Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ

Δύσκολος (81-123)


ΠΥΡΡΙΑΣ
πάρες, φυλάττου, πᾶς ἄπελθ᾽ ἐκ τοῦ μέσου·
μαίνεθ᾽ ὁ διώκων, μαίνεται. (ΣΩ.) τί τοῦτο, παῖ;
(ΠΥ.) φεύγετε. (ΣΩ.) τί ἐστι; (ΠΥ.) βάλλομαι βώλοις, λίθοις·
ἀπόλωλα. (ΣΩ.) βάλλει; ποῖ, κακόδαιμον; (ΠΥ.) οὐκέτι
85 ἴσως διώκει; (ΣΩ.) μὰ Δία. (ΠΥ.) ἐγὼ δ᾽ ᾤμην. (ΣΩ.) τί δαὶ
λέγεις; (ΠΥ.) ἀπαλλαγῶμεν, ἱκετεύω σε. (ΣΩ.) ποῖ;
(ΠΥ.) ἀπὸ τῆς θύρας ἐντεῦθεν ὡς πορρωτάτω.
Ὀδύνης γὰρ ὑὸς ἦ‹ν›· κακοδαιμ‹ον›ῶν τις ἢ
μελαγχολῶν ἅνθρωπος οἰκῶ[ν ἐνθαδ]ὶ
90 τὴν οἰκίαν πρὸς ὅν μ᾽ ἔπεμπ̣[ες
μεγάλου κακοῦ· τοὺς δακτύλους [κατέαξα γὰρ
σχεδόν τι προσπταίων ἅπα[ντας
‹ΣΩ.› ἐλθών τί πεπαρῴνηκε δεῦ[ρο; [ΧΑΙ.] παραφρονῶν
εὔδηλός ἐστι. (ΠΥ.) νὴ Δί᾽, ἐξώλ[ης ἄρα,
95 Σώστρατ᾽, ἀπολο[ίμην· ἔχε] δέ πως φυλακτικῶς.
ἀλλ᾽ οὐ δύναμαι λ[έγειν, προ]σέστηκεν δέ μοι
τὸ πνεῦμα. κόψας τὴν θύραν τῆς οἰκίας
τὸν κύριον ζητεῖν ἔφην· προῆλθέ μοι
γραῦς τις κακοδαίμων, αὐτόθεν δ᾽ οὗ νῦν λέγων
100 ἕστηκ᾽ ἔδειξεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ λοφιδίου
ἐκεῖ περιφθειρόμενον ἀχράδας, ἦ πολὺν
κύφων᾽ ἑαυτῷ συλλέγοντα. ΣΩ. ὡς ὀργίλως.
‹ΠΥ.› τί, ὦ μακάριε; ἐγὼ μὲν εἰς τὸ χωρίον
ἐμβὰς ἐπορευόμην πρὸς αὐτὸν καὶ πάνυ
105 πόρρωθεν, εἶναί τις φιλάνθρωπος σφόδρα
ἐπιδέξιός τε βουλόμενος προσεῖπα καὶ
«ἥκω τι» φημί «πρός σε, πάτερ, ἰδεῖν τί σε
σπεύδων ὑπὲρ σοῦ πρᾶγμ᾽»· ‹ὁ δ᾽› εὐθύς, «ἀνόσιε
ἄνθρωπέ,» φησιν, «εἰς τὸ χωρίον δέ μου
110 ἥκεις ‹σύ;› τί μαθών;» βῶλον αἴρεταί τινα·
ταύτην ἀφίησ᾽ εἰς τὸ πρόσωπον αὐτό μου.
ΧΑΙ. ἐς κόρακας. (ΠΥ.) ἐν ὅσῳ δ᾽ «ἀλλά σ᾽ ὁ Ποσειδῶν—» λέγων
κατέμυσα, χάρακα λαμβάνει πάλιν τινά·
ταύτῃ μ᾽ ἐκάθαιρε, «σοὶ δὲ κἀμοὶ πρᾶγμα τί
115 ἐστιν;» λέγων, «τὴν δημοσίαν οὐκ οἶσθ᾽ ὁδόν;»
ὀξύτατον ἀναβοῶν τι. ΧΑΙ. μαινόμενον λέγεις
τελέως γεωργόν. (ΠΥ.) τὸ δὲ πέρας· φεύγοντα γὰρ
δεδίωχ᾽ ἴσως με στάδια πέντε καὶ δέκα,
περὶ τὸν λόφον πρώτιστον, εἶθ᾽ οὕτω κάτω
120 εἰς τὸ δασὺ τοῦτο, σφενδονῶν βώλοις, λίθοις,
ταῖς ἀχράσιν ὡς οὐκ εἶχεν οὐδὲν ἄλλ᾽ ἔτι.
‹ΧΑΙ.› ἀνήμερόν τι πρᾶγμα τελέως, ἀνόσιος
γέρων. ‹ΠΥ.› ἱκετεύω σ᾽, ἄπιτε. (ΣΩ.) δειλίαν λέγεις.


Έρχεται ο Πυρρίας τρεχάτος και κατατρομαγμένος.
ΠΥΡΡΙΑΣ
Βάρδα, φυλάξου, φύγετε απ᾽ τη μέση·
ένας τρελός με πήρε του κυνήγου.
ΣΩΣ. Τί ᾽ναι, μωρέ Πυρρία; ΠΥΡ. Φευγάτε! δρόμο!
ΣΩΣ. Τί τρέχει; ΠΥΡ. Είμαι χαμένος· με βαράνε
με βώλους και με πέτρες. ΣΩΣ. Σε βαράνε;
Πού τρέχεις, δόλιε;
Ο Πυρρίας σταματάει απότομα και κοιτάζει πίσω του.
ΠΥΡ. Δε με κυνηγάει,
φαίνεται, πια. ΣΩΣ. Κανείς δεν κυνηγάει.
ΠΥΡ. Θαρρούσα εγώ πως κυνηγούσε ακόμα.
ΣΩΣ. Τί νέα λοιπόν; ΠΥΡ. Ας φύγουμε, αφεντάκι·
θερμοπαρακαλώ. ΣΩΣ. Και πού να πάμε;
ΠΥΡ. Μακριά απ᾽ αυτή την πόρτα, όσο μπορούμε.
Αυτός που κατοικεί στο σπίτι τούτο,
90ο άνθρωπος, λέω, που μ᾽ έστειλες να πάω,
είναι ένας γιος της συμφοράς, βλαμμένος,
θεοπάλαβος, κακού μεγάλου εργάτης·
έτσι όπως σκόνταφτα, όλα των ποδιών μου
τα δάχτυλα, εγώ λέω, θα τσακιστήκαν.
ΣΩΣ. (στο Χαιρέα) Ποιός ξέρει αυτός τί παλαβιά έχει κάμει;
ΧΑΙΡ. Φως φανερό. ΠΥΡ. Αχ, αφέντη, αν φταίω σε κάτι,
να μη σώσω· όχι, Σώστρατε· φυλάξου.
Μα να μιλήσω δεν μπορώ· η ανάσα
μού πιάνεται. — Τους χτύπησα την πόρτα·
είπα «θέλω να δω το νοικοκύρη».
Μια γριά, μια κακομοίρα, ήρθε κοντά μου,
κι από τη θέση αυτή όπου τώρα στέκω
100μου ᾽δειξε τον αφέντη της αντίκρυ
σ᾽ εκείνον το λοφάκο· τριγυρνούσε
και μάζευε αγριάχλαδα, ίσως ξύλα.
ΣΩΣ. (ειρωνικά) Οργής μεγάλης έργα. ΠΥΡ. Ευλογημένε,
μη βιάζεσαι. Εγώ μπήκα στο χωράφι
και βάδιζα να πάω εκεί κοντά του·
κι από πολιτική, ποθώντας κιόλας
να του φερθώ καλά, πολιτισμένα,
τον χαιρετώ μακριάθε και του λέω:
«Έρχομαι εδώ σ᾽ εσένα, πατερούλη,
με την επιθυμία να σου μιλήσω
για κάτι που, θαρρώ, θα σ᾽ ενδιαφέρει».
«Αθεόφοβε» φωνάζει αυτός αμέσως·
«τί σου ᾽ρθε, βρε, και μπαίνεις στο δικό μου
110το χτήμα;» Κι ένα βώλο ευθύς αρπώντας
μου τον πετάει κατάμουτρα. ΧΑΙΡ. Να πάρει
η οργή. ΠΥΡ. Και πριν καλά καλά προφτάσω
τα μάτια μου να κλείσω και να κράξω
«απ᾽ το θεό να τό ᾽βρεις», παίρνει εκείνος
ένα καμάκι, στύλο για τα δέντρα,
και μου ξυρίζει μια χαρά την κούτρα.
«Βρε, τί δοσοληψίες έχουμε οι δυο μας;»
μου λέει· «δεν ξέρεις το δημόσιο δρόμο;»
και ξεφωνούσε με σκληριές. ΧΑΙΡ. Έτσι όπως
τον περιγράφεις, είν᾽ ένας ξωμάχος
τέλεια τρελός. ΠΥΡ. Στα τελευταία, το βάζω
στα πόδια, αυτός με παίρνει το κατόπι,
με κυνηγάει ως δεκαπέντε στάδια,
στην αρχή γύρω γύρω στο λοφάκο,
ύστερα εδώ στο σύδεντρο που βλέπεις,
120βώλους και πέτρες πάνω μου πετώντας,
και τέλος, σα δεν είχε τίποτ᾽ άλλο,
αγριάχλαδα. ΧΑΙΡ. Τί ανήμερο θηρίο!
Αθεόφοβο γερόντιο. ΠΥΡ. Τραβηχτείτε,
παρακαλώ από δω. ΣΩΣ. Θα ᾽ταν δειλία.