Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (36-90)


ΑΘ. ἔγνων, Ὀδυσσεῦ, καὶ πάλαι φύλαξ ἔβην
τῇ σῇ πρόθυμος εἰς ὁδὸν κυναγίᾳ.
ΟΔ. ἦ καί, φίλη δέσποινα, πρὸς καιρὸν πονῶ;
ΑΘ. ὡς ἔστιν ἀνδρὸς τοῦδε τἄργα ταῦτά σοι.
40ΟΔ. καὶ πρὸς τί δυσλόγιστον ὧδ᾽ ᾖξεν χέρα;
ΑΘ. χόλῳ βαρυνθεὶς τῶν Ἀχιλλείων ὅπλων.
ΟΔ. τί δῆτα ποίμναις τήνδ᾽ ἐπεμπίπτει βάσιν;
ΑΘ. δοκῶν ἐν ὑμῖν χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ.
ΟΔ. ἦ καὶ τὸ βούλευμ᾽ ὡς ἐπ᾽ Ἀργείοις τόδ᾽ ἦν;
45ΑΘ. κἂν ἐξέπραξεν, εἰ κατημέλησ᾽ ἐγώ.
ΟΔ. ποίαισι τόλμαις ταῖσδε καὶ φρενῶν θράσει;
ΑΘ. νύκτωρ ἐφ᾽ ὑμᾶς δόλιος ὁρμᾶται μόνος.
ΟΔ. ἦ καὶ παρέστη κἀπὶ τέρμ᾽ ἀφίκετο;
ΑΘ. καὶ δὴ ᾽πὶ δισσαῖς ἦν στρατηγίσιν πύλαις.
50ΟΔ. καὶ πῶς ἐπέσχε χεῖρα μαιμῶσαν φόνου;
ΑΘ. ἐγώ σφ᾽ ἀπείργω, δυσφόρους ἐπ᾽ ὄμμασι
γνώμας βαλοῦσα, τῆς ἀνηκέστου χαρᾶς,
καὶ πρός τε ποίμνας ἐκτρέπω σύμμικτά τε
λείας ἄδαστα βουκόλων φρουρήματα·
55ἔνθ᾽ ἐσπεσὼν ἔκειρε πολύκερων φόνον
κύκλῳ ῥαχίζων, κἀδόκει μὲν ἔσθ᾽ ὅτε
δισσοὺς Ἀτρείδας αὐτόχειρ κτείνειν ἔχων,
ὅτ᾽ ἄλλοτ᾽ ἄλλον ἐμπίτνων στρατηλατῶν.
ἐγὼ δὲ φοιτῶντ᾽ ἄνδρα μανιάσιν νόσοις
60ὤτρυνον, εἰσέβαλλον εἰς ἕρκη κακά.
κἄπειτ᾽ ἐπειδὴ τοῦδ᾽ ἐλώφησεν φόνου,
τοὺς ζῶντας αὖ δεσμοῖσι συνδήσας βοῶν
ποίμνας τε πάσας ἐς δόμους κομίζεται,
ὡς ἄνδρας, οὐχ ὡς εὔκερων ἄγραν ἔχων.
65καὶ νῦν κατ᾽ οἴκους συνδέτους αἰκίζεται.
δείξω δὲ καὶ σοὶ τήνδε περιφανῆ νόσον,
ὡς πᾶσιν Ἀργείοισιν εἰσιδὼν θροῇς.
θαρσῶν δὲ μίμνε μηδὲ συμφορὰν δέχου
τὸν ἄνδρ᾽· ἐγὼ γὰρ ὀμμάτων ἀποστρόφους
70αὐγὰς ἀπείρξω σὴν πρόσοψιν εἰσιδεῖν.
οὗτος, σὲ τὸν τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας
δεσμοῖς ἀπευθύνοντα προσμολεῖν καλῶ·
Αἴαντα φωνῶ· στεῖχε δωμάτων πάρος.
ΟΔ. τί δρᾷς, Ἀθάνα; μηδαμῶς σφ᾽ ἔξω κάλει.
75ΑΘ. οὐ σῖγ᾽ ἀνέξῃ μηδὲ δειλίαν ἀρῇ;
ΟΔ. μὴ πρὸς θεῶν· ἀλλ᾽ ἔνδον ἀρκείτω μένων.
ΑΘ. τί μὴ γένηται; πρόσθεν οὐκ ἀνὴρ ὅδ᾽ ἦν;
ΟΔ. ἐχθρός γε τῷδε τἀνδρὶ καὶ τανῦν ἔτι.
ΑΘ. οὔκουν γέλως ἥδιστος εἰς ἐχθροὺς γελᾶν;
80ΟΔ. ἐμοὶ μὲν ἀρκεῖ τοῦτον ἐν δόμοις μένειν.
ΑΘ. μεμηνότ᾽ ἄνδρα περιφανῶς ὀκνεῖς ἰδεῖν;
ΟΔ. φρονοῦντα γάρ νιν οὐκ ἂν ἐξέστην ὄκνῳ.
ΑΘ. ἀλλ᾽ οὐδὲ νῦν σε μὴ παρόντ᾽ ἴδῃ πέλας.
ΟΔ. πῶς, εἴπερ ὀφθαλμοῖς γε τοῖς αὐτοῖς ὁρᾷ;
85ΑΘ. ἐγὼ σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα.
ΟΔ. γένοιτο μέντἂν πᾶν θεοῦ τεχνωμένου.
ΑΘ. σίγα νυν ἑστὼς καὶ μέν᾽ ὡς κυρεῖς ἔχων.
ΟΔ. μένοιμ᾽ ἄν· ἤθελον δ᾽ ἂν ἐκτὸς ὢν τυχεῖν.
ΑΘ. ὦ οὗτος, Αἶας, δεύτερόν σε προσκαλῶ.
90τί βαιὸν οὕτως ἐντρέπῃ τῆς συμμάχου;


ΑΘ. Το ξέρω, Οδυσσέα, κι είμαι από ώρα εδώ,
πρόθυμος οδηγός σου στο κυνήγι.
ΟΔ. Πες τώρα εσύ, δέσποινα της καρδιάς μου·
πάει ο κόπος μου χαμένος;
ΑΘ. Σίγουρα όχι, πέτυχες πράγματι τον ένοχο
αυτής της πράξης.
40ΟΔ. Ποιός λόγος όμως κίνησε τόσο παράλογα το χέρι του;
ΑΘ. Τον θόλωσε η εκδίκηση για του Αχιλλέα τα όπλα.
ΟΔ. Και τί τον έκανε να πέσει πάνω στα κοπάδια;
ΑΘ. Η ιδέα του πως βάφει στο αίμα σας το χέρι του.
ΟΔ. Κι ήταν αυτή η φονική επίθεση για τους Αργίτες;
ΑΘ. Που θα την έφερνε σε πέρας, αν αμελούσα εγώ.
ΟΔ. Πού βρήκε όμως τόση τόλμη για μιαν απόφαση παράτολμη;
ΑΘ. Όρμησε μόνος μες στη νύχτα με δόλο καταπάνω σας.
ΟΔ. Πράγματι κόντεψε στον τελικό του στόχο;
ΑΘ. Δίδυμες πύλες άγγιξε των δύο στρατηγών.
50ΟΔ. Και πώς συγκράτησε το χέρι του που λιμπιζόταν αίμα;
ΑΘ. Εγώ του βγήκα εμπόδιο, με παραισθήσεις ξέφρενης
παραφοράς σκοτίζοντας τα μάτια του,
και τον παρέσυρα προς τα κοπάδια, λεία ακόμη αμοίραστη
κι ανάκατη, που οι βοσκοί τη φύλαγαν.
Χύθηκε τότε πάνω τους κι έκανε θραύση, σφάζοντας
κεφάλια κερασφόρα ολόγυρα, τη μια νομίζοντας
ότι πετσόκοβε τους δυο Ατρείδες με τα χέρια του,
την άλλη πως μακέλευε κανέναν άλλον στρατηγό.
Στο πλάι εγώ, παρόξυνα τη φονική μανία του,
60βαθύτερα μέσα να πέσει στη σκοτεινή παγίδα.
Μετά, όταν χόρτασε μ᾽ αυτό το μακελειό,
όσα απ᾽ τα βόδια είχαν μείνει ζωντανά, τα δένει
μεταξύ τους, κι ευθύς, με τ᾽ άλλο ποίμνιο μαζί,
τα μπάζει στη σκηνή, σάμπως να είχε αιχμαλωτίσει
άντρες, όχι κοπάδι κερασφόρο.
Εκεί, δεμένα πια, τώρα τα βασανίζει.
Θα σου τη δείξω εγώ την ξέφρενη παραφορά του,
κι αφού τη δουν τα μάτια σου, μετά τη φανερώνεις
σ᾽ όλους τους Αργίτες.
Θάρρος προς το παρόν, μείνε εδώ, και μη σε πιάνει
πανικός, νομίζοντας πως θα σε βλάψει.
Αναλαμβάνω εγώ το βλέμμα του να διαστρέψω,
70να μην μπορεί να δει το πρόσωπό σου.
—Εσένα, εσένα προσκαλώ, που με σχοινιά πιστάγκωνα
των αιχμαλώτων έδεσες τα χέρια· με τ᾽ όνομά σου,
Αίαντα, σε προσφωνώ να ᾽ρθεις· βγες έξω
από το στέκι σου, μπροστά προχώρησε.
ΟΔ. Τί πας να κάνεις, Αθηνά! Μην τον φωνάζεις έξω.
ΑΘ. Σταμάτα, μη μιλάς, μη δείχνεσαι δειλός.
ΟΔ. Όχι, για τον θεό· μέσα καλύτερα να μείνει.
ΑΘ. Μα τί φοβάσαι πως θα γίνει· δεν ήταν άνθρωπος κι αυτός;
ΟΔ. Υπήρξε εχθρός, και παραμένει εχθρός.
ΑΘ. Και δεν σου φέρνει τώρα απόλαυση ο περίγελός του;
80ΟΔ. Μου φτάνει να τον ξέρω μέσα στη σκηνή του.
ΑΘ. Διστάζεις μήπως ν᾽ αντικρίσεις έναν παράφορο τρελό;
ΟΔ. Αν ήταν στα καλά του, σίγουρα δεν θα δίσταζα.
ΑΘ. Τώρα ωστόσο, ας είσαι πλάι του, τα μάτια του
δεν θα σε δουν.
ΟΔ. Πώς είναι όμως δυνατό, όσο έχει ακόμη ανοιχτά
τα βλέφαρά του ;
ΑΘ. Εγώ κι ολάνοιχτα θα τ᾽ αμαυρώσω.
ΟΔ. Φαίνεται όλα γίνονται, όταν στη μέση μπαίνει ένας θεός.
ΑΘ. Σώπασε τώρα, μείνε ακίνητος.
ΟΔ. Εντάξει μένω· θα προτιμούσα όμως να ᾽μαι εκτός.
ΑΘ. Αίαντα, δεύτερη φορά εσένα προσφωνώ·
90τόσο λοιπόν δεν καταδέχεσαι τη σύμμαχό σου;


ΑΘΗ. Το ξέρω κι ώρα στέκω εδώ, Οδυσσέα,
πρόθυμος βοηθός σου στο κυνήγι.
ΟΔΥ. Σωστά, καλή μου δέσποινα, κοπιάζω;
ΑΘΗ. Ναι, γιατί εκείνος τα ᾽χει πράξει ετούτα.
40ΟΔΥ. Και για ποιό λόγο έτσι τρελό σήκωσε χέρι;
ΑΘΗ. Τον θόλωσε ο θυμός για τα όπλα του Αχιλλέα.
ΟΔΥ. Γιατί ξέσπασε απάνω στα κοπάδια;
ΑΘΗ. Θαρρούσε πως εσάς σκοτώνει.
ΟΔΥ. Η απόφασή του αυτή για τους Αργίτες;
ΑΘΗ. Και θα την είχε κάνει πράξη, εγώ αν δεν ήμουν.
ΟΔΥ. Με ποιάν αποκοτιά και τρελό θράσος;
ΑΘΗ. Μονάχος κίνησε για σας κλεφτά τη νύχτα.
ΟΔΥ. Ζύγωσε τάχα κι έφτασε στο τέρμα;
ΑΘΗ. Ήταν μπροστά στων δυο αρχηγών τις πόρτες
50ΟΔΥ. Πώς κράτησε απ᾽ το φόνο τ᾽ άγριο χέρι;
ΑΘΗ. Τον εμπόδισα εγώ, στα θολά μάτια
βαριές απλώνοντάς του φαντασίες
αγιάτρευτης χαράς και στα κοπάδια
τον στρέφω και τα βόδια, που απ᾽ το κούρσος
ανάκατα κι αμοίραστα οι βοσκοί φυλάγαν·
με λύσσα ρίχνεται σ᾽ αυτά κι αρχίζει
μια πολυκέρατη σφαγή με το σπαθί του
τρόγυρα μακελεύοντας, θαρρώντας
πότε πως είχε σφάξει τους Ατρείδες,
πότε απ᾽ τους στρατηγούς κανέναν άλλον
πέφτοντας πάνω του. Κι εγώ τον άντρα
που ᾽χε σαλέψει ο νους του απ᾽ τη μανία,
60τον κέντριζα, τον βύθιζα σε μαύρες
παγίδες χαλασμού. Κι όταν κατόπι
λούφαξε ο φονικός του μόχθος, όσα βόδια
ζωντανά μέναν, με σκοινιά τα δένει
κι ολάκερο κοπάδι κουβαλάει
στις σκηνές, σα να ήταν άντρες κι όχι
ζώα με κέρατα, κυνήγι· τώρα
μέσα τα τυραννάει σφιχτοδεμένα.
Μα θα σου δείξω καθαρά την τρέλα τούτη,
για να τη δεις και σ᾽ όλους τους Αργείους
να την εξιστορήσεις. Έχε θάρρος,
στάσου και μη φοβάσαι πως θα πάθεις
κακό, γιατί στα μάτια του θ᾽ αλλάξω
70την όραση και θα τον εμποδίσω
να βλέπει τη θωριά σου. Έε! που δένεις
πισθάγκωνα των αιχμαλώτων σου τα χέρια,
φωνάζω εδώ να ᾽ρθεις, εσένα κράζω
τον Αίαντα· βγες έξω απ᾽ τη σκηνή σου.
ΟΔΥ. Τί κάνεις Αθηνά; Μην τον φωνάζεις.
ΑΘΗ. Δε θα σωπάσεις, μη σε πούνε φοβητσιάρη;
ΟΔΥ. Για τους θεούς, καλά είναι κι εκεί μέσα.
ΑΘΗ. Για να μη γίνει τί; Και πριν δεν ήταν ο ίδιος;
ΟΔΥ. Εχθρός μου, μα και τώρα ακόμη εχθρός μου.
ΑΘΗ. Τί πιο γλυκό αν γελάς με τους εχθρούς σου;
80ΟΔΥ. Όμως μου φτάνει αυτός να μένει μέσα.
ΑΘΗ. Έναν τρελό φοβάσαι ν᾽ αντικρίσεις;
ΟΔΥ. Δε θα φοβόμουν, στα καλά του αν ήταν.
ΑΘΗ. Δε θα σε δει, κι ας βρίσκεσαι κοντά του.
ΟΔΥ. Μα πώς; Με τα ίδια μάτια δε θα βλέπει;
ΑΘΗ. Κι ανοιχτά να ᾽ναι, εγώ θα τα θολώσω.
ΟΔΥ. Ό,τι ο θεός μηχανευτεί, μπορεί να γίνει.
ΑΘΗ. Σώπα λοιπόν και στάσου, καθώς είσαι.
ΟΔΥ. Θα μείνω· όμως ας βρίσκομουν αλάργα.
ΑΘΗ. Αίαντα εσύ, ξανά σου κράζω· τόσο
90λίγο τη σύμμαχό σου λογαριάζεις;
(Βγαίνει από τη σκηνή του ο Αίαντας)


ΑΘΗ. Δυσσέα, τα κατάλαβα κι εδώ πολληώρα ήρθα
πρόθυμος φύλακας εγώ σ᾽ αυτό σου το κυνήγι.
ΟΔΥ. Καλή κυρά, λες άδικα τον κόπο μου να χάνω;
ΑΘΗ. Όχι, γιατί τα έργατα αυτού του ανθρώπου είναι.
40ΟΔΥ. Μα, έτσι αστόχαστα, γιατί το σήκωσε το χέρι;
ΑΘΗ. Γιατί τον πλάκωσε ο θυμός για τ᾽ Αχιλλέα τα όπλα.
ΟΔΥ. Και τάχα πώς στα ζωντανά χύθηκε απάνω έτσι;
ΑΘΗ. Θαρρούσε με το αίμα σας τα χέρια του πως βάφει.
ΟΔΥ. Και ο στοχασμός του πήγαινεν ενάντια στους Αργίτες;
ΑΘΗ. Πέρα θα το ᾽βγαζε, αν εγώ παραμελούσα λίγο.
ΟΔΥ. Πώς του βαστούσεν η καρδιά, κι αυτού πώς πήε ο νους του;
ΑΘΗ. Τη νύχτα κατεπάνω σας, κλεφτά, μονάχος πέφτει.
ΟΔΥ. Τάχα μας κοντοζύγωσε κι έφτασ᾽ εδώ στην άκρη;
ΑΘΗ. Τί λες; στων δυο των στρατηγών τις πόρτες είχε φτάσει.
50ΟΔΥ. Και πώς το χέρι εκράτησε το φονοδιψασμένο;
ΑΘΗ. Εγώ τον εσταμάτησα απ᾽ την αποθυμιά του,
με κάποιες πλάνες ψεύτικες που του ᾽ριξα στα μάτια,
κι έσυρά τον στα πρόβατα που με τα βόδια ήταν
ανάκατα, όλα λάφυρα κι αμοίραγα ως τότες.
Κι εκεί σαν έπεσ᾽ έκοβε άσπλαχνα ολόγυρά του
χτυπώντας τα κατάραχα, και πότε αυτός θαρρούσε
πως κόβει με τα χέρια του τους δυο μαζί Ατρείδες,
πότε απ᾽ τους άλλους στρατηγούς χιμώντας κάποιον πάλε.
Κι αυτόν εγώ, σα χύνονταν με φοβερή μανία,
60τον έσπρωχνα και στις πυκνές τον έριχνα τις φράχτες.
Και πλια όντας λούφαξε απ᾽ τον πολύ τον κόπο,
μαζί τα δένει με σκοινιά τα βόδια που γλιτώσαν
καθώς και τ᾽ άλλα ζωντανά, και στο καλύβι σέρνει τα
σαν άντρες, και με κέρατα κυνήγι ως να μην ήταν,
κι έτσι δεμένα όλα μαζί τα ᾽δερνε στο καλύβι.
Τη φοβερή του αρρώστια αυτή θα σου τη φανερώσω,
για να τη μάθουν όλοι τους οι Αργίτες από σένα.
Στέκα άφοβος, τον άνθρωπον αυτόν μη τον φοβάσαι·
γιατί απ᾽ τα μάτια σου το φως αλλού θα το γυρίσω
70να μη σε ιδεί στο πρόσωπο. Ε, σύ, που σφιχτοδένεις
τους σκλάβους σου πιστάγκωνα, εδώ σε κράζω νά ᾽ρθεις·
τον Αία λέω· έβγα εδώ απ᾽ το καλύβι μέσα.
ΟΔΥ. Αυτού τί κάνεις, Αθηνά; μη τον φωνάζεις όξω.
ΑΘΗ. Δεν θα σωπάσεις; μη δειλός φανερωθείς πως είσαι.
ΟΔΥ. Όχι, για όνομα θεού, φτάνει από μέσα να ᾽ναι.
ΑΘΗ. Μα τί φοβάσαι; άνθρωπος πρωτύτερα δεν ήταν;
ΟΔΥ. Κι οχτρός του πάντα ήμουνα, κι ως τώρα ακόμα είμαι.
ΑΘΗ. Όμορφο πάντα να γελάς με τους οχτρούς δεν είναι;
80ΟΔΥ. Εγώ ποθούσα πλιότερο να μένει στο καλύβι.
ΑΘΗ. Φοβάσαι με τ᾽ αλήθεια σου τρελό άνθρωπο να βλέπεις;
ΟΔΥ. Μα δεν θα τον φοβούμουνα αν ήταν στα σωστά του.
ΑΘΗ. Όμως δεν θα σε στοχαστεί, εδώ κοντά κι αν είσαι.
ΟΔΥ. Γιατί όχι, ή με τα μάτια του βλέπει καθώς και πρώτα;
ΑΘΗ. Θα του σκοτίσω εγώ το φως να μη σε βλέπει διόλου.
ΟΔΥ. Σαν ο θεός τ᾽ αποθυμά, όλα μπορεί να γένουν.
ΑΘΗ. Μη βγάλεις τώρα πλια μιλιά και στάσου αυτού που στέκεις.
ΟΔΥ. Θα μείνω, αν και να βρίσκουμαι μακριά απ᾽ εδώ ποθούσα.
ΑΘΗ. Ω συ, Αία, δεύτερη φορά σε κράζω τώρα πάλε.
90Γιατί τον παραστάτη σου κάνεις πως δεν γνωρίζεις;