Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Ἔργα καὶ Ἡμέραι (724-764)


μηδέ ποτ᾽ ἐξ ἠοῦς Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον
725 χερσὶν ἀνίπτοισιν μηδ᾽ ἄλλοις ἀθανάτοισιν·
οὐ γὰρ τοί γε κλύουσιν, ἀποπτύουσι δέ τ᾽ ἀράς.
μηδ᾽ ἄντ᾽ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὀμείχειν·
αὐτὰρ ἐπεί κε δύῃ, μεμνημένος, ἔς τ᾽ ἀνιόντα,
μήτ᾽ ἐν ὁδῷ μήτ᾽ ἐκτὸς ὁδοῦ προβάδην οὐρήσῃς
730 μὴδ᾽ ἀπογυμνωθείς· μακάρων τοι νύκτες ἔασιν.
ἑζόμενος δ᾽ ὅ γε θεῖος ἀνήρ, πεπνυμένα εἰδώς,
ἠ᾽ ὅ γε πρὸς τοῖχον πελάσας εὐερκέος αὐλῆς.
μηδ᾽ αἰδοῖα γονῇ πεπαλαγμένος ἔνδοθι οἴκου
ἱστίῃ ἐμπελαδὸν παραφαινέμεν, ἀλλ᾽ ἀλέασθαι.
735 μηδ᾽ ἀπὸ δυσφήμοιο τάφου ἀπονοστήσαντα
736 σπερμαίνειν γενεήν, ἀλλ᾽ ἀθανάτων ἀπὸ δαιτός.
757 μηδέ ποτ᾽ ἐν προχοῇς ποταμῶν ἅλαδε προρεόντων
758 μηδ᾽ ἐπὶ κρηνάων οὐρεῖν, μάλα δ᾽ ἐξαλέασθαι·
759 μηδ᾽ ἐναποψύχειν· τὸ γὰρ οὔ τοι λώιόν ἐστιν.
737 μηδέ ποτ᾽ ἀενάων ποταμῶν καλλίρροον ὕδωρ
ποσσὶ περᾶν πρίν γ᾽ εὔξῃ ἰδὼν ἐς καλὰ ῥέεθρα
χεῖρας νιψάμενος πολυηράτῳ ὕδατι λευκῷ.
740 ὃς ποταμὸν διαβῇ κακότητ᾽ ἰδὲ χεῖρας ἄνιπτος,
τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἄλγεα δῶκαν ὀπίσσω.
μηδ᾽ ἀπὸ πεντόζοιο θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ
αὖον ἀπὸ χλωροῦ τάμνειν αἴθωνι σιδήρῳ.
μηδέ ποτ᾽ οἰνοχόην τιθέμεν κρητῆρος ὕπερθεν
745 πινόντων· ὀλοὴ γὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ μοῖρα τέτυκται.
μηδὲ δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν,
μή τοι ἐφεζομένη κρώξῃ λακέρυζα κορώνη.
μηδ᾽ ἀπὸ χυτροπόδων ἀνεπιρρέκτων ἀνελόντα
ἔσθειν μηδὲ λόεσθαι· ἐπεὶ καὶ τοῖς ἔπι ποινή.
750 μηδ᾽ ἐπ᾽ ἀκινήτοισι καθίζειν, οὐ γὰρ ἄμεινον,
παῖδα δυωδεκαταῖον, ὅ τ᾽ ἀνέρ᾽ ἀνήνορα ποιεῖ,
μηδὲ δυωδεκάμηνον· ἴσον καὶ τοῦτο τέτυκται.
μηδὲ γυναικείῳ λουτρῷ χρόα φαιδρύνεσθαι
ἀνέρα· λευγαλέη γὰρ ἐπὶ χρόνον ἔστ᾽ ἐπὶ καὶ τῷ
ποινή. μηδ᾽ ἱεροῖσιν ἐπ᾽ αἰθομένοισι κυρήσας
756 μωμεύειν ἀίδηλα· θεός νύ τι καὶ τὰ νεμεσσᾷ.
760 ὧδ᾽ ἔρδειν· δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην·
φήμη γάρ τε κακὴ πέλεται κούφη μὲν ἀεῖραι
ῥεῖα μάλ᾽, ἀργαλέη δὲ φέρειν, χαλεπὴ δ᾽ ἀποθέσθαι.
φήμη δ᾽ οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥντινα πολλοὶ
λαοὶ φημίξουσι· θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή.


Ούτε ποτέ με την αυγή να κάνεις σπονδή στο Δία λαμπερό κρασί
με χέρια άνιφτα, ούτε στους άλλους αθανάτους.
Γιατί βέβαια τότε δε σ᾽ ακούν και τις ευχές σου αποστρέφονται.
Μήτε στραμμένος προς τον ήλιο όρθιος να ουρείς.
Κι απ᾽ τη στιγμή που δύει —να το θυμάσαι— μέχρι ν᾽ ανατείλει,
ούτε στο δρόμο επάνω ούτε έξω από το δρόμο, όταν περπατάς, να ουρείς,
730μήτε ξεγυμνωμένος: είναι των μακάριων θεών και οι νύχτες.
Ο θεϊκός ο άνθρωπος, με το μυαλό το φρόνιμο, καθισμένος κατουρά
ή πλησιάζοντας στον τοίχο μιας αυλής καλοφραγμένης.
Κι ούτε το αιδοίο σου από σπέρμα μολυσμένο
ν᾽ αφήνεις να φαίνεται μες στο σπίτι, στην εστία κοντά, αλλά να τ᾽ αποφεύγεις.
Μήτε γυρίζοντας από ταφή δυσοίωνη
να σπέρνεις απογόνους, μα από ευωχία των αθανάτων επιστρέφοντας.
Κι ούτε στα νερά των ποταμών να κατουράς που ρέουν προς τη θάλασσα,
ούτε στις κρήνες. Αυτό πολύ να τ᾽ αποφεύγεις.
Μήτε και να αποπατείς. Δεν είναι τούτο το καλύτερο.
Κι ούτε ποτέ των αέναων ποταμών το καλλίροο νερό
με τα πόδια να περάσεις, προτού προσευχηθείς κοιτάζοντας στα ωραία ρείθρα,
αφού τα χέρια σου ένιψες με το νερό το καθαρό, το πολυέραστο.
740Όποιος διαβεί ποτάμι δίχως να ᾽χει ξεπλύνει την αθλιότητα και τα χέρια του,
αυτόν θα τον μισήσουν οι θεοί και λύπες κατόπιν θα του δώσουν.
Σε πλούσιο των θεών συμπόσιο απ᾽ το πεντόκλαδο να μην κόβεις
το ξερό απ᾽ το χλωρό με σίδερο που αστράφτει.
Ούτε ποτέ να βάζεις την οινοχόη επάνω απ᾽ τον κρατήρα
την ώρα που πίνουν. Μοίρα ολέθρια σ᾽ αυτή την πράξη υπάρχει.
Μήτε σαν φτιάχνεις σπίτι να το αφήσεις ατελές,
μήπως και πάει να κάτσει κρώζοντας καμιά κουρούνα που πολύ κραυγάζει.
Από μια χύτρα με πόδια που σε θυσία δε χρησιμοποίησες μην πάρεις
για να φας, μήτε να λουστείς. Υπάρχει και για τούτη την πράξη τιμωρία.
750Μη βάζεις να καθίσει πάνω σε μέρη ιερά, καλό δεν είναι,
δωδεκάμερο παιδί — αυτό τον άνδρα τον κάνει άνανδρο—
ούτε δωδεκάμηνο. Το ίδιο ολέθρια και τούτη η πράξη είναι.
Μήτε ο άντρας το σώμα του με γυναικείο λουτρό
να καθαρίζει. Γιατί κι εδώ θα ᾽ρθει εν καιρώ ολέθρια τιμωρία.
Ούτε αν τύχει να βρεθείς σε θυσίες που καίγονται
να βλασφημείς ολέθρια. Και γι᾽ αυτό ο θεός οργίζεται

760Έτσι να πράττεις. Κι απ᾽ την κακή τη φήμη των ανθρώπων να φυλάγεσαι.
Γιατί η κακοφημία είναι άσχημη, κι ελαφριά που να μπορείς να τη σηκώσεις εύκολα πολύ, μα να την κουβαλάς βαριά, και δύσκολη να την αποτινάξεις.
Φήμη καμιά δε χάνεται ολότελα που άνθρωποι πολλοί
τη διαδώσουν. Μία θεά είναι κι αυτή επίσης.