Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (20.19-20.45)


ποιμένες, εἴπατέ μοι τὸ κρήγυον· οὐ καλὸς ἐμμί;
20 ἆρά τις ἐξαπίνας με θεὸς βροτὸν ἄλλον ἔτευξε;
καὶ γὰρ ἐμοὶ τὸ πάροιθεν ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος
ὡς κισσὸς ποτὶ πρέμνον, ἐμὰν δ᾽ ἐπύκαζεν ὑπήναν,
χαῖται δ᾽ οἷα σέλινα περὶ κροτάφοισι κέχυντο,
καὶ λευκὸν τὸ μέτωπον ἐπ᾽ ὀφρύσι λάμπε μελαίναις·
25 ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας,
τὸ στόμα δ᾽ αὖ πακτᾶς ἁπαλώτερον, ἐκ στομάτων δέ
ἔρρεέ μοι φωνὰ γλυκερωτέρα ἢ μέλι κηρῶ.
ἁδὺ δέ μοι τὸ μέλισμα, καὶ ἢν σύριγγι μελίσδω,
κἢν αὐλῷ λαλέω, κἢν δώνακι, κἢν πλαγιαύλῳ.
30 καὶ πᾶσαι καλόν με κατ᾽ ὤρεα φαντὶ γυναῖκες,
καὶ πᾶσαί με φιλεῦντι· τὰ δ᾽ ἀστικά μ᾽ οὐκ ἐφίλασεν,
ἀλλ᾽ ὅτι βουκόλος ἐμμὶ παρέδραμεν. οὔποτ᾽ ἄκουσε
ὡς ὁ καλὸς Διόνυσος ἐν ἄγκεσι πόρτιν ἐλαύνει;
οὐκ ἔγνω δ᾽ ὅτι Κύπρις ἐπ᾽ ἀνέρι μήνατο βούτᾳ
35 καὶ Φρυγίοις ἐνόμευσεν ἐν ὤρεσι, καὶ τὸν Ἄδωνιν
ἐν δρυμοῖσι φίλασε καὶ ἐν δρυμοῖσιν ἔκλαυσεν.
Ἐνδυμίων δὲ τίς ἦν; οὐ βουκόλος; ὅν γε Σελάνα
βουκολέοντα φίλασεν, ἀπ᾽ Οὐλύμπω δὲ μολοῖσα
Λάτμιον ἂν νάπος ἦλθε, καὶ εἰς ὁμὰ παιδὶ κάθευδε.
40 καὶ τύ, Ῥέα, κλαίεις τὸν βουκόλον. οὐχὶ δὲ καὶ τύ,
ὦ Κρονίδα, διὰ παῖδα βοηνόμον ὄρνις ἐπλάγχθης;
Εὐνίκα δὲ μόνα τὸν βουκόλον οὐκ ἐφίλασεν,
ἁ Κυβέλας κρέσσων καὶ Κύπριδος ἠδὲ Σελάνας.
μηκέτι μηδ᾽ ἅ, Κύπρι, τὸν ἁδέα μήτε κατ᾽ ἄστυ
45 μήτ᾽ ἐν ὄρει φιλέοι, μώνα δ᾽ ἀνὰ νύκτα καθεύδοι.


Βοσκοί, δεν είμ᾽ ομορφονιός; πέτε μου την αλήθεια·
20ή μήπως άξαφνα ο θεός άλλαξε τη θωριά μου;
γιατ᾽ άλλοτε στην όψη μου σγουρό το χνούδι ανθούσε
κι εσκέπαζε κι εστόλιζε τα κατωσάγωνά μου
όπως του δέντρου τον κορμό χλωρός κισσός στολίζει·
και τα μαλλιά σαν σέλινα μου ᾽πεφταν στα μηλίγγια,
κι είχα το μέτωπο λευκό πάνω απ᾽ τα μαύρα φρύδια,
25κι ήταν τα δυο τα μάτια μου πιο χαρωπά απ᾽ τα μάτια
της Αθηνάς της όμορφης και της γαλανομάτας,
κι είχα κορμί πιο παχουλό κι από το χλωροτύρι,
κι έβγαινεν απ᾽ το στόμα μου γλυκιά-γλυκιά η φωνή μου
κι από το μέλι πιο γλυκιά που βγαίνει απ᾽ την κηρήθρα
κι ήταν και το τραγούδι μου γλυκό-γλυκό κι εκείνο
είτε φλογέραν έπαιζα, σουραύλι είτε καλάμι·
30και στα βουνά που εγύριζα, όλες εκεί οι γυναίκες,
όλες με βρίσκαν όμορφο κι όλες των μ᾽ αγαπούσαν·
και μόνο εκείνη, η χωριανή, δε μου ᾽δειξεν αγάπη
παρά με καταφρόνεσε γιατ᾽ είμαι βοϊδολάτης.
Τάχα δεν άκουσε ποτέ πως βόδια στα λιβάδια
έβοσκεν ο Διόνυσος, ο όμορφος γιος του Δία;
Τάχα δεν ξέρ᾽ η άπονη πως ένα βοϊδολάτη
κι η Αφροδίτη αγάπησε κι ήταν τρελή για κείνον
35και στης Φρυγίας τα βουνά γύριζε βοσκοπούλα,
κι αγάπησε τον Άδωνι μες στα πυκνά λαγκάδια
και στα λαγκάδια τα πυκνά τον έκλαψεν εκείνη;
Κι ο Ενδυμίων τί ήτανε; δεν ήταν βοϊδολάτης;
μα τόσο τον αγάπησε κι εκείνον η Σελήνη
που ᾽φευγεν απ᾽ τον Όλυμπο κρυφά-κρυφά μονάχη
και στις χαράδρες πήγαινε κι επλάγιαζε μαζί του.
40Και συ, Κυβέλη, τάχατε δεν κλαις το βοϊδολάτη;
Μήπως κι ο Ζευς δεν έγινεν αϊτός για βοϊδολάτη;

Μόνο η Ευνίκη, πιο όμορφη τάχα κι απ᾽ την Κυβέλη
κι απ᾽ τη Σελήνη πιο όμορφη κι από την Αφροδίτη,
αυτή δεν καταδέχεται, δε θέλει βοϊδολάτη.
Και συ, Αφροδίτη, εδώ κι εμπρός μην αγαπάς εκείνον,
μη τον γυρεύεις στο βουνό, μη τον ζητάς στη χώρα,
45μα μόνη κι ολομόναχη τη νύκτα να κοιμάσαι.