Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Ἔργα καὶ Ἡμέραι (432-457)


δοιὰ δὲ θέσθαι ἄροτρα, πονησάμενος κατὰ οἶκον,
αὐτόγυον καὶ πηκτόν, ἐπεὶ πολὺ λώιον οὕτω·
εἴ χ᾽ ἕτερον ἄξαις, ἕτερόν κ᾽ ἐπὶ βουσὶ βάλοιο.
435 δάφνης δ᾽ ἢ πτελέης ἀκιώτατοι ἱστοβοῆες,
δρυὸς ‹δ᾽› ἔλυμα, πρίνου δὲ γύης. βόε δ᾽ ἐνναετήρω
ἄρσενε κεκτῆσθαι, τῶν γὰρ σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν,
ἥβης μέτρον ἔχοντε· τὼ ἐργάζεσθαι ἀρίστω.
οὐκ ἂν τώ γ᾽ ἐρίσαντε ἐν αὔλακι κὰμ μὲν ἄροτρον
440 ἄξειαν, τὸ δὲ ἔργον ἐτώσιον αὖθι λίποιεν.
τοῖς δ᾽ ἅμα τεσσαρακονταετὴς αἰζηὸς ἕποιτο
ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον, ὀκτάβλωμον,
ὅς κ᾽ ἔργου μελετῶν ἰθείην αὔλακ᾽ ἐλαύνοι,
μηκέτι παπταίνων μεθ᾽ ὁμήλικας, ἀλλ᾽ ἐπὶ ἔργῳ
445 θυμὸν ἔχων· τοῦ δ᾽ οὔ τι νεώτερος ἄλλος ἀμείνων
σπέρματα δάσσασθαι καὶ ἐπισπορίην ἀλέασθαι·
κουρότερος γὰρ ἀνὴρ μεθ᾽ ὁμήλικας ἐπτοίηται.
Φράζεσθαι δ᾽, εὖτ᾽ ἂν γεράνου φωνὴν ἐπακούσῃς
ὑψόθεν ἐκ νεφέων ἐνιαύσια κεκληγυίης,
450 ἥ τ᾽ ἀρότοιό τε σῆμα φέρει καὶ χείματος ὥρην
δεικνύει ὀμβρηροῦ, κραδίην δ᾽ ἔδακ᾽ ἀνδρὸς ἀβούτεω·
δὴ τότε χορτάζειν ἕλικας βόας ἔνδον ἐόντας·
ῥηίδιον γὰρ ἔπος εἰπεῖν· «βόε δὸς καὶ ἄμαξαν·»
ῥηίδιον δ᾽ ἀπανήνασθαι· «πάρα δ᾽ ἔργα βόεσσιν.»
455 φησὶ δ᾽ ἀνὴρ φρένας ἀφνειὸς πήξασθαι ἄμαξαν·
νήπιος, οὐδὲ τὸ οἶδ᾽· ἑκατὸν δέ τε δούρατ᾽ ἀμάξης,
τῶν πρόσθεν μελέτην ἐχέμεν οἰκήια θέσθαι.


Δύο ετοίμασε άροτρα, στο σπίτι φτιάχνοντάς τα,
ένα μονοκόμματο και ένα από πολλά κομμάτια, γιατί καλύτερα πολύ είναι έτσι:
αν σπάσεις το ᾽να, το άλλο μπορείς στα βόδια να το βάλεις.
Σταβάρια που λιγότερο τα τρώνε τα σκουλήκια από δάφνη είναι και φτελιά,
από βελανιδιά το αλετροπόδι και το γονάτι από δρυ.
Δυο βόδια εννιάχρονα αρσενικά να πάρεις —η δύναμή τους ανεξάντλητη—
που είναι πάνω στην ακμή της νιότης τους και άριστα για εργασία.
Ποτέ τα δυο τους δε θα σπάζανε μαλώνοντας το άροτρο
440στ᾽ αυλάκι μέσα και τη δουλειά ευθύς να την αφήσουνε να πάει χαμένη.
Αυτά συνάμα να τ᾽ ακολουθεί εύρωστος άντρας σαραντάχρονος,
αφού δειπνήσει τετράκλαστο ψωμί σ᾽ οχτώ μπουκιές,
που τη δουλειά του να φροντίζει και να τραβάει ευθύ το αυλάκι,
δίχως ν᾽ αναζητάει με το βλέμμα του συνομήλικούς του, μα την καρδιά του
να ᾽χει στο έργο του στραμμένη. Κανείς νεότερος στο πλάι του καλύτερος δε θα ᾽ναι
τους σπόρους να μοιράζει και ν᾽ αποφεύγει την επανασπορά.
Γιατί ο νεότερος άντρας ρεμβάζει με το νου του για συνομήλικους.
Παραφύλαγε, πότε του γερανού θα ακούσεις τη φωνή
ψηλά απ᾽ τα νέφη που κράζει κάθε χρόνο,
450που φέρνει το σημάδι για το όργωμα και του χειμώνα δείχνει
του βροχερού την εποχή και την καρδιά δαγκώνει του δίχως βόδια ανθρώπου.
Τρέφε τότε τα βόδια σου τα στριφτοκέρατα κλεισμένα μες στο στάβλο.
Γιατί είναι εύκολο να πεις το λόγο «δώσε δυο βόδια κι άμαξα»,
μα κι εύκολο να σου αρνηθούν: «έχουν δουλειά τα βόδια».
Λέει ο άνθρωπος με το πολύ μυαλό πως άμαξα θα στήσει.
Ο ανόητος, τούτο δε το γνωρίζει: τα ξύλα της άμαξας είναι εκατό
και θέλουν πρώτα να νοιαστείς δικά σου να τα κάνεις.