Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Εἰρήνη (1159-1190)


ἡνίκ᾽ ἂν δ᾽ ἀχέτας [ἀντ.]
1160ᾄδῃ τὸν ἡδὺν νόμον,
διασκοπῶν ἥδομαι
τὰς Λημνίας ἀμπέλους,
εἰ πεπαίνουσιν ἤ-
δη—τὸ γὰρ φῖτυ πρῷ-
ον φύσει—τόν τε φή-
1165ληχ᾽ ὁρῶν οἰδάνοντ᾽·
εἶθ᾽ ὁπόταν ᾖ πέπων,
ἐσθίω κἀπέχω
χἄμα φήμ᾽· «Ὧραι φίλαι·» καὶ
τοῦ θύμου τρίβων κυκῶμαι·
1170κᾆτα γίγνομαι παχὺς
τηνικαῦτα τοῦ θέρους

μᾶλλον ἢ θεοῖσιν ἐχθρὸν ταξίαρχον προσβλέπων
τρεῖς λόφους ἔχοντα καὶ φοινικίδ᾽ ὀξεῖαν πάνυ,
ἣν ἐκεῖνός φησιν εἶναι βάμμα Σαρδιανικόν·
1175ἢν δέ που δέῃ μάχεσθ᾽ ἔχοντα τὴν φοινικίδα,
τηνικαῦτ᾽ αὐτὸς βέβαπται βάμμα Κυζικηνικόν·
κᾆτα φεύγει πρῶτος ὥσπερ ξουθὸς ἱππαλεκτρυὼν
τοὺς λόφους σείων· ἐγὼ δ᾽ ἕστηκα λινοπτώμενος.
ἡνίκ᾽ ἂν δ᾽ οἴκοι γένωνται, δρῶσιν οὐκ ἀνασχετά,
1180τοὺς μὲν ἐγγράφοντες ἡμῶν, τοὺς δ᾽ ἄνω τε καὶ κάτω
ἐξαλείφοντες δὶς ἢ τρίς. «αὔριον δ᾽ ἔσθ᾽ ἥξοδος.»
τῷ δὲ σιτί᾽ οὐκ ἐώνητ᾽· οὐ γὰρ ᾔδειν ἐξιών·
εἶτα προσστὰς πρὸς τὸν ἀνδριάντα τὸν Πανδίονος
εἶδεν αὑτόν, κἀπορῶν θεῖ τῷ κακῷ βλέπων ὀπόν.
1185ταῦτα δ᾽ ἡμᾶς τοὺς ἀγροίκους δρῶσι, τοὺς δ᾽ ἐξ ἄστεως
ἧττον, οἱ θεοῖσιν οὗτοι κἀνδράσιν ῥιψάσπιδες.
ὧν ἔτ᾽ εὐθύνας ἐμοὶ δώσουσιν, ἢν θεὸς θέλῃ.
πολλὰ γὰρ δή μ᾽ ἠδίκησαν,
ὄντες οἴκοι μὲν λέοντες,
1190ἐν μάχῃ δ᾽ ἀλώπεκες.


ΧΟΡ. Τον καιρό που ο τζίτζικας
1160το γλυκό του λέει σκοπό,
η χαρά μου, να τηρώ
τα λημνιά μου κλήματα,
για να δω αν ωρίμασαν,
— πρώιμο το σταφύλι αυτό —
και να βλέπω τους ορνιούς,
που όλο και φουσκώνουνε,
ώσπου ωρμάζουν για καλά·
τότε τρώω και δε χορταίνω
κι όλο λέω και τραγουδάω
«αχ καλοκαιράκι μου»·
κι όταν θυμαριού τριμμένου
1170πίνω το ζουμί,
δυναμώνει και παχαίνει το κορμί.

ΚΟΡ. Τέτοια θέλω, όχι να βλέπω το θεομίσητο αρχηγό
με τα τρία λοφία στο κράνος και χιτώνιο πορφυρό·
«η μπογιά ᾽ναι από τις Σάρδεις» λέει αυτός καμαρωτά,
μ᾽ αν χρειαστεί να πάει στη μάχη με το πορφυρό σκουτί,
περεχιέται τότε ο δόλιος με ώχρα κυζικηνική,
και το σκάει απ᾽ όλους πρώτος σαν αλογοκόκορας
σειώντας τα λοφία· και στέκω εγώ και ξεροψήνομαι.
Και στην πόλη σα γυρίσουν, τότε είν᾽ ανυπόφοροι·
1180στον κατάλογό τους γράφουν σβήνουν δυο και τρεις φορές,
άλλους γράφουν, άλλους σβήνουν. «Αύριο η εκκίνηση!»·
μα ένας είδηση δεν πήρε και δεν έχει τρόφιμα·
κι άξαφνα στη στήλη βλέπει τ᾽ όνομά του ο φουκαράς·
σαστισμένος τότε τρέχει μ᾽ ένα μούτρο να το κλαις.
Τέτοια κάνουν στους αγρότες, κάτι λίγα στους αστούς,
οι κιοτήδες, που ούτε ανθρώπους δεν ψηφούν ούτε θεούς.
Μα ο θεός αν θέλει, τώρα θα μου τα πλερώσουνε·
γιατί μ᾽ έχουν τυραννήσει·
μες στην πόλη είναι λιοντάρια
1190και στη μάχη είν᾽ αλεπούδες.