Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ

Σαμία (206-10)


ΜΕΡΟΣ Γ’


[ΔΗ.] . . . . . . . . . . . . . . . .]. δρόμου καλο[ῦ
χειμὼν ἀπ[ροσδ]όκητος ἐξαίφνης [μέγας
ἐλθών. ἐκεῖνος τοὺς ἐν εὐδίᾳ ποτὲ
θέοντας ἐξήραξε κἀνεχαίτισε·
210 τοιοῦτο γὰρ καὶ τοὐμόν ἐστι νῦν· ἐγὼ
ὁ τοὺς γάμους ποῶν, ὁ θύων τοῖς θεοῖς,
ᾧ πάντα κατὰ νοῦν ἀρτίως ἐγίγν[ετο,
οὐδ᾽ εἰ βλέπω, μὰ τὴν Ἀθηνᾶν, οἶδ᾽ [ἐγὼ
καλῶς ἔτ᾽· οὔκ, [ἀ]λλ᾽ ἐπὶ τ‹ὸ› πρόσθεν π̣[εριπατῶ
215 ὀδύν]ην τιν᾽ ἀνυπέρβλητον ἐξ[αίφνης ἔχων.
ἦ ᾽στ[ὶ] πιθανόν; σκέψασθε πότερα [νῦν φρονῶ
ἢ μαίνομ᾽· οὐδὲν εἰς ἀκρίβειαν [
λαβὼν ἐπάγομαι μέγ᾽ ἀτύχημα [
ὡς γὰρ τάχιστ᾽ εἰσῆλθον, ὑπερεσπουδακὼς
220 τὰ τοῦ γάμου πράττειν, φράσας τὸ πρᾶγμ᾽ ἁπλῶς
τοῖς ἔνδον ἐκέλευσ᾽ εὐτρεπίζειν πάνθ᾽ ἃ δεῖ,
καθαρὰ ποεῖν, πέττειν, ἐνάρχεσθαι κανοῦν.
ἐγίνετ᾽ ἀμέλει πάνθ᾽ ἑτοίμως, τὸ δὲ τάχος
τῶν πραττομένων ταραχήν τιν᾽ αὐτοῖς ἐνεπόει,
225 ὅπερ εἰκός. ἐπὶ κλίνης μὲν ἔρριπτ᾽ ἐκποδὼν
τὸ παιδίον κεκραγός· αἳ δ᾽ ἐβόων ἅμα
«ἄλευρ᾽, ὕδωρ, ἔλαιον ἀπόδος ἄνθρακας.»
καὐτὸς διδοὺς τούτων τι καὶ συλλαμβάνων
εἰς τὸ ταμιεῖον ἔτυχον εἰσελθών, ὅθεν
230 πλείω προαιρῶν συσκοπούμενος [θ᾽ ἅμα
οὐκ εὐθὺς ἐξῆλθον. καθ᾽ ὃν δ᾽ ἦν χρόνον ἐγὼ
ἐνταῦθα, κατέβαιν᾽ ἀφ᾽ ὑπερῴου τις γυνὴ
ἄνωθεν εἰς τοὔμπροσθε τοῦ ταμιειδίου
οἴκημα· τυγχάνει γὰρ ἱστεών τις ὤν,
235 ὥσθ᾽ ἥ τ᾽ ἀνάβασίς ἐστι διὰ τούτου τό τε
ταμιεῖον ἡμῖν. τοῦ δὲ Μοσχίωνος ἦν
τίτθη τις αὕτη, πρεσβυτέρα, γεγονυῖ᾽ ἐμὴ
θεράπαιν᾽, ἐλευθέρα δὲ νῦν. ἰδοῦσα δὲ
τὸ παιδίον κεκραγὸς ἠμελημένον
240 ἐμέ τ᾽ οὐδὲν εἰδυῖ᾽ ἔνδον ὄντ᾽, ἐν ἀσφαλεῖ
εἶναι νομίσασα τοῦ λαλεῖν, προσέρχεται
καὶ ταῦτα δὴ τὰ κοινὰ «φίλτατον τέκνον»
εἰποῦσα καὶ «μέγ᾽ ἀγαθόν· ἡ μάμμη δέ ποῦ;»
ἐφίλησε, περιήνεγκεν. ὡς δ᾽ ἐπαύσατο
245 κλᾶον, πρὸς αὑτήν φησιν «ὦ τάλαιν᾽ ἐγώ,
πρώην τοιοῦτον ὄντα Μοσχίων᾽ ἐγώ,
αὐτὸν ἐτιθηνούμην ἀγαπῶσα, νῦν δ᾽ [ἐπεὶ
παιδίον ἐκείνου γέγονεν ἤδη καὶ τόδ[ε
(desunt in C uersus ii uel iii)


ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ


ΔΗΜ. … Εκεί που ταξιδεύεις ωραία, ξαφνικά θύελλα
φοβερή, που δεν περίμενες, χτυπά κι αναποδογυρίζει
το πλοίο, καθώς πήγαινε σε ήρεμα νερά.
210Κάτι τέτοιο τώρα έπαθα κι εγώ· εγώ
που ετοίμαζα τον γάμο, που θυσίαζα στους θεούς,
που σε μένα όλα πριν από λίγο ήρθαν
όπως τα ήθελα, ούτε αν βλέπω καλά
μα την Αθηνά, δεν ξέρω πια. Όχι, αλλ᾽ εδώ
215βρίσκομαι με πόνο ξαφνικό κι αβάσταχτο.
Ποιός θα το πίστευε; Σκεφτείτε, αν είμαι τώρα
στα καλά μου ή τρελάθηκα. Χωρίς να ξέρω
τίποτε με βεβαιότητα, το συμπέρασμα είναι
μεγάλη συφορά. Μόλις λοιπόν μπήκα μέσα
220όλος φροντίδα και βιασύνη να κάνουμε τον γάμο,
απλώς το ανακοίνωσα και τους διέταξα
να κάνουν όλα όσα χρειάζονται: να καθαρίσουν
το σπίτι, να ζυμώσουν, ν᾽ αρχίσουν τη θυσία.
Και πράγματι όλα γίνονταν με προθυμία.
Η βιασύνη όμως, όπως είναι φυσικό, προκάλεσε
αναστάτωση στο σπίτι. Το μωρό έκλαιγε
225γοερά ριγμένο σ᾽ ένα κρεβάτι και οι γυναίκες
φώναζαν «αλεύρι», «νερό», «λάδι», «φέρε
κάρβουνα». Κι εγώ δίνοντάς τους αυτά
και βοηθώντας, μπήκα στην αποθήκη
από όπου δεν βγήκα αμέσως, γιατί τους
230έδινα περισσότερα και εξετάζαμε τί άλλο
χρειαζόταν. Κι ενώ ήμουν εκεί, μια γυναίκα
κατέβαινε από το πάνω πάτωμα στο δωμάτιο
μπροστά στην αποθήκη —είναι εργαστήριο
που υφαίνουν— έτσι απ᾽ αυτό περνάμε
235και για να ανεβούμε και για την αποθήκη.
Αυτή υπήρξε του Μοσχίωνος τροφός, γυναίκα
ηλικιωμένη, δούλη μου κάποτε, τώρα ελεύθερη.
Όταν είδε το παιδί να κλαίει παραμελημένο
και μη έχοντας ιδέα ότι εγώ ήμουν μέσα,
240νόμισε ότι μπορεί να μιλήσει ελεύθερα·
Πηγαίνει κοντά του, του λέει αυτά τα γνωστά,
«αγαπημένο μου παιδί» και «θησαυρέ μου,
πού είναι η μανούλα σου;» Το φίλησε,
το πήρε στην αγκαλιά της. Κι όταν έπαψε
να κλαίει, την άκουσα να λέει,
245«ω δυστυχία μου, κάποτε που ήταν ο Μοσχίων
μωράκι σαν αυτό, εγώ το φρόντιζα με αγάπη,
αλλά τώρα αυτό εδώ το δικό του παιδί...
(λείπουν 2 ή 3 στίχοι)