Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (21.1-21.28)


21. ΑΛΙΕΙΣ


Ἁ πενία, Διόφαντε, μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει·
αὕτα τῶ μόχθοιο διδάσκαλος, οὐδὲ γὰρ εὕδειν
ἀνδράσιν ἐργατίναισι κακαὶ παρέχοντι μέριμναι·
κἂν ὀλίγον νυκτός τις ἐπιβρίσσῃσι, τὸν ὕπνον
5 αἰφνίδιον θορυβεῦντι ἐφιστάμεναι μελεδῶναι.
Ἰχθύος ἀγρευτῆρες ὁμῶς δύο κεῖντο γέροντες
στρωσάμενοι βρύον αὖον ὑπὸ πλεκταῖς καλύβαισι,
κεκλιμένοι τοίχῳ τῷ φυλλίνῳ· ἐγγύθι δ᾽ αὐτοῖν
κεῖτο τὰ ταῖν χειροῖν ἀθλήματα, τοὶ καλαθίσκοι,
10 τοὶ κάλαμοι, τἄγκιστρα, τὰ φυκιόεντα δέλητα,
ὁρμιαὶ κύρτοι τε καὶ ἐκ σχοίνων λαβύρινθοι,
μήρινθοι κῶπαί τε γέρων τ᾽ ἐπ᾽ ἐρείσμασι λέμβος·
νέρθεν τᾶς κεφαλᾶς φορμὸς βραχύς, εἵματα, πῖλοι.
οὗτος τοῖς ἁλιεῦσιν ὁ πᾶς πόρος, οὗτος ὁ πλοῦτος·
15 οὐ κλεῖδ᾽, οὐχὶ θύραν ἔχον, οὐ κύνα· πάντα περισσά
ταῦτ᾽ ἐδόκει τήνοις· ἁ γὰρ πενία σφας ἐτήρει.
οὐδεὶς δ᾽ ἐν μέσσῳ γείτων πέλεν, ἁ δὲ παρ᾽ αὐτᾷ
θλιβομέναν καλύβᾳ τραφερὰν προσέναχε θάλασσα.
κοὔπω τὸν μέσατον δρόμον ἄνυεν ἅρμα Σελάνας,
20 τοὺς δ᾽ ἁλιεῖς ἤγειρε φίλος πόνος, ἐκ βλεφάρων δέ
ὕπνον ἀπωσάμενοι σφετέραις φρεσὶν ἤρεθον αὐδάν.
ΑΣΦΑΛΙΩΝ
ψεύδοντ᾽, ὦ φίλε, πάντες ὅσοι τὰς νύκτας ἔφασκον
τῶ θέρεος μινύθειν, ὅκα τἄματα μακρὰ φέροντι.
ἤδη μυρί᾽ ἐσεῖδον ὀνείρατα, κοὐδέπω ἀώς.
25 μὴ λαθόμαν; τί τὸ χρῆμα; χρόνον ταὶ νύκτες ἔχοντι.
ΕΤΑΙΡΟΣ
ἀλεμάτως μέμφῃ τὸ καλὸν θέρος· οὐ γὰρ ὁ καιρός
αὐτομάτως παρέβα τὸν ἑὸν δρόμον, ἀλλὰ τὸν ὕπνον
ἁ φροντὶς κόπτοισα μακρὰν τὰν νύκτα ποιεῖ τοι.


21. ΑΛΙΕΙΣ


ΜΤΦ. Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ

[Δεν μεταφράζονται οι στίχοι 1-5]
Δυο γέροι ψαροκυνηγοί μαζ᾽ ήταν πλαγιασμένοι
πάνω στα βούρλα τα στεγνά, μες στην πλεκτή καλύβα.
Της ψαρικής τα σύνεργα είχαν εκεί κοντά τους·
τα κοφινάκια τα ρηχά, τα μακριά καλάμια,
10τ᾽ αγκίστρια, τα δολώματα, τις πετονιές, τα δίχτυα·
τα βρόχια τους και τα κουπιά και τη γριά τους βάρκα.
Και κάτω απ᾽ τα κεφάλια τους αντί για προσκεφάλι
ένα στενό κοντόψαθο και ρούχο και στρωσίδι.
Αυτά είν᾽ όλα τα σύνεργα και πλούτη των ψαράδων.
15Δεν έχουν θύρα με κλειδί και φύλακά τους σκύλο,
μηδέ φοβούνται από κλεψιά — η φτώχια τούς φυλάει.
Έπειτα δα και γείτονα δεν έχουνε κανένα
και γύρω βρέχει η θάλασσα τη χαμηλή καλύβα.
Δεν ήτανε μεσουρανίς ακόμα το φεγγάρι
20κι οι δυο ψαράδες ξύπνησαν απ᾽ της δουλειάς την έννοια·
εδιώξανε τον ύπνο τους κι άρχισαν να μιλούνε:
—Ψέματα λένε, σύντροφε, πως τάχατες οι νύχτες
το καλοκαίρ᾽ είν᾽ πιο μικρές που μεγαλών᾽ η μέρα·
Εγώ ειδα τόσα ονείρατα, κι ακόμα πού να φέξει !...
25Μην τύχει κι εγελάστηκα, γιά μάκρυναν οι ώρες;
— Άδικα βρίζεις, γέρο μου, τ᾽ όμορφο καλοκαίρι.
Δεν παραστράτησ᾽ ο καιρός από τον ίσιο δρόμο,
μόνον οι έννοιες σε ξυπνούν και τις νυχτιές μακραίνουν.