Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (2.64-2.87)


Νῦν δὴ μώνα ἐοῖσα πόθεν τὸν ἔρωτα δακρύσω;
65 ἐκ τίνος ἄρξωμαι; τίς μοι κακὸν ἄγαγε τοῦτο;
ἦνθ᾽ ἁ τωὐβούλοιο καναφόρος ἄμμιν Ἀναξώ
ἄλσος ἐς Ἀρτέμιδος, τᾷ δὴ τόκα πολλὰ μὲν ἄλλα
θηρία πομπεύεσκε περισταδόν, ἐν δὲ λέαινα.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

70 καί μ᾽ ἁ Θευμαρίδα Θρᾷσσα τροφός, ἁ μακαρῖτις,
ἀγχίθυρος ναίοισα κατεύξατο καὶ λιτάνευσε
τὰν πομπὰν θάσασθαι· ἐγὼ δέ οἱ ἁ μεγάλοιτος
ὡμάρτευν βύσσοιο καλὸν σύροισα χιτῶνα
κἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα τὰν Κλεαρίστας.

75 φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

ἤδη δ᾽ εὖσα μέσαν κατ᾽ ἀμαξιτόν, ᾇ τὰ Λύκωνος,
εἶδον Δέλφιν ὁμοῦ τε καὶ Εὐδάμιππον ἰόντας·
τοῖς δ᾽ ἦς ξανθοτέρα μὲν ἑλιχρύσοιο γενειάς,
στήθεα δὲ στίλβοντα πολὺ πλέον ἢ τύ, Σελάνα,
80 ὡς ἀπὸ γυμνασίοιο καλὸν πόνον ἄρτι λιπόντων.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

χὠς ἴδον, ὣς ἐμάνην, ὥς μοι πυρὶ θυμὸς ἰάφθη
δειλαίας, τὸ δὲ κάλλος ἐτάκετο. οὐκέτι πομπᾶς
τήνας ἐφρασάμαν, οὐδ᾽ ὡς πάλιν οἴκαδ᾽ ἀπῆνθον
85 ἔγνων, ἀλλά μέ τις καπυρὰ νόσος ἐξεσάλαξεν,
κείμαν δ᾽ ἐν κλιντῆρι δέκ᾽ ἄματα καὶ δέκα νύκτας.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.


Β’

Τώρα, που ᾽μεινα μόνη μου, τον έρωτα μου ας κλάψω.
65Πούθε ν᾽ αρχίσω να θρηνώ, ποιός μου τον έχει φέρει;
Κανιστροφόρα η Αναξώ, η κόρη του Ευβούλου
στο λόγγο της Αρτέμιδος μας είχεν έρθει τότε·
θεριά την ετριγύριζαν και θηλυκό λιοντάρι.

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου ᾽γεννήθ᾽ η αγάπη.

70Κι η παραμάνα η άμοιρη του Θευχαρίδη, που ήταν
το σπίτι της στο σπίτι μου κοντά, πόρτα με πόρτα,
με θερμοπαρακάλεσε να πάω στο πανηγύρι·
κι η δόλια εγώ ξεκίνησα να πάω ν᾽ ακολουθήσω
φορώντας το ξανθόλινο κι όμορφο φόρεμά μου
και στολισμένη με τ᾽ αχνό της Κλεαρίστας πέπλο.

75Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου ᾽γεννήθη η αγάπη.

Στο δρόμο, μόλις έφθασα στου Λύκωνα το σπίτι,
μαζί με τον Ευδάμνιππο είδα το Δέλφι εμπρός μου·
ξανθότερ᾽ από ελίχρυσο είχαν κι οι δυο τα γένια
κι εγυάλιζαν τα στήθια των πιότερ᾽ απ᾽ τη Σελήνη,
80δείχνοντας πως εγύριζαν μόλις απ᾽ την παλαίστρα.

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πως μου ᾽γεννήθη η αγάπη.

Τον είδα κι ετρελάθηκα κι άναψεν η καρδιά μου,
ξεθώριασεν η όψη μου κι έσβησ᾽ η ομορφιά μου,
κι ούτ᾽ ένοιωσα τί γίνηκε στο πανηγύρι εκείνο
ούτε και ξέρω η δύστυχη πώς γύρισα στο σπίτι·
85μα κάποια αρρώστια πύρινη άλλαξε τη θωριά μου
κι ήμουν δέκα μερόνυχτα πεσμένη στο κρεβάτι.

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου ᾽γεννήθη η αγάπη.


Και τώρα, που είμαι μόνη μου, τον έρωτά μου
65πούθε ν᾽ αρχίσω να τον κλαίω; Ποιός μ᾽ έχει ρίξει
σ᾽ αυτή τη συμφορά; Στη γειτονιά μας ήρθε
του Εύβουλου η κόρη, η Αναξώ, κανιστροφόρα,
στ᾽ άλσος της Άρτεμης· αγρίμια για τιμή της
ακλούθααν την πομπή πολλά: μια λέαινα κι άλλα.

Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
70Και τότε μια γειτόνισσα, του Θεοχαρίδη
παραμάνα, Θρακιώτισσα —δε ζει πια τώρα—
με θερμοπαρακάλεσε να πάω μαζί της
να δούμε την πομπή· κι εγώ η τρισάθλια πήγα·
ωραίο χιτώνα φόρεσα, μακρύ, από βύσσο,
και της Κλεαρίστης έβαλα το πανωφόρι.

75Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
Στη μέση του αμαξόδρομου βρισκόμουν, όπου
το χτήμα είναι του Λύκωνα, κι εκεί το Δέλφη
και τον Ευδάμιππο είδα να περνούν αντάμα·
τα γένια τους ξανθά σαν τον ελίχρυσο ήταν·
80το στήθος τους, σαν που έβγαιναν από γυμνάσια,
γυάλιζε πιο πολύ, Σελήνη, κι από σένα.

Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
Τον είδα και τρελάθηκα, κι ω η δόλια, αμέσως
πληγώθηκε η καρδιά μου· η όψη η λουλουδάτη
μου ᾽σβησε κι ούτε που ένιωσα τη λιτανεία·
πώς γύρισα στο σπίτι μου δεν ξέρω· θέρμη
85κακής αρρώστιας μ᾽ έψησε· και δέκα μέρες
και δέκα νύχτες στο κρεβάτι ήμουν πεσμένη.