Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (2.112-2.135)


καί μ᾽ ἐσιδὼν ὥστοργος ἐπὶ χθονὸς ὄμματα πάξας
ἕζετ᾽ ἐπὶ κλιντῆρι καὶ ἑζόμενος φάτο μῦθον·
«ἦ ῥά με, Σιμαίθα, τόσον ἔφθασας, ὅσσον ἐγώ θην
115 πρᾶν ποκα τὸν χαρίεντα τράχων ἔφθασσα Φιλῖνον,
ἐς τὸ τεὸν καλέσασα τόδε στέγος ἢ ᾽μὲ παρῆμεν.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

ἦνθον γάρ κεν ἐγώ, ναὶ τὸν γλυκὺν ἦνθον Ἔρωτα,
ἢ τρίτος ἠὲ τέταρτος ἐὼν φίλος αὐτίκα νυκτός,
120 μᾶλα μὲν ἐν κόλποισι Διωνύσοιο φυλάσσων,
κρατὶ δ᾽ ἔχων λεύκαν, Ἡρακλέος ἱερὸν ἔρνος,
πάντοθι πορφυρέαισι περὶ ζώστραισιν ἑλικτάν.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

καί κ᾽, εἰ μέν μ᾽ ἐδέχεσθε, τάδ᾽ ἦς φίλα (καὶ γὰρ ἐλαφρός
125 καὶ καλὸς πάντεσσι μετ᾽ ἠιθέοισι καλεῦμαι),
εὗδόν τ᾽, εἴ κε μόνον τὸ καλὸν στόμα τεῦς ἐφίλησα·
εἰ δ᾽ ἄλλᾳ μ᾽ ὠθεῖτε καὶ ἁ θύρα εἴχετο μοχλῷ,
πάντως κα πελέκεις καὶ λαμπάδες ἦνθον ἐφ᾽ ὑμέας.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

130 νῦν δὲ χάριν μὲν ἔφαν τᾷ Κύπριδι πρᾶτον ὀφείλειν,
καὶ μετὰ τὰν Κύπριν τύ με δευτέρα ἐκ πυρὸς εἵλευ,
ὦ γύναι, ἐσκαλέσασα τεὸν ποτὶ τοῦτο μέλαθρον
αὔτως ἡμίφλεκτον· Ἔρως δ᾽ ἄρα καὶ Λιπαραίω
πολλάκις Ἁφαίστοιο σέλας φλογερώτερον αἴθει·

135 φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.


Και μόλις μ᾽ είδε ο άπονος χαμήλωσε τα μάτια
και στο σκαμνί εθρονιάστηκε και τέτοια λόγια μου ᾽πε:
«Πρόλαβες και μ᾽ εκάλεσες στο σπίτι σου, Σιμαίθα,
115όπως εγώ στο τρέξιμο πρόλαβα το Φιλίνο.»

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου ᾽γεννήθ᾽ η αγάπη.

«Όμως λογάριαζα κι εγώ νά ᾽ρθω τη νύκτ᾽ απόψε,
μά το γλυκό τον Έρωτα, μαζί μ᾽ άλλους μου φίλους,
120κρύβοντας μες στον κόρφο μου γλυκόμηλα του Βάκχου
κι ένα στεφάνι ολόγυρα στην κεφαλή φορώντας,
στεφάνι λεύκας, ιερό κλωνάρι του Ηρακλέους,
στεφάνι καταστόλιστο με κόκκινες κορδέλες.»

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου ᾽γεννήθη η αγάπη

«Κι αν με καλοδεχόσαστε, θα το ᾽χα για χαρά μου
αν μοναχά το στόμα σου το γλυκερό ᾽φιλούσα
125—γιατ᾽ είμαι νιος ευγενικός κι όμορφος μέσα σ᾽ όλους—
μ᾽ αν έβρισκα την πόρτα σας κλειστή, μανταλωμένη,
θα ᾽χα πελέκια κοφτερά, θα ᾽χα δαυλιά για δαύτη».

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου ᾽γεννήθη η αγάπη.

130«Και τώρα χάρη εγώ χρωστώ στην Αφροδίτη πρώτα
κι ύστερα χάρη δεύτερη χρωστώ σε σένα πάλι
που μ᾽ έβγαλες απ᾽ τη φωτιά του πόθου πριν με κάψει
κι έστειλες και μ᾽ εκάλεσες να ᾽ρθω στο σπιτικό σου·
γιατί κι από το φλογερό το ηφαίστειο της Λιπάρας
πιο καυτερά, πιο φλογερά ο έρως καίει και φλέγει».

135Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου ᾽γεννήθη η αγάπη.


Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
Κι όπως με βλέπει ο άκαρδος, καρφώνει χάμω
τα βλέμματά του, κάθεται στην κλίνη απάνω
κι αυτά μου λέει καθίζοντας: «Σιμαίθα, αλήθεια,
115όσο τον όμορφο Φιλίνο εγώ τις προάλλες
ξεπέρασα στο τρέξιμο, κι εσύ άλλο τόσο
με πέρασες μ᾽ αυτό το κάλεσμα εδώ μέσα·»

Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
«γιατί, μα το γλυκό τον Έρωτα, θα ᾽ρχόμουν,
μόλις θα νύχτωνε, με δυο ή με τρεις μου φίλους·
120στον κόρφο μου του Διόνυσου θα κράταα μήλα
και γύρω στο κεφάλι μου στεφάνι θα είχα,
στεφάνι λεύκα, του Ηρακλή το ιερό βλαστάρι,
όλο με πορφυρές ταινίες περιπλεγμένο·»

Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
«και τότε, αν με δεχόσαστε, καλά (γιατί έχω
125στα παλικάρια ανάμεσα τ᾽ όνομα ότ᾽ είμαι
ωραίος και σβέλτος) κι αρκετό για μένα θα ήταν
και μόνο να φυλούσα τ᾽ όμορφό σου στόμα·
μα αν μου μανταλωνόσαστε, στο σπίτι απάνω
τσεκούρι και φωτιά θα κάνανε γιουρούσι·»

Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
130«και τώρα χάρη εγώ πρώτα χρωστάω στην Κύπρη,
κι έπειτ᾽ από την Κύπρη εσύ, καλή μου, μ᾽ έχεις
τραβήξει απ᾽ τη φωτιά, με το να με καλέσεις
στο σπίτι σου εδεπά, μισοκαμένον έτσι·
και πάμπολλες φορές η φλόγα του Έρωτα είναι
πιο καυτερή κι απ᾽ του Ηφαίστου του Λιπαραίου,»