Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ

Δύσκολος (50-80)


ΧΑΙΡΕΑΣ
50 τί φῄς; ἰδὼν ἐνθένδε παῖδ᾽ ἐλευθέραν
τὰς πλησίον Νύμφας στεφανοῦσαν, Σώστρατε,
ἐρῶν ἀπῆλθες εὐθύς; ΣΩΣΤΡΑΤΟΣ. εὐθύς. [ΧΑΙ.] ὡς ταχύ.
ἦ τοῦτ᾽ ἐβεβούλευσ᾽ ἐξιών, ἐρᾶν τινος;
(ΣΩ.) σκώπτεις· ἐγὼ δὲ, Χαιρέα, κακῶς ἔχω.
55 (ΧΑΙ.) ἀλλ᾽ οὐκ ἀπιστῶ. (ΣΩ.) διόπερ ἥκω παραλαβὼν
σὲ πρὸς τὸ πρᾶγμα, καὶ φίλον καὶ πρακτικὸν
κρίνας μάλιστα. (ΧΑΙ.) πρὸς τὰ τοιαῦτα, Σώστρατε,
οὕτως ἔχω· παραλαμβάνει τις τῶν φίλων
ἐρῶν ἑταίρας· εὐθὺς ἁρπάσας φέρω,
60 μεθύω, κατακάω, λόγον ὅλως οὐκ ἀνέχομαι·
πρὶν ἐξετάσαι γὰρ ἥτις ἐστί, δεῖ τυχεῖν.
τὸ μὲν βραδύνειν γὰρ τὸν ἔρωτ᾽ αὔξει πολύ,
ἐν τῷ ταχέως δ᾽ ἔνεστι παύσασθαι ταχύ.
γάμον λέγει τις καὶ κόρην ἐλευθέραν·
65 ἕτερος τίς εἰμ᾽ ἐνταῦθα· πυνθάνομαι γένος,
βίον, τρόπους. εἰς πάντα τὸν λοιπὸν χρόνον
μνείαν γὰρ ἤδη τῷ φίλῳ καταλείπομαι
ὡς ἂν διοικήσω περὶ ταῦτα. (ΣΩ.) καὶ μάλ᾽ εὖ
(οὐ πάνυ δ᾽ ἀρεσκόντως ἐμοί). (ΧΑΙ.) καὶ νῦν γε δεῖ
70 ταῦτα διακοῦσαι πρῶτον ἡμᾶς. (ΣΩ.) ὄρθριον
τὸν Πυρρίαν τὸν συγκυνηγὸν οἴκοθεν
ἐγὼ πέπομφα— (ΧΑΙ.) πρὸς τίνα; (ΣΩ.) αὐτῷ τῷ πατρὶ
ἐντευξόμενον τῆς παιδὸς ἢ τῷ κυρίῳ
τῆς οἰκίας ὅστις ποτ᾽ ἐστίν. (ΧΑΙ.) Ἡράκλεις,
75 οἷον λέγεις. (ΣΩ.) ἥμαρτον· οὐ γὰρ οἰκέτῃ
ἥρμοττ᾽ ἴσως τὸ τοιοῦτ‹ό γ᾽›. ἀλλ᾽ οὐ ῥᾴδιον
ἐρῶντα συνιδεῖν ἐστι τί ποτε συμφέρει·
καὶ τὴν διατριβὴν ἥτις ἔστ᾽ αὐτοῦ πάλαι
τεθαύμακ᾽· εἰρήκειν γὰρ εὐθὺς οἴκαδε
80 αὐτῷ παρεῖναι πυθομένῳ τἀνταῦθά μοι.


ΧΑΙΡΕΑΣ
50Μια ελεύθερη κοπέλα λες πως είδες
τις Νύμφες που είν᾽ εδώ να στεφανώνει
κι ερωτευμένος έφυγες αμέσως;
ΣΩΣΤΡΑΤΟΣ
Αμέσως. ΧΑΙΡ. Τί βιασύνη! Απόφαση είχες
να ερωτευτείς, σα βγήκες απ᾽ το σπίτι;
ΣΩΣ. Χαιρέα, πονώ, κι εσύ με κοροϊδεύεις.
ΧΑΙΡ. Δε δυσπιστώ. ΣΩΣ. Γι᾽ αυτό κι εγώ σε πήρα
κι έρχομαι πίσω, κάπως να βοηθήσεις·
και φίλος μου είσαι και άνθρωπος της δράσης.
ΧΑΙΡ. Σε τέτοιες υποθέσεις, Σώστρατε, άκου
πώς ενεργώ. Ενός φίλου μου του αρέσει
μια εταίρα και με παίρνει για βοηθό του;
Αμέσως την αρπάζω, του την πάω,
60βάζω φωτιά, το ρίχνω στο μεθύσι
και δεύτερη κουβέντα δε σηκώνω.
Γιατί, πριν εξετάσω ποιά είναι, πρέπει
να τη βάλω στο χέρι· ο πόθος, ξέρεις,
με την αργοπορία φουντώνει, ανάβει·
αν τον γευτείς γοργά, γοργά θα σβήσει.
Κάποιος μου λέει για ελεύθερη κοπέλα
και για παντρειά; Τότε άλλο σύστημα έχω·
ζητώ πληροφορίες για τη γενιά της,
για περιουσία και χαρακτήρα· βλέπεις,
όσο έχουμε να ζήσουμε, ως το τέλος,
στη θύμηση του φίλου μου θα μείνει
το πώς θα χειριστώ το θέμα τούτο.
ΣΩΣ. Καλά. (Μέσα του) Μα εμένα δε μου πολυαρέσει.
ΧΑΙΡ. Τέτοια έρευνα μας χρειάζεται και τώρα.
70ΣΩΣ. Έστειλα, ξημερώματα, απ᾽ το σπίτι
το δούλο μου που παίρνω στο κυνήγι,
τον Πυρρία… ΧΑΙΡ. Και σε ποιόνε; ΣΩΣ. …στης κοπέλας
τον ίδιο τον πατέρα ή στον αφέντη
του σπιτιού, όποιος και να ᾽ναι. ΧΑΙΡ. Θεέ μου! Αλήθεια;
ΣΩΣ. Δεν έκαμα καλά, γιατί μια τέτοια
εντολή δεν ταιριάζει ίσως σε δούλο·
μα σαν κατέχει ο έρωτας το νου σου,
δύσκολο το σωστό να ξεχωρίσεις.
Όμως αργεί, και δεν καταλαβαίνω
γιατί· εγώ του ᾽χα πει να τρέξει πίσω
80αμέσως, να μου πει όσα εδώ θα μάθει.