Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Λυσιστράτη (1-36)


ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ἀλλ᾽ εἴ τις εἰς Βακχεῖον αὐτὰς ἐκάλεσεν,
ἢ ᾽ς Πανὸς ἢ ᾽πὶ Κωλιάδ᾽ εἰς Γενετυλλίδος,
οὐδ᾽ ἂν διελθεῖν ἦν ἂν ὑπὸ τῶν τυμπάνων.
νῦν δ᾽ οὐδεμία πάρεστιν ἐνταυθοῖ γυνή·
5πλὴν ἥ γ᾽ ἐμὴ κωμῆτις ἥδ᾽ ἐξέρχεται.
χαῖρ᾽, ὦ Κλεονίκη. ΚΛΕΟΝΙΚΗ. καὶ σύ γ᾽, ὦ Λυσιστράτη.
τί συντετάραξαι; μὴ σκυθρώπαζ᾽, ὦ τέκνον·
οὐ γὰρ πρέπει σοι τοξοποιεῖν τὰς ὀφρῦς.
ΛΥ. ἀλλ᾽, ὦ Κλεονίκη, κάομαι τὴν καρδίαν,
10καὶ πόλλ᾽ ὑπὲρ ἡμῶν τῶν γυναικῶν ἄχθομαι,
ὁτιὴ παρὰ μὲν τοῖς ἀνδράσιν νενομίσμεθα
εἶναι πανοῦργοι— ΚΛ. καὶ γάρ ἐσμεν νὴ Δία.
ΛΥ. εἰρημένον δ᾽ αὐταῖς ἀπαντᾶν ἐνθάδε
βουλευσομέναισιν οὐ περὶ φαύλου πράγματος,
15εὕδουσι κοὐχ ἥκουσιν. ΚΛ. ἀλλ᾽, ὦ φιλτάτη,
ἥξουσι· χαλεπή τοι γυναικῶν ἔξοδος.
ἡ μὲν γὰρ ἡμῶν περὶ τὸν ἄνδρ᾽ ἐκύπτασεν,
ἡ δ᾽ οἰκέτην ἤγειρεν, ἡ δὲ παιδίον
κατέκλινεν, ἡ δ᾽ ἔλουσεν, ἡ δ᾽ ἐψώμισεν.
20ΛΥ. ἀλλ᾽ ἕτερα τἄρ᾽ ἦν τῶνδε προὐργιαίτερα
αὐταῖς. ΚΛ. τί δ᾽ ἐστίν, ὦ φίλη Λυσιστράτη,
ἐφ᾽ ὅ τι ποθ᾽ ἡμᾶς τὰς γυναῖκας ξυγκαλεῖς;
τί τὸ πρᾶγμα; πηλίκον τι; ΛΥ. μέγα. ΚΛ. μῶν καὶ παχύ;
ΛΥ. νὴ Δία παχὺ ‹πάνυ›. ΚΛ. κᾆτα πῶς οὐχ ἥκομεν;
25ΛΥ. οὐχ οὗτος ὁ τρόπος· ταχὺ γὰρ ἂν ξυνήλθομεν.
ἀλλ᾽ ἔστιν ὑπ᾽ ἐμοῦ πρᾶγμ᾽ ἀνεζητημένον
πολλαῖσί τ᾽ ἀγρυπνίαισιν ἐρριπτασμένον.
ΚΛ. ἦ πού τι λεπτόν ἐστι τοὐρριπτασμένον;
ΛΥ. οὕτω γε λεπτὸν ὥσθ᾽ ὅλης τῆς Ἑλλάδος
30ἐν ταῖς γυναιξίν ἐστιν ἡ σωτηρία.
ΚΛ. ἐν ταῖς γυναιξίν; ἐπ᾽ ὀλίγου τἄρ᾽ εἴχετο.
ΛΥ. ὡς ἔστ᾽ ἐν ἡμῖν τῆς πόλεως τὰ πράγματα,
ἢ μηκέτ᾽ εἶναι μήτε Πελοποννησίους—
ΚΛ. βέλτιστα τοίνυν μηκέτ᾽ εἶναι νὴ Δία.
35ΛΥ. Βοιωτίους τε πάντας ἐξολωλέναι.
ΚΛ. μὴ δῆτα πάντας γ᾽, ἀλλ᾽ ἄφελε τὰς ἐγχέλεις.


Μπροστά, δεξιά κι αριστερά στη σκηνή, τα σπίτια της Λυσιστράτης και της Κλεονίκης. Στο βάθος φαίνονται τα Προπύλαια. Ένα στενό δρομάκι, αρχίζοντας από την ορχήστρα, οδηγεί προς τα κει. Στη μέση των βράχων (δεύτερο πλάνο) το σπήλαιο του Πανός.
Χαράματα.
Η Λυσιστράτη περπατεί πάνου κάτου μ᾽ ανυπομονησία.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Γιά κοίτα! Αν τις καλούσανε για γλέντι
στου Βάκχου ή του Πανός τα πανηγύρια
και στην Κωλιάδαν άκρα, στο ναό
της Γεννήτρας Θεάς, δε θα μπορούσε
να περάσει κανείς απ᾽ τα πολλά
τα τούμπανα. Και τώρα μήτε μια
δε φάνηκε. Μα νά την η γειτόνισσα!
Γεια σου Κλεονίκη!
ΚΛΕΟΝΙΚΗ
Γεια σου, Λυσιστράτη!
Γιατί έτσι ταραγμένη και κατσούφα;
Μη σουφρώνεις τα φρύδια σου, παιδί μου,
ωσάν περισπωμένη. Δε σου πάει.
ΛΥΣ. Μου καίγεται η καρδιά κι είμαι όλη φούρκα
10μ᾽ εμάς τις γυναικούλες. Μας νομίζουν
διαβόλου κάλτσες οι άντρες μας…
ΚΛΕ. Είμαστε και παραείμαστε, όρκο παίρνω!
ΛΥΣ. Τις παράγγειλα εδώ ν᾽ ανταμωθούμε,
για να πάρουμε μια σπουδαία απόφαση
κι αυτές κοιμούνται ακόμα και δεν έρχονται.
ΚΛΕ. Μα θα ᾽ρθουνε, καλή μου. Δεν είν᾽ εύκολο
στις γυναίκες εμάς να ξεπορτίζουμε.
Η μια ᾽χει να φροντίσει το συμβίο,
η άλλη το δούλο να ξυπνήσει· κι άλλη
το μωρό να πλαγιάσει· κι άλλη μια
να το ταγίσ᾽ ή να το ξεσκατίσει.
20ΛΥΣ. Εδώ ειχαν σοβαρότερη δουλειά.
ΚΛΕ. Λέγε λοιπόν, καλή μου, τί μας κάλεσες
τα θηλυκά σε σύναξη. Τί πράμα
να᾽ ναι τούτο και πόσο; ΛΥΣ. Τρισμεγάλο!
ΚΛΕ. Κι ανάλογα χοντρό; ΛΥΣ. Πάρα πολύ!
ΚΛΕ. Και πώς δεν τσακιστήκανε να ᾽ρθούνε;
ΛΥΣ. Μα δε μιλάω για τέτοιο πράμα. Αλλιώς,
πατείς με και πατώ σε θα ροβόλαγαν.
Άλλο πράμα εννοώ, που εγώ μονάχα
το σοφίστηκα. Νύχτες στο μυαλό μου
το δούλευα και το κοσκίνιζ᾽ άγρυπνη.
ΚΛΕ. Και γιά να δούμε τί ψιλοκοσκίνισες;
ΛΥΣ. Σκέδιο φίνο! Οι γυναίκες μοναχά
30μπορούν να σώσουν όλην την Ελλάδα.
ΚΛΕ. Πώς; Οι γυναίκες; Μπόσικη κουβέντα!
ΛΥΣ. Καιρός εμείς να πάρουμε στα χέρια μας
το κουβέρνο, τι αλλιώς δε θ᾽ απομείνει
Μοραΐτης… ΚΛΕ. Χαρά μας! Απ᾽ το στόμα σου
και στου θεού τ᾽ αυτί. ΛΥΣ. Κι οι Ρουμελιώτες
θα χαθούν απ᾽ το πρόσωπο της γης!
ΚΛΕ. Όχι δα κι όλοι! Βγάλε όξω τα χέλια.