Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (1-35)


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΑΘΗΝΑ
Ἀεὶ μέν, ὦ παῖ Λαρτίου, δέδορκά σε
πεῖράν τιν᾽ ἐχθρῶν ἁρπάσαι θηρώμενον·
καὶ νῦν ἐπὶ σκηναῖς σε ναυτικαῖς ὁρῶ
Αἴαντος, ἔνθα τάξιν ἐσχάτην ἔχει,
5πάλαι κυνηγετοῦντα καὶ μετρούμενον
ἴχνη τὰ κείνου νεοχάραχθ᾽, ὅπως ἴδῃς
εἴτ᾽ ἔνδον εἴτ᾽ οὐκ ἔνδον. εὖ δέ σ᾽ ἐκφέρει
κυνὸς Λακαίνης ὥς τις εὔρινος βάσις.
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα
10στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους.
καί σ᾽ οὐδὲν εἴσω τῆσδε παπταίνειν πύλης
ἔτ᾽ ἔργον ἐστίν, ἐννέπειν δ᾽ ὅτου χάριν
σπουδὴν ἔθου τήνδ᾽, ὡς παρ᾽ εἰδυίας μάθῃς.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
ὦ φθέγμ᾽ Ἀθάνας, φιλτάτης ἐμοὶ θεῶν,
15ὡς εὐμαθές σου, κἂν ἄποπτος ᾖς ὅμως,
φώνημ᾽ ἀκούω καὶ ξυναρπάζω φρενὶ
χαλκοστόμου κώδωνος ὡς Τυρσηνικῆς.
καὶ νῦν ἐπέγνως εὖ μ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ δυσμενεῖ
βάσιν κυκλοῦντ᾽, Αἴαντι τῷ σακεσφόρῳ.
20κεῖνον γάρ, οὐδέν᾽ ἄλλον, ἰχνεύω πάλαι.
νυκτὸς γὰρ ἡμᾶς τῆσδε πρᾶγος ἄσκοπον
ἔχει περάνας, εἴπερ εἴργασται τάδε·
ἴσμεν γὰρ οὐδὲν τρανές, ἀλλ᾽ ἀλώμεθα·
κἀγὼ ᾽θελοντὴς τῷδ᾽ ὑπεζύγην πόνῳ.
25ἐφθαρμένας γὰρ ἀρτίως εὑρίσκομεν
λείας ἁπάσας καὶ κατηναρισμένας
ἐκ χειρὸς αὐτοῖς ποιμνίων ἐπιστάταις.
τήνδ᾽ οὖν ἐκείνῳ πᾶς τις αἰτίαν νέμει.
καί μοί τις ὀπτὴρ αὐτὸν εἰσιδὼν μόνον
30πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει
φράζει τε κἀδήλωσεν· εὐθέως δ᾽ ἐγὼ
κατ᾽ ἴχνος ᾄσσω, καὶ τὰ μὲν σημαίνομαι,
τὰ δ᾽ ἐκπέπληγμαι, κοὐκ ἔχω μαθεῖν ὅτου.
καιρὸν δ᾽ ἐφήκεις· πάντα γὰρ τά τ᾽ οὖν πάρος
35τά τ᾽ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΑΘΗΝΑ
Παντού και πάντα, του Λαέρτη γιε, το μάτι μου
σε παίρνει να βγαίνεις κυνηγός για να προλάβεις
την πλεκτάνη κάθε εχθρού. Όπως και τώρα
από ώρα σε κοιτώ στις ναυτικές σκηνές
του Αίαντα να γυροφέρνεις, πέρα
στην άλλη άκρη της παράταξης, ψάχνοντας ίχνη,
φρέσκα πατήματα μετρώντας, να καταλάβεις
είναι μέσα αυτός ή έξω.
Και νά που σαν λακωνικό λαγωνικό μυρίζοντας,
σε φέρνει ο δρόμος στο σωστό· πριν από λίγο
μπήκε μέσα εκείνος, στάζοντας το κεφάλι ιδρώτα,
10αίμα τα φονικά του χέρια.
Δεν έχεις λόγο πια παραβιάζοντας την πύλη
μέσα να δεις το τί συνέβη· πες μου μονάχα
της σπουδής σου τον σκοπό, και θα το μάθεις
από μένα αυτό που ξέρω.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
Ω, η φωνή σου, Αθηνά, της φιλικότερης θεάς,
αναγνωρίζεται εύκολα, ακόμη κι αν τα μάτια
δεν σε βλέπουν· τον ήχο της ωστόσο ακούγοντας,
μέσα μου την αισθάνομαι, σαν από σάλπιγγα
τυρρηνική, χαλκόστομη.
Καλά και τώρα το κατάλαβες, τα πόδια μου
με σέρνουν σ᾽ εχθρό ασπιδοφόρο, τον Αίαντα
20εννοώ. Εκείνον από ώρα ανιχνεύω, άλλον
κανένα· γιατί μέσα στη νύχτα αυτή
έχει τελέσει πράξη ανήκουστη σ᾽ εμάς,
αν πράγματι είναι δικό του αυτό το έργο.
Τίποτε βέβαιο ακόμη όμως, υπόνοιες μόνο
που θολώνουν το μυαλό. Γι᾽ αυτό κι εγώ
από μόνος μου δεσμεύτηκα να βρω μιαν άκρη.
Πριν από λίγο βρήκαμε τα κοπάδια,
όλης της λείας τη σοδειά, σφαγμένα από το ίδιο χέρι
μαζί μ᾽ εκείνους που τα φύλαγαν.
Σ᾽ εκείνον ρίχνει ο καθένας την ευθύνη.
Ένας σκοπός τον είδε, μόνος του να πηδά
30στον κάμπο, με το σπαθί στο χέρι, ραντισμένο μ᾽ αίμα·
αυτός μου το εξήγησε μιλώντας, οπότε
εγώ αυτοστιγμεί στα χνάρια περιφέρομαι.
Κάποια πατήματα μου φαίνονται δικά του,
άλλα με κάνουν να σαστίζω, και δεν μπορώ
να καταλάβω τίνος είναι.
Στην ώρα έφτασες, λοιπόν· για καθετί, κι αυτό
που πέρασε κι εκείνο που θα ᾽ρθει, στο χέρι
το δικό σου αφήνομαι να μ᾽ οδηγήσει.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Σκηνικό: Μπροστά από τη σκηνή του Αίαντα, στο στρατόπεδο των Ελλήνων στην Τροία. Ο Οδυσσέας πλησιάζει προσεκτικά. Στο θεολογείο η Αθηνά.

ΑΘΗΝΑ
Γιε του Λαέρτη πάντοτε σε βλέπω
ενάντια στους εχθρούς να δοκιμάζεις
κάποιο κρυφό σου σχέδιο· και τώρα
κοντά στις ναυτικές σκηνές σε βρίσκω
του Αίαντα, που την έσχατη έχει θέση
μες στην παράταξη, να ψάχνεις ώρα
πολλή και τα νωπά του να εξετάζεις
χνάρια, αν δεις αν είναι μέσα ή έξω.
Και σ᾽ οδηγεί σωστά τούτος ο δρόμος,
την όσφρηση σα να ᾽χεις γυμνασμένου
λαγωνικού της Σπάρτης· γιατί μέσα
10βρίσκετ᾽ ο άντρας στάζοντας ιδρώτα
από την κεφαλή κι αίμα απ᾽ τα χέρια
τα φονικά. Λοιπόν μην κρυφοβλέπεις
ανώφελα σ᾽ αυτή τη θύρα, μόνο
πες μου γιατί φορτώθηκες τον κόπο
τούτο, να μάθεις κι από με που ξέρω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ω! Αθηνά, που μέσα στους θεούς μας
ξέχωρα σ᾽ αγαπώ, γιατί εύκολα γνωρίζω,
κι όταν μακριά απ᾽ τα μάτια μου είσαι
τη φωνή σου και σύγκαιρα βαθιά μου
η ψυχή την αρπάζει σαν τον ήχο
χάλκινης σάλπιγγας τυρρηνικής.
Σωστά κατάλαβες και τώρα, πως για κάποιον
εχθρό μου τριγυρίζω εδώ ολοένα,
τον Αίαντα, με την τρανήν ασπίδα. Εκείνον
20ώρα παραμονεύω κι όχι άλλον·
γιατί στη νύχτα αυτή μια τέτοια πράξη
μάς έκανε, που ο νους δεν τη χωράει,
αν βέβαια αυτός την έκαμε· τι ακόμη
τίποτα ξάστερο, μα το μυαλό μας
εδώ κι εκεί πλανιέται· μοναχός μου
το έργο τούτο ανάλαβα. Πριν λίγο
βρίσκουμε αφανισμένα τα κοπάδια,
όσα είχαμε απ᾽ το κούρσος, και σφαγμένα
με τους βοσκούς μαζί από χέρι ανθρώπου.
Καθένας δράστη τού κακού λογιάζει εκείνον·
κι ένας απ᾽ τους σκοπούς, καθώς τον είδε
30να ροβολάει τους κάμπους με ξιφάρι
που ακόμη έσταζεν αίμα, μου το λέει.
Πετιέμαι ευθύς και ρίχνομαι ξοπίσω
στα χνάρια του κι άλλα τα βρίσκω, κι άλλα
δεν τα καταλαβαίνω και δεν ξέρω
τί λογής είναι. Μα έρχεσαι στην ώρα·
γιατί το χέρι σου με διαφεντεύει
σε όλα, μελλούμενα και περασμένα.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΑΘΗΝΑ
Γιε του Λαέρτη, σ᾽ έπιασα πάντα να θες ν᾽ αρπάξεις
το κάθε τέχνασμα του οχτρού· σε βλέπω τώρα πάλε
κοντά στου Αία τ᾽ ακρινά τα θαλασσοκαλύβια
απ᾽ ώρα να τον κυνηγάς, και τα πατήματά του
να παίρνεις τα νιοχάραχτα, να ιδείς αν είναι μέσα.
Καλά τα πας, λαγωνικού σκυλιού σα να ᾽χες μύτη.
Γιατί πολληώρα είν᾽ εδώ ατός του, απ᾽ το κεφάλι
10ποτάμι έτρεχ᾽ ο ίδρως του, τα χέρια του αίμα στάζαν.
Τώρα την πόρτ᾽ αυτή χρειά δεν έχεις πλια να βλέπεις
μόν᾽ μίλα μου ποιός ο σκοπός κι έχεις αυτή την έννοια,
να μάθεις από εμένανε που ξέρω το τί τρέχει.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Φωνή της Αθηνάς εσύ, της πιο αγαπημένης
απ᾽ τους θεούς, τη γνώρισα, αν και δεν σ᾽ αντικρίζω,
τη θεϊκή σου τη λαλιά και την καταλαβαίνω
σα σάλπιγγα τυρρηνική πὄχει χαλκένιο στόμα.
Καλά και τώρα το ᾽νιωσες πως για οχτρό μου άντρα
σ᾽ αυτά τα μέρη τριγυρνώ, για τον ασπιδοφόρο
20τον Αία, κι όχι γι άλλονε, από πολληώρα ψάχνω.
Γιατί τη νύχτα απάντεχο κακό μάς έχει κάμει,
αν κείνος το ᾽καμε· γιατί το βάζει ο νους μας μόνο,
μα δεν το ξέρομε σωστά· κι εγώ τον κόπο πήρα
απάνω μου αυτοθέλητα· που λες, ξολοθρεμένα
τα βρήκαμε τα ζωντανά και κατασκοτωμένα
από χέρι ανθρώπινο με τους βοσκούς αντάμα.
Κι αυτή την πράξη όλοι τους σε κείνο τηνε ρίχνουν.
Κι ένας κατάσκοπος αυτόν τον είδε μες στους κάμπους
30να ροβολάει μονάχος του μ᾽ αιματωμένη σπάθα
κι εμένα το μαρτύρησε· ξοπίσω του ευτύς τρέχω,
κι άλλα σημάδια βρίσκω εδώ, εκεί άλλα με ξιπάζουν
και πώς να μάθω δεν μπορώ. Σε καλή ώρα ήρθες.
Τι τώρα και πρωτύτερα με κυβερνάς ατή σου.