Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Ὀλυμπιονίκαις (2.61-2.80)


ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, [στρ. δ]
ἴσαις δ᾽ ἁμέραις ἅλιον ἔχοντες, ἀπονέστερον
ἐσλοὶ δέκονται βίοτον, οὐ χθόνα τα-
ράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ
οὐδὲ πόντιον ὕδωρ
65κεινὰν παρὰ δίαιταν, ἀλλὰ παρὰ μὲν τιμίοις
θεῶν οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις
ἄδακρυν νέμονται
αἰῶνα, τοὶ δ᾽ ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον.

ὅσοι δ᾽ ἐτόλμασαν ἐστρίς [ἀντ. δ]
ἑκατέρωθι μείναντες ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν
70ψυχάν, ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρό-
νου τύρσιν·· ἔνθα μακάρων
νᾶσον ὠκεανίδες
αὖραι περιπνέοισιν·· ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει,
τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ᾽ ἀγλαῶν δενδρέων,
ὕδωρ δ᾽ ἄλλα φέρβει,
ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους

75βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος, [ἐπῳδ. δ]
ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον,
πόσις ὁ πάντων Ῥέας
ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον.
Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται·
Ἀχιλλέα τ᾽ ἔνεικ᾽, ἐπεὶ Ζηνὸς ἦτορ
80λιταῖς ἔπεισε, μάτηρ·


Πάντα απ᾽ τον ήλιο φωτισμένοι, [στρ. δ]
ζούνε τις μέρες τους που είναι ίσες με τις νύχτες οι αγαθοί
και περνούν ζωή με λιγότερα βάσανα· κι ουδ᾽ έχουνε
τη γη ν᾽ αναταράσσουν με των χεριών τη ρώμη
κι ουδέ να σκίζουν του πελάγου τα νερά
65για να κερδίζουν τη φτωχική ζωή τους, αλλά κοντά
στους τιμημένους θεούς όσοι με χαρά τους όρκους κρατούν
αδάκρυτη ύπαρξη περνούν,
και οι άλλοι βάσανα τραβούν που μήτε να τα βλέπεις.

Κι όσοι μπόρεσαν για τρεις φορές [αντ. δ]
να μείνουν στον έναν και στον άλλον κόσμο κρατώντας
την ψυχή τους μακριά
70από κάθε κακό, του Διός τον δρόμο ακολουθούν
και φτάνουν στον Πύργο του Κρόνου. Εκεί των Μακάρων
το νησί αύρες του ωκεανού
τριγύρω το δροσίζουν, και χρυσά λουλούδια αστροβολούν,
άλλα πάνω στη γη σε δέντρα λαμπερά,
κι άλλα νερό τα τρέφει
και μ᾽ αυτά πλέκουν γιρλάντες για τα χέρια και στεφάνια

75με τις σωστές ορμήνιες του Ραδάμανθη· [επωδ. δ]
αυτόν ο μέγας ο πατέρας μόνιμο πάρεδρο τον έχει,
ο σύζυγος της Ρέας που κάθεται
στον πιο ψηλό απ᾽ όλους θρόνο.
Μ᾽ αυτούς μαζί ο Κάδμος κι ο Πηλέας είναι,
κι εκεί η μητέρα του τον Αχιλλέα έφερε, αφού του Δία την καρδιά
80μαλάκωσε με παρακάλια.

Γιατ᾽ είχε τον ακαταμάχητο τον Έκτορα εξοντώσει, της Τροίας [στρ. ε]
την αλύγιστη κολώνα, και είχε στον θάνατο χαρίσει τον Κύκνο
και τον Αιθίοπα, της Αυγής τον γιο. Πολλές
μες στη φαρέτρα μου, κάτω από τον αγκώνα,
γοργές σαγίτες έχω,
85που λεν πολλά στους γνωστικούς· ο κόσμος όμως ο πολύς ερμηνευτές
γυρεύει. Σοφός όποιος τη γνώση κατέχει από τη φύση·
αλλ᾽ όσοι από μάθηση την έχουν, φλύαροι
σαν τα πολύλογα κοράκια του κάκου κρώζουν


Μα όμοιες τις νύχτες κι όμοιες τις ημέρες των [στρ. δ]
ο ήλιος φωτίζοντας, χαίρουνται οι δίκαιοι
ακόπιαστη ζωή με δίχως βάσανα,
χωρίς τη γη ν᾽ αναταράζουν
μ᾽ όλη των των χεριώ τη δύναμη,
ούτε και τα νερά της θάλασσας,
65για μια άθλια κακομοιριασμένη ζήση·
μα πλάι στους τιμημένους των θεών,
όσοι την αγιοσύνη φύλαγαν των όρκων,
περνούνε τώρ᾽ αδάκρυτη ζωή,
μα οι άλλοι πάθια αθώρητα τραβούνε.

Κι όσοι σταθήκανε ικανοί. [αντ. δ]
μένοντας από τρεις φορές
στον ένα και στον άλλο κόσμο,
να φυλαχτούν ολότελ᾽ από τ᾽ άδικα,
70του Δία το δρόμο βγάλανε ως την άκρη του
προς τον ψηλό του Κρόνου πύργο·
εκεί όπου οι αύρες πνέουνε του Ωκεανού
στα νησιά γύρω των Μακάρων
κι άνθια χρυσά φεγγοβολούν
άλλα από δέντρα ολόλαμπρα, στη γη
άλλα που το νερό τα θρέφει
και μ᾽ αυτά πλέκουνε γιρλάντες για τα χέρια των
και για τις κεφαλές στεφάνια

75κατά τη δίκαιη κρίση του Ραδάμανθη, [επωδ. δ]
που πρόθυμό του πάρεδρο τον έχει ο μέγας
πατέρας, ο, άντρας της Ρέας, της θεάς
με τον απ᾽ όλους πιο ψηλό το θρόνο.
Μαζί μ᾽ αυτούς κι ο Κάδμος κι ο Πηλέας λογιάζουνται,
κι έφερε και τον Αχιλλέα εκεί η μητέρα του,
αφού την καρδιά λύγισε
80του Δία με τα θερμά της παρακάλια.