Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Λυσιστράτη (1108-1146)


ΧΟ. χαῖρ᾽, ὦ πασῶν ἀνδρειοτάτη· δεῖ δὴ νυνί σε γενέσθαι
δεινὴν ‹μαλακήν,› ἀγαθὴν φαύλην, σεμνὴν ἀγανήν, πολύπειρον·
1110ὡς οἱ πρῶτοι τῶν Ἑλλήνων τῇ σῇ ληφθέντες ἴυγγι
συνεχώρησάν σοι καὶ κοινῇ τἀγκλήματα πάντ᾽ ἐπέτρεψαν.

ΛΥ. ἀλλ᾽ οὐχὶ χαλεπὸν τοὔργον, εἰ λάβοι γέ τις
ὀργῶντας ἀλλήλων τε μὴ ᾽κπειρωμένους.
τάχα δ᾽ εἴσομαι ᾽γώ. ποῦ ᾽στιν ἡ Διαλλαγή;
1115πρόσαγε λαβοῦσα πρῶτα τοὺς Λακωνικούς,
καὶ μὴ χαλεπῇ τῇ χειρὶ μηδ᾽ αὐθαδικῇ,
μηδ᾽ ὥσπερ ἡμῶν ἄνδρες ἀμαθῶς τοῦτ᾽ ἔδρων,
ἀλλ᾽ ὡς γυναῖκας εἰκός, οἰκείως πάνυ.
ἢν μὴ διδῷ τὴν χεῖρα, τῆς σάθης ἄγε.
1120ἴθι καὶ σὺ τούτους τοὺς Ἀθηναίους ἄγε·
οὗ δ᾽ ἂν διδῶσι, πρόσαγε τούτου λαβομένη.
ἄνδρες Λάκωνες, στῆτε παρ᾽ ἐμὲ πλησίον,
ἐνθένδε δ᾽ ὑμεῖς, καὶ λόγων ἀκούσατε.
ἐγὼ γυνὴ μέν εἰμι, νοῦς δ᾽ ἔνεστί μοι.
1125αὐτὴ δ᾽ ἐμαυτῆς οὐ κακῶς γνώμης ἔχω,
τοὺς δ᾽ ἐκ πατρός τε καὶ γεραιτέρων λόγους
πολλοὺς ἀκούσασ᾽ οὐ μεμούσωμαι κακῶς.
λαβοῦσα δ᾽ ὑμᾶς λοιδορῆσαι βούλομαι
κοινῇ δικαίως, οἳ μιᾶς ἐκ χέρνιβος
1130βωμοὺς περιρραίνοντες ὥσπερ ξυγγενεῖς
Ὀλυμπίασιν, ἐν Πύλαις, Πυθοῖ—πόσους
εἴποιμ᾽ ἂν ἄλλους, εἴ με μηκύνειν δέοι; —
ἐχθρῶν παρόντων βαρβάρῳ στρατεύματι
Ἕλληνας ἄνδρας καὶ πόλεις ἀπόλλυτε.
1135εἷς μὲν λόγος μοι δεῦρ᾽ ἀεὶ περαίνεται.
ΠΡΥ. ἐγὼ δ᾽ ἀπόλλυμαί γ᾽ ἀπεψωλημένος.
ΛΥ. εἶτ᾽, ὦ Λάκωνες, πρὸς γὰρ ὑμᾶς τρέψομαι,
οὐκ ἴσθ᾽ ὅτ᾽ ἐλθὼν δεῦρο Περικλείδας ποτὲ
ὁ Λάκων Ἀθηναίων ἱκέτης καθέζετο
1140ἐπὶ τοῖσι βωμοῖς ὠχρὸς ἐν φοινικίδι
στρατιὰν προσαιτῶν; ἡ δὲ Μεσσήνη τότε
ὑμῖν ἐπέκειτο χὠ θεὸς σείων ἅμα.
ἐλθὼν δὲ σὺν ὁπλίταισι τετρακισχιλίοις
Κίμων ὅλην ἔσωσε τὴν Λακεδαίμονα.
1145ταυτὶ παθόντες τῶν Ἀθηναίων ὕπο
δῃοῦτε χώραν, ἧς ὑπ᾽ εὖ πεπόνθατε;


ΚΟΡ. ΓΕΡ. Γεια χαρά σου, αντρογύναικο, δείξου μας τώρα
φοβερή και γλυκούλα, καλή και κακιά,
σοβαρή και γαλίφα και σ᾽ όλα μπασμένη!
1110Των Ελλήνων οι πρώτοι από Σε μαγεμένοι,
παραδώσαν την τύχη τους στ᾽ άξια σου χέρια.

ΛΥΣ. Εύκολο πράμ᾽, αφού βαστάτε ως τώρα
και δεν πέσατε, μ᾽ όλην την καΐλα σας,
ένας πάνου στον άλλονε. Κοιτάχτε!
Έλα δω, Διαλλαγή!
(Το μηχάνημα κατεβάζει μια μισόγυμνη κοπέλα)
Φέρε μου πρώτα
τους Μοραΐτες. Μ᾽ απαλό χεράκι
κι όχι με τ᾽ άγριο να τους πιάσεις, όπως
μας πιάνουν οι απελέκητοί μας άντρες·
μα σαν γυναίκες, τρυφερά, καλόβολα.
Κι αν αρνιούνται το χέρι, άρπα τ᾽ αβγά τους.
(Η Διαλλαγή φέρνει τους Μοραΐτες)
1120Τράβα τώρα τους Αθηναίους να φέρεις.
Κι αν αρνηθούνε, πιάσ᾽ τους από κείνο.
(Φέρνει τους Αθηναίους)
Σταθείτ᾽ εδώ στο πλάι μου, Μοραΐτες,
και σεις απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος μου, Αθηναίοι.
Κι ακούστε τί θα πω. Γυναίκ᾽ αν είμαι,
έχω μυαλό δω μέσα και ποτέ μου
έξω δεν πέφτω. Τα ᾽χω ξεσκολίσει
τα λόγια των παλιών και του πατέρα μου.
Και τώρα μαζικά και με το δίκιο μου
θα σας τα ψάλω. Μια γενιά ᾽μαστε όλοι
κι απ᾽ το ίδιο αγιασματάρι όλοι ραντίζουμε
1130τους βωμούς των θεών στην Ολυμπία,
στις Θερμοπύλες, στους Δελφούς και σ᾽ άλλα
μέρη πολλά (τί να τα λέω; Δεν έχω
καιρό). Κι ενώ στρατός εχθρών βαρβάρων
μας ζώνει, Έλληνες άντρες, πολιτείες
ελληνικές χαλάτε και τ᾽ αδέρφια σας…
Του λόγου μου το πρώτο μέρος τέλειωσε.
ΠΡΥ. (Τρώγοντας με τα μάτια του τη Διαλλαγή)
Κι εμέν᾽ αυτή με χάλασε και μ᾽ άναψε.
ΛΥΣ. Και τώρα εσάς θα πιάσω, Μοραΐτες.
Ξεχνάτε που μας ήρθ᾽ έναν καιρό
ο Περικλείδας απ᾽ τη Σπάρτη ικέτης
των Αθηναίων κι απ᾽ τους βωμούς μας πιάστηκε
1140κιτρινιάρης, με κόκκινη χλαμύδα,
και ζήταγε στρατό. Η Μεσσήνη τότες
σας έσφιγγε κι ο Θεός σειούσε τη χώρα σας.
Τότε ο Κίμων με τέσσαρες χιλιάδες
κατέβη και σας γλίτωσε. Και τώρα
αντίς για ευχαριστώ, την ευεργέτισσα
τη χώρα μας αχάριστα χαλάτε.