Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (11.1-11.29)


11. ΚΥΚΛΩΨ


Οὐδὲν ποττὸν ἔρωτα πεφύκει φάρμακον ἄλλο,
Νικία, οὔτ᾽ ἔγχριστον, ἐμὶν δοκεῖ, οὔτ᾽ ἐπίπαστον,
ἢ ταὶ Πιερίδες· κοῦφον δέ τι τοῦτο καὶ ἁδύ
γίνετ᾽ ἐπ᾽ ἀνθρώποις, εὑρεῖν δ᾽ οὐ ῥᾴδιόν ἐστι.
5 γινώσκειν δ᾽ οἶμαί τυ καλῶς ἰατρὸν ἐόντα
καὶ ταῖς ἐννέα δὴ πεφιλημένον ἔξοχα Μοίσαις.
οὕτω γοῦν ῥάιστα διᾶγ᾽ ὁ Κύκλωψ ὁ παρ᾽ ἁμῖν,
ὡρχαῖος Πολύφαμος, ὅκ᾽ ἤρατο τᾶς Γαλατείας,
ἄρτι γενειάσδων περὶ τὸ στόμα τὼς κροτάφως τε.
10 ἤρατο δ᾽ οὐ μάλοις οὐδὲ ῥόδῳ οὐδὲ κικίννοις,
ἀλλ᾽ ὀρθαῖς μανίαις, ἁγεῖτο δὲ πάντα πάρεργα.
πολλάκι ταὶ ὄιες ποτὶ τωὔλιον αὐταὶ ἀπῆνθον
χλωρᾶς ἐκ βοτάνας· ὃ δὲ τὰν Γαλάτειαν ἀείδων
αὐτὸς ἐπ᾽ ἀιόνος κατετάκετο φυκιοέσσας
15 ἐξ ἀοῦς, ἔχθιστον ἔχων ὑποκάρδιον ἕλκος,
Κύπριδος ἐκ μεγάλας τό οἱ ἥπατι πᾶξε βέλεμνον.
ἀλλὰ τὸ φάρμακον εὗρε, καθεζόμενος δ᾽ ἐπὶ πέτρας
ὑψηλᾶς ἐς πόντον ὁρῶν ἄειδε τοιαῦτα·

Ὦ λευκὰ Γαλάτεια, τί τὸν φιλέοντ᾽ ἀποβάλλῃ,
20 λευκοτέρα πακτᾶς ποτιδεῖν, ἁπαλωτέρα ἀρνός,
μόσχω γαυροτέρα, φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς;
φοιτῇς δ᾽ αὖθ᾽ οὕτως ὅκκα γλυκὺς ὕπνος ἔχῃ με,
οἴχῃ δ᾽ εὐθὺς ἰοῖσ᾽ ὅκκα γλυκὺς ὕπνος ἀνῇ με,
φεύγεις δ᾽ ὥσπερ ὄις πολιὸν λύκον ἀθρήσασα;
25 ἠράσθην μὲν ἔγωγε τεοῦς, κόρα, ἁνίκα πρᾶτον
ἦνθες ἐμᾷ σὺν ματρὶ θέλοισ᾽ ὑακίνθινα φύλλα
ἐξ ὄρεος δρέψασθαι, ἐγὼ δ᾽ ὁδὸν ἁγεμόνευον.
παύσασθαι δ᾽ ἐσιδών τυ καὶ ὕστερον οὐδ᾽ ἔτι πᾳ νῦν
ἐκ τήνω δύναμαι· τὶν δ᾽ οὐ μέλει, οὐ μὰ Δί᾽ οὐδέν.


11. ΚΥΚΛΩΨ


Νικία, για τον έρωτα βοτάνι δεν είν᾽ άλλο,
μηδέ κανένα γιατρικό παρά τα τραγουδάκια·
αυτά αλαφρώνουν τα δεινά και τους καημούς γλυκαίνουν,
φθάνει να νιώθεις να τα βρεις και να τα τραγουδήσεις.
5Θαρρώ πώς θα το ξέρεις δα και θα το καλοξέρεις,
τι είσαι γιατρός κι αγαπητός και στις εννιά τις Μούσες.
Έτσι περνούσεν εύκολα τον πόνο της καρδιάς του
κι ο Κυκλομάτης ο παλιός Πολύφημος εκείνος,
όταν με τη Γαλάτεια βρέθηκ᾽ ερωτευμένος
τότε που πρωτοχνούδωναν τα πρώτα του γενάκια.
10Δεν ήταν έρωτας αυτός με ρόδα και με μήλα
μα ᾽τανε τρέλ᾽ αληθινή, κι έξω απ᾽ τον έρωτά του
τίποτα δε λογάριαζε, τίποτα δεν ψηφούσε.
Πολλές φορές εγύριζαν απ᾽ τα χλωρά λιβάδια
δίχως αυτόν τα πρόβατα κι έρημα στο μαντρί των·
κι εκείνος τη Γαλάτεια με πόνο τραγουδώντας
15στα φύκια της ακρογιαλιάς απ᾽ την αυγή ως το βράδυ,
ένοιωθε πόνο στην καρδιά κι έλιων᾽ από τον πόνο.
Μα το ᾽χε βρει το γιατρικό· σε βράχο καθισμένος
και βλέποντας στη θάλασσα σαν τέτοια ετραγουδούσε.

(ΩΔΗ)
Αφρόπλαστη Γαλάτεια, τί μ᾽ αποδιώχνεις έτσι
20σαν το μοσχάρι πεταχτή, σκληρή σαν αγουρίδα,
και βγαίνεις έξω στη στεριά την ώρα που κοιμάμαι
και πας τρεχάτη στο γιαλό μόλις ξυπνώ ο καημένος
σαν προβατίνα που άξαφνα το γερολύκο βλέπει;

25Εγώ σε πρωταγάπησα, κόρη μου, σαν πρωτόρθες
θέλοντας με τη μάνα μου λαλέδες να μαζέψεις
απ᾽ το βουνό, κι εγώ μπροστά σάς έδειχνα τη στράτα.
Αχ! από τότε λαχταρώ και θέλω να σε βλέπω
και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς· μα δε σε νοιάζει εσένα.