Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (3.28-3.54)


ἔγνων πρᾶν, ὅκα μοι, μεμναμένῳ εἰ φιλέεις με,
οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο τὸ πλατάγημα,
30 ἀλλ᾽ αὔτως ἁπαλῷ ποτὶ πάχεϊ ἐξεμαράνθη.
εἶπε καὶ Ἀγροιὼ τἀλαθέα κοσκινόμαντις,
ἁ πρᾶν ποιολογεῦσα παραιβάτις, οὕνεκ᾽ ἐγὼ μέν
τὶν ὅλος ἔγκειμαι, τὺ δέ μευ λόγον οὐδένα ποιῇ.
ἦ μάν τοι λευκὰν διδυματόκον αἶγα φυλάσσω,
35 τάν με καὶ ἁ Μέρμνωνος ἐριθακὶς ἁ μελανόχρως
αἰτεῖ· καὶ δωσῶ οἱ, ἐπεὶ τύ μοι ἐνδιαθρύπτῃ.
ἅλλεται ὀφθαλμός μευ ὁ δεξιός· ἆρά γ᾽ ἰδησῶ
αὐτάν; ᾀσεῦμαι ποτὶ τὰν πίτυν ὧδ᾽ ἀποκλινθείς,
καί κέ μ᾽ ἴσως ποτίδοι, ἐπεὶ οὐκ ἀδαμαντίνα ἐστίν.
40Ἱππομένης, ὅκα δὴ τὰν παρθένον ἤθελε γᾶμαι,
μᾶλ᾽ ἐν χερσὶν ἑλὼν δρόμον ἄνυεν· ἁ δ᾽ Ἀταλάντα
ὡς ἴδεν, ὣς ἐμάνη, ὣς ἐς βαθὺν ἅλατ᾽ ἔρωτα.
τὰν ἀγέλαν χὠ μάντις ἀπ᾽ Ὄθρυος ἆγε Μελάμπους
ἐς Πύλον· ἁ δὲ Βίαντος ἐν ἀγκοίναισιν ἐκλίνθη
45 μάτηρ ἁ χαρίεσσα περίφρονος Ἀλφεσιβοίας.
τὰν δὲ καλὰν Κυθέρειαν ἐν ὤρεσι μῆλα νομεύων
οὐχ οὕτως Ὥδωνις ἐπὶ πλέον ἄγαγε λύσσας,
ὥστ᾽ οὐδὲ φθίμενόν νιν ἄτερ μαζοῖο τίθητι;
ζαλωτὸς μὲν ἐμὶν ὁ τὸν ἄτροπον ὕπνον ἰαύων
50 Ἐνδυμίων· ζαλῶ δέ, φίλα γύναι, Ἰασίωνα,
ὃς τόσσων ἐκύρησεν, ὅσ᾽ οὐ πευσεῖσθε, βέβαλοι.
ἀλγέω τὰν κεφαλάν, τὶν δ᾽ οὐ μέλει. οὐκέτ᾽ ἀείδω,
κεισεῦμαι δὲ πεσών, καὶ τοὶ λύκοι ὧδέ μ᾽ ἔδονται.
ὡς μέλι τοι γλυκὺ τοῦτο κατὰ βρόχθοιο γένοιτο.


Το ξέρω πως δε μ᾽ αγαπάς· θέλοντας να το μάθω,
έκρουσα μες στη φούχτα μου της παπαρούνας φύλλο
30κι εκείνο απομαράθηκε χωρίς να κάνει κρότο.

Μα κι η κοσκινομάντισσα η σταχολόγα η Γραίω
κι αυτή που την ερώτησα αληθινά μου το ᾽πε
πως είμ᾽ εγώ τρελός για σε και συ δε με λογιάζεις.

Φυλάω για σένα κάτασπρη και διπλομάνα γίδα,
35που την ζητά η μελαχρινή του Μέρμνωνα δουλεύτρα·
σαν δε με καταδέχεσαι σ᾽ αυτήν θα τη χαρίσω.

Παίζει το μάτι μ᾽ το δεξί· μήπως την ανταμώσω;
Θα γείρω δίπλα στη φτελιά και θενα τραγουδήσω
κι ίσως γυρίσει να με δει· δεν είναι δα από πέτρα.

40Την Αταλάντη θέλοντας να πάρει ο Ιππομένης,
παράβγηκε στο τρέξιμο κι είχε στα χέρια μήλα,
κι ευθύς τον ερωτεύθηκε μόλις τον είδ᾽ εκείνη.

Όταν στην Πύλο ο Μέλαμπος έφερε το κοπάδι
από την Όθρυ, έγειρε στην αγκαλιά του Βία
45η ωραία Πειρώ, της γνωστικής Αλφεσιβοίας η μάνα.

Και μήπως τάχα ο Άδωνις, μες στα βουνά τσοπάνης,
δε μάγεψε τόσο τρελά την όμορφη Αφροδίτη
που και νεκρό στον κόρφο της σφιχτά τον εκρατούσε;

Μα και τον Ενδυμίωνα ζηλεύω που εκοιμήθη
50τον ύπνο τον αξύπνητο· και τον Γιασίων᾽ ακόμα,
που απόλαψε όσα δεν μπορούν οι αμάθευτοι ν᾽ ακούσουν.

Πονεί μου εμένα η κεφαλή κι εσένα δε σε μέλει.
Θα πάψω το τραγούδι μου και θενα πέσω χάμω
νά ᾽ρθουν οι λύκοι να με φαν για να χαρεί η καρδιά σου.