Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ

Σαμία (540-567)


540 (ΔΗ.) τί τὸ πάθος δ᾽ ἐστίν; ΝΙ. διδοῦσαν τιτθίον τῷ παιδίῳ
ἀρτίως ἔνδον κατέλαβον τὴν ἐμαυτοῦ θυγατέρα.
(ΔΗ.) τυχὸν ἔπαιζεν. (ΝΙ.) οὐκ ἔπαιζεν. ὡς γὰρ εἰσιόντα με
εἶδεν, ἐξαίφνης κατέπεσεν. (ΔΗ.) τυχὸν ἴσως ἔδοξέ [σοι.
(ΝΙ.) παρατενεῖς «τυχὸν» λέγων μοι πάντα. (ΔΗ.) τούτων αἴτιος
545 εἴμ᾽ ἐγώ. (ΝΙ.) τί φῄς; (ΔΗ.) ἄπιστον πρᾶγμά μοι δοκεῖς λέγειν.
(ΝΙ.) ἀλλὰ μὴν εἶδον. (ΔΗ.) κορυζᾷς; (ΝΙ.) οὗτος οὐκ ἔστιν λόγος.
ἀλλὰ πάλιν ἐλθών— (ΔΗ.) τὸ δεῖνα· μικρόν, ὦ τᾶν — οἴχεται.
πάντα πράγματ᾽ ἀνατέτραπται, τέλος ἔχει. νὴ τὸν Δία,
οὑτοσὶ τὸ πρᾶγμ᾽ ἀκούσας χαλεπανεῖ, κεκράξεται·
550 τραχὺς ἅνθρωπος, σκατοφάγος, αὐθέκαστος τῷ τρόπῳ.
ἐμὲ γὰρ ὑπονοεῖν τοιαῦτα τὸν μιαρὸν ἐχρῆν, ἐμέ;
νὴ τὸν Ἥφαιστον, δικαίως ἀποθάνοιμ᾽ ἄν. Ἡράκλεις,
ἡλίκον κέκραγε. τοῦτ᾽ ἦν· πῦρ βοᾷ· τὸ παιδίον
φησὶν ἐμπρήσειν ἀπειλῶν· ὑιδοῦν ὀπτώμενον
555 ὄψομαι. πάλιν πέπληχε τὴν θύραν. στρόβιλος ἢ
σκηπτὸς ἅνθρωπός τις ἐστί. ΝΙ. Δημέα, συνίσταται
ἐπ᾽ ἐμὲ καὶ πάνδεινα ποιεῖ πράγμαθ᾽ ἡ Χρυσίς. (ΔΗ.) τί φῄς;
(ΝΙ.) τὴν γυναῖκά μου πέπεικε μηθὲν ὁμολογεῖν ὅλως
μηδὲ τὴν κόρην, ἔχει δὲ πρὸς βίαν τὸ παιδίον
560 οὐ προήσεσθαί τε φησίν· ὥστε μὴ θαύμαζ᾽, ἐὰν
αὐτόχειρ αὐτῆς γένωμαι. ΔΗ. τῆς γυναικὸς αὐτόχειρ;
(ΝΙ.) πάντα γὰρ σύνοιδεν αὕτη. (ΔΗ.) μηδαμῶς, Νικήρατε.
(ΝΙ.) σοὶ δ᾽ ἐβουλόμην προειπεῖν. (ΔΗ.) οὑτοσὶ μελαγχολᾷ.
εἰσπεπήδηκεν. τί τούτοις τοῖς κακοῖς τις χρήσεται;
565 οὐδεπώποτ᾽ εἰς τοιαύτην ἐμπεσών, μὰ τοὺς θεούς,
οἶδα ταραχήν. ἔστι μέντοι τὸ γεγονὸς φράσαι σαφῶς
πολὺ κράτιστον. ἀλλ᾽, Ἄπολλον, ἡ θύρα πάλιν ψοφεῖ.


540ΔΗΜ. Τί έπαθες; ΝΙΚ. Πριν από λίγο έπιασα την κόρη μου να βυζαίνει το παιδί.
ΔΗΜ. Ίσως έπαιζε. ΝΙΚ. Δεν έπαιζε, γιατί μόλις με είδε ξαφνικά να μπαίνω,
λιποθύμησε. ΔΗΜ. Ίσως σου φάνηκε. ΝΙΚ. Θα με πεθάνεις με τα «ίσως»
που μου λες. ΔΗΜ. Εγώ φταίω για αυτά. ΝΙΚ. Τί λες; ΔΗΜ. Μου φαίνονται
545απίστευτα αυτά που λες. ΝΙΚ. Αλλά τα είδα με τα μάτια μου. ΔΗΜ. Βλέπεις καλά;
ΝΙΚ. Αυτός δεν είναι λόγος. Αλλά πηγαίνω πάλι— ΔΗΜ. Μια στιγμή, στάσου,
ε, συ — χάθηκε. Όλα αναποδογυρίστηκαν, ήρθε το τέλος.
Μα τον Δία, αυτός εδώ, αν μάθει τί έγινε, θα εξαγριωθεί,
550θα βάλει τις φωνές. Ο άνθρωπος είναι τραχύς, αγροίκος,
απλοϊκός. Έπρεπε εγώ να υποψιαστώ τέτοια πράγματα;
Εγώ ο σιχαμένος; Μά τον Ήφαιστο μου αξίζει να πεθάνω.
Ηρακλή μου, πώς φωνάζει! Αυτό ήταν· ζητά φωτιά· απειλεί
555να κάψει το παιδί. Το εγγονάκι μου θα δω να ψήνεται.
Βγαίνει πάλι έξω. Ο άνθρωπος είναι τυφώνας, κεραυνός.

ΝΙΚ. Δημέα, η Χρυσίς τα ᾽χει βάλει μαζί μου και κάνει
πράγματα φοβερά. ΔΗΜ. Τί λες; ΝΙΚ. Έχει πείσει τη γυναίκα μου
και την κόρη μου να μην ομολογήσουν τίποτε,
και κρατάει διά της βίας το παιδί. Λέει ότι δεν θα το αφήσει.
560Ώστε μην απορείς αν τη σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια.
ΔΗΜ. Θα σκοτώσεις τη γυναίκα μου; ΝΙΚ. Γιατί σ᾽ όλα μέσα είναι
κι αυτή. ΔΗΜ. Μη, Νικήρατε, όχι. ΝΙΚ. Ήθελα να σε προειδοποιήσω.
ΔΗΜ. Αυτός εδώ τρελάθηκε! Όρμησε μέσα. Τί να κάνω τώρα;
Ποτέ μου δεν θυμάμαι, μα τους θεούς, να βρέθηκα
565σε τέτοια ταραχή. Όμως το καλύτερο είναι να του πω
καθαρά τί έγινε. Απόλλωνά μου, βγαίνει πάλι.