Ο Τάραχος έρχεται πίσω με άδεια χέρια.
ΠΟΛ., βλέποντάς τον δισταχτικό.
Έι! ΤΑΡ. Τί είναι; ΠΟΛ. Δε μου το ᾽φερες; ΤΑΡ. Μα ξέρεις…
χάθηκε τ᾽ αθηναίικο γουδοχέρι,
270ο τομαράς που στούμπαε την Ελλάδα.
ΤΡΥ. Ω σεβαστή κυρά Αθηνά, τί ωραία!
Πάνω στην ώρα, για καλό της πόλης,
της σκορδαλιάς το χτύπημα πριν πιάσει.
ΠΟΛ. Τρέξε και φέρε μου άλλο από τη Σπάρτη.
ΤΑΡ. Μάλιστα, αφέντη. ΠΟΛ. Και να μην αργήσεις.
ΤΡΥ. Βαρύς ο αγώνας· φίλοι, τί θα γίνει;
Στης Σαμοθράκης τα μυστήρια είναι
κανένας σας μυημένος; Τώρα πρέπει
παράκληση να κάμει να ζαβώσουν
τα πόδια αυτού που πάει για γουδοχέρι.
ΤΑΡ., ξαναγυρίζοντας πάλι με άδεια χέρια.
280Αχ συφορά μου, αλί μου, τρισαλί μου!
ΠΟΛ. Τί τρέχει, βρε; Και πάλι δε μου φέρνεις;
ΤΑΡ. Κι η Σπάρτη πια γουδόχερο δεν έχει.
ΠΟΛ. Τί λες, αχρείε; ΤΑΡ. Το δάνεισαν σε κάποιους
στη Θράκη, και το χάσανε, δεν έχουν.
ΤΡΥ. Πολύ καλά, ω Διόσκουροι, έχουν κάμει.
Θάρρος, θνητοί· μπορεί καλά να πάμε.
ΠΟΛ., στον Τάραχο.
Μπάσε ξανά τ᾽ αγγεία· θα μπω στο σπίτι
και μόνος μου θα φτιάξω στουμπιστήρι.
Μπαίνουν στο σπίτι· ο Τρυγαίος βγαίνει από την κρυψώνα του.
ΤΡΥ. Νά η ώρα να το πούμε σαν το Δάτη,
290που μια μέρα τριβόταν κι έλεγε έτσι:
«Τί γλύκα, τί ηδονή, τί… χαρμουσύνη!»
Έλληνες! Τώρα είν᾽ ώρα, από μπελάδες
και μάχες γλιτωμένοι, ν᾽ ανασύρουμε
την κοσμαγάπητη έξω την Ειρήνη,
πριν μπει στη μέση κι άλλο γουδοχέρι.
Ξωμάχοι εσείς, εμπόροι και μαστόροι
και δουλευτάδες, μέτοικοι και ξένοι
και νησιώτες· εδώ οι λαοί τρέξτε όλοι
με σκοινιά, λοστούς και τσάπες· γρήγορα, κι ήρθε η στιγμή
300του αγαθού δαιμόνιου πάλι να γευτούμε το κρασί.
|