἔτι.
ποῖ γὰρ μενεῖς ῥᾴθυμος, ἐς τίν᾽ ἐλπίδων
βλέψασ᾽ ἔτ᾽ ὀρθήν; ᾗ πάρεστι μὲν στένειν
960πλούτου πατρῴου κτῆσιν ἐστερημένῃ,;
πάρεστι δ᾽ ἀλγεῖν ἐς τοσόνδε τοῦ χρόνου
ἄλεκτρα γηράσκουσαν ἀνυμέναιά τε.
καὶ τῶνδε μέντοι μηκέτ᾽ ἐλπίσῃς ὅπως
τεύξῃ ποτ᾽· οὐ γὰρ ὧδ᾽ ἄβουλός ἐστ᾽ ἀνὴρ
965Αἴγισθος ὥστε σόν ποτ᾽ ἢ κἀμὸν γένος
βλαστεῖν ἐᾶσαι, πημονὴν αὑτῷ σαφῆ.
ἀλλ᾽ ἢν ἐπίσπῃ τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασιν,
πρῶτον μὲν εὐσέβειαν ἐκ πατρὸς κάτω
θανόντος οἴσῃ τοῦ κασιγνήτου θ᾽ ἅμα·
970ἔπειτα δ᾽, ὥσπερ ἐξέφυς, ἐλευθέρα
καλῇ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων
τεύξῃ· φιλεῖ γὰρ πρὸς τὰ χρηστὰ πᾶς ὁρᾶν.
λόγῳ γε μὴν εὔκλειαν οὐχ ὁρᾷς ὅσην
σαυτῇ τε κἀμοὶ προσβαλεῖς πεισθεῖσ᾽ ἐμοί;
975τίς γάρ ποτ᾽ ἀστῶν ἢ ξένων ἡμᾶς ἰδὼν
τοιοῖσδ᾽ ἐπαίνοις οὐχὶ δεξιώσεται,
ἴδεσθε τώδε τὼ κασιγνήτω, φίλοι,
ὣ τὸν πατρῷον οἶκον ἐξεσωσάτην,
ὣ τοῖσιν ἐχθροῖς εὖ βεβηκόσιν ποτὲ
980ψυχῆς ἀφειδήσαντε προυστήτην φόνου.
τούτω φιλεῖν χρή, τώδε χρὴ πάντας σέβειν·
τώδ᾽ ἔν θ᾽ ἑορταῖς ἔν τε πανδήμῳ πόλει
τιμᾶν ἅπαντας οὕνεκ᾽ ἀνδρείας χρεών.
τοιαῦτά τοι νὼ πᾶς τις ἐξερεῖ βροτῶν,
985ζώσαιν θανούσαιν θ᾽ ὥστε μὴ ᾽κλιπεῖν κλέος.
ἀλλ᾽, ὦ φίλη, πείσθητι, συμπόνει πατρί,
σύγκαμν᾽ ἀδελφῷ, παῦσον ἐκ κακῶν ἐμέ,
παῦσον δὲ σαυτήν, τοῦτο γιγνώσκουσ᾽, ὅτι
ζῆν αἰσχρὸν αἰσχρῶς τοῖς καλῶς πεφυκόσιν.
990ΧΟ. ἐν τοῖς τοιούτοις ἐστὶν ἡ προμηθία
καὶ τῷ λέγοντι καὶ κλύοντι σύμμαχος.


ΗΛΕ. Άκου λοιπόν ποιά απόφαση έχω πάρει:
Κανείς απ᾽ τους δικούς μας —το γνωρίζεις
καλά και συ— δεν έχει πια μάς μείνει,
μα ο Άδης μάς τους άρπαξε, και μόνες
950οι δυο μας απομείναμε στον κόσμο.
Εγώ όσο ακόμη μάθαινα πως ζούσε
και τράνευε ο αδερφός μας, είχα ελπίδες
να ᾽ρθει μια μέρα και να πάρει πίσω
του πατέρα μας το αίμα· μα αφού τώρα
πια δεν υπάρχει, στρέφομαι σε σένα:
τον κακούργο τον Αίγιστο, που το αίμα
του πατέρα μας έχυσε, μ᾽ αυτή σου
την αδερφή μαζί, να μη διστάσεις
να τον σκοτώσεις, γιατί πια δεν πρέπει
τίποτα να σου κρύβω· ως πότε ακόμη
θα κάθεσαι με χέρια σταυρωμένα;
ποιά ελπίδα μας ορθή βλέπεις ακόμη;
εσύ, που τίποτ᾽ άλλο δε σου μένει
960παρά να κλαις τα πατρικά σου πλούτη
που τα ᾽χασες, παρά, χρόνο με χρόνο,
να γερνάς μες στα βάσανα και δίχως
του γάμου τις χαρές να δοκιμάσεις·
και μην ποτέ σου ελπίσεις τέτοιο πράμα,
γιατί δεν είναι τόσο ανόητος
άνθρωπος ο Αίγιστος, που να επιτρέψει
ποτέ γενιά από σένα να βλαστήσει
κι από μένα, βέβαιος όλεθρός του.
Αλλ᾽ αν τις συμβουλές μου ακολουθήσεις,
πρώτα για την ευσέβειά σου θα ᾽χεις
άξιο το μισθό σου στη γη κάτω
κι απ᾽ τον πατέρα κι απ᾽ τον αδερφό μας,
κι έπειτα ελεύθερη θα γίνεις πάλι
970καθώς ήσουν κι εκ γενετής, και γάμο
θα κάμεις να σου αξίζει, γιατί πάντα
στην αρετή αγαπούν να στρέφουν όλοι
τα μάτια τους· μα και δε βλέπεις πόση
φήμη και δόξα θ᾽ αποχτήσεις κι η ίδια
κι εγώ μαζί, αν θελήσεις να μ᾽ ακούσεις;
Γιατί ποιός συμπολίτης ή ποιός ξένος
δε θα μας υποδέχεται με τέτοιους
επαίνους σα μας βλέπει; «Δείτε, φίλοι,
τις δυο αδερφές που γλίτωσαν το σπίτι
το πατρικό τους και που τους εχθρούς των,
όσο γερά στα πόδια τους κι αν στέκαν,
980κατόρθωσαν, τη ζωή των αψηφώντας,
να τους σκοτώσουν· πώς λοιπόν δεν πρέπει
και ν᾽ αγαπούν και να τις σέβονται όλοι
κι όλοι να τις τιμούν στα πανηγύρια
και τις γιορτές για την παλληκαριά των;»
Τέτοια θα λέει για μας όλος ο κόσμος
κι η δόξα μας ποτέ κι όσο που ζούμε
κι αφού πεθάνομε δε θα μας λείψει.
Πείσου, αδερφή, κι έλα να βοηθήσεις
τον πατέρα σου κι έλα να συντρέξεις
τον αδερφό σου, σώσε απ᾽ τα δεινά μου
και μένα, σώσε και τον εαυτό σου,
αφού στο νου σου βάλεις τί αίσχος είναι
η αισχρή ζωή σε ανθρώπους της σειράς μας.
990ΧΟΡ. Στα τέτοια η επιφύλαξη ωφελεί
και κείνον που ομιλεί κι αυτόν που ακούει.