Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (1163-1184)


ΧΟ. ἔσται μεγάλης ἔριδός τις ἀγών.
ἀλλ᾽ ὡς δύνασαι, Τεῦκρε, ταχύνας
1165σπεῦσον κοίλην κάπετόν τιν᾽ ἰδεῖν
τῷδ᾽, ἔνθα βροτοῖς τὸν ἀείμνηστον
τάφον εὐρώεντα καθέξει.
ΤΕΥ. καὶ μὴν ἐς αὐτὸν καιρὸν οἵδε πλησίοι
πάρεισιν ἀνδρὸς τοῦδε παῖς τε καὶ γυνή,
1170τάφον περιστελοῦντε δυστήνου νεκροῦ.
ὦ παῖ, πρόσελθε δεῦρο, καὶ σταθεὶς πέλας
ἱκέτης ἔφαψαι πατρός, ὅς σ᾽ ἐγείνατο.
θάκει δὲ προστρόπαιος ἐν χεροῖν ἔχων
κόμας ἐμὰς καὶ τῆσδε καὶ σαυτοῦ τρίτου,
1175ἱκτήριον θησαυρόν. εἰ δέ τις στρατοῦ
βίᾳ σ᾽ ἀποσπάσειε τοῦδε τοῦ νεκροῦ,
κακὸς κακῶς ἄθαπτος ἐκπέσοι χθονός,
γένους ἅπαντος ῥίζαν ἐξημημένος,
αὕτως ὅπωσπερ τόνδ᾽ ἐγὼ τέμνω πλόκον.
1180ἔχ᾽ αὐτόν, ὦ παῖ, καὶ φύλασσε, μηδέ σε
κινησάτω τις, ἀλλὰ προσπεσὼν ἔχου.
ὑμεῖς τε μὴ γυναῖκες ἀντ᾽ ἀνδρῶν πέλας
παρέστατ᾽, ἀλλ᾽ ἀρήγετ᾽, ἔστ᾽ ἐγὼ μόλω
τάφου μεληθεὶς τῷδε, κἂν μηδεὶς ἐᾷ.


ΧΟ. Φτάνει όπου να ᾽ναι η ώρα μεγάλης διαμάχης,
γι᾽ αυτό, όσο γίνεται πιο γρήγορα, άνοιξε βήμα, Τεύκρο,
ψάξε γι᾽ αυτόν τάφρο βαθύ, όπου, στο σκοτεινό του
κοίλωμα, τον τάφο του αυτός θα βρει,
να τον θυμούνται όλοι.
ΤΕΥ. Μα νά, στην ώρα φτάνουν ο γιος του κι η γυναίκα του,
1170για να φροντίσουν την ταφή του δύσμοιρου νεκρού.
Πλησίασε, αγόρι μου, στάσου κοντά, ακούμπησε
ικετεύοντας το σώμα του πατέρα που σ᾽ έφερε στον κόσμο.
Γονάτισε προσπέφτοντας, στα χέρια σου κρατώντας
τρεις πλεξούδες· τη δική μου, αυτής εδώ και τη δική σου
—της ικεσίας θησαυρό. Κι αν κάποιος του στρατού τολμήσει
να σ᾽ αποσπάσει βίαια απ᾽ τον νεκρό πατέρα σου,
κακήν κακώς άταφος να ξεπέσει, έξω από την πατρίδα του,
κι όλη η γενιά του σύρριζα να κοπεί, έτσι όπως κόβω τώρα
εγώ αυτή μου την πλεξούδα.
1180Πάρ᾽ την, παιδί μου, κράτα την γερά, κανείς
να μην σε ξεκουνήσει, σκύψε και μείνε εκεί.
Κι εσείς παρασταθείτε, σαν άντρες, όχι σαν γυναίκες,
υπερασπιστές του, ωσότου εγώ ξαναγυρίσω,
εξασφαλίζοντας πρώτα τον τάφο του, όποιος
κι αν πάει να μ᾽ εμποδίσει.


ΧΟΡ. Θα ᾽ρθει αγώνας κι αμάχη μεγάλη.
Μα όσο μπορείς, κάνε γρήγορα, Τεύκρο,
για να βρεις κάποιον λάκκο γι᾽ αυτόν
και να γίνει ο τρισκότεινος τάφος του
που οι θνητοί θα θυμούνται για πάντα.

(Μπαίνει η Τέκμησσα με το παιδί)
ΤΕΥ. Μα νά, πάνω στην ώρα που ζυγώνουν
του δύστυχου νεκρού γιος και γυναίκα,
1170για να ετοιμάσουν την ταφή του. Έλα,
παιδί μου, εδώ και πιάσε του γονιού σου
το σώμα σαν ικέτης. Σιμά κάτσε
βαστώντας τα μαλλιά μου, τα δικά της
και τα δικά σου, θησαυρό ικεσίας.
Κι αν απ᾽ το στράτευμα πασκίσει κάποιος
με βία απ᾽ το νεκρό να σε τραβήξει,
φριχτά ν᾽ αφανιστεί και ν᾽ απομείνει
άταφος μακριά από την πατρίδα
και να χαθεί όλη σύρριζα η γενιά του,
έτσι όπως κόβω την πλεξούδα ετούτη.
1180Πάρ ᾽την, παιδί μου, κράτα την· κανένας
μη σε κουνήσει από δω πέρα, μόνο
γονάτισε ακουμπώντας το κουφάρι.
Κι εσείς σαν άντρες κι όχι σα γυναίκες
να στέκεστε κοντά· να βοηθάτε
ως να γυρίσω, αφού ετοιμάσω τάφο
γι᾽ αυτόν εδώ κι ας μ᾽ εμποδίζουν όλοι.
(Ο Τεύκρος φεύγει)


ΧΟΡ. Θα χτυπηθείτε δυνατά. Μόν᾽ κοίτα τώρα, Τεύκρο,
όσο μπορείς πιο γλήγορα νά ᾽βρεις κανένα μέρος
βαθουλωτό για τάφο του, αυτόνε να τον θάψεις.
ΤΕΥ. Στην ώρα απάνω έρχονται η γυναίκα του κι ο γιος του
1170του δύστυχου αυτού νεκρού, τον τάφο να στολίσουν.
Έλα, παιδί μου, εδώ κοντά, και λυπημένα στάσου
και πιάσε τον πατέρα σου που σ᾽ έχει καμωμένο.
Κάθισε παρακαλετά, στα δυο σου χέρια κράτα
και τα δικά μου τα μαλλιά κι αυτής και τα δικά σου
σαν θησαυρό παράκλησης. Κι απ᾽ τον στρατό κανένας,
με ζόρι αν έρθει απ᾽ τον νεκρό αυτόν να σε τραβήξει,
πάντα η γης να τον ξερνά και όλο του το γένος
σύρριζα να ξεκληριστεί έτσι σαν τα μαλλιά μου
αυτά που ξεριζώνω τα. Αυτόν, παιδί μου, κράτα
1180καλά και φύλα τον, κανείς εσένα ας μη κοτήσει,
μόν᾽ απ᾽ αυτόν να κρατηθείς πέφτοντας πάνωθέ του.
Και σεις εδώ μη στέκεστε οι άντρες σα γυναίκες,
βοηθάτε, χέρι δώσετε, ωσότου πάω για τάφο
να τον φροντίσω κι αν κανείς δεν θέλει να τον θάψω.