Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (4.620-4.695)


620Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
δαιτυμόνες δ᾽ ἐς δώματ᾽ ἴσαν θείου βασιλῆος.
οἱ δ᾽ ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ᾽ εὐήνορα οἶνον·
σῖτον δέ σφ᾽ ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι ἔπεμπον.
ὣς οἱ μὲν περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι πένοντο,
625 μνηστῆρες δὲ πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο
δίσκοισιν τέρποντο καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες,
ἐν τυκτῷ δαπέδῳ, ὅθι περ πάρος, ὕβριν ἔχοντες.
Ἀντίνοος δὲ καθῆστο καὶ Εὐρύμαχος θεοειδής,
ἀρχοὶ μνηστήρων, ἀρετῇ δ᾽ ἔσαν ἔξοχ᾽ ἄριστοι.
630 τοῖς δ᾽ υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων ἐγγύθεν ἐλθὼν
Ἀντίνοον μύθοισιν ἀνειρόμενος προσέειπεν·
«Ἀντίνο᾽, ἦ ῥά τι ἴδμεν ἐνὶ φρεσὶν, ἦε καὶ οὐκί,
ὁππότε Τηλέμαχος νεῖτ᾽ ἐκ Πύλου ἠμαθόεντος;
νῆά μοι οἴχετ᾽ ἄγων· ἐμὲ δὲ χρεὼ γίγνεται αὐτῆς
635 Ἤλιδ᾽ ἐς εὐρύχορον διαβήμεναι, ἔνθα μοι ἵπποι
δώδεκα θήλειαι, ὑπὸ δ᾽ ἡμίονοι ταλαεργοὶ
ἀδμῆτες· τῶν κέν τιν᾽ ἐλασσάμενος δαμασαίμην.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἀνὰ θυμὸν ἐθάμβεον· οὐ γὰρ ἔφαντο
ἐς Πύλον οἴχεσθαι Νηλήϊον, ἀλλά που αὐτοῦ
640 ἀγρῶν ἢ μήλοισι παρέμμεναι ἠὲ συβώτῃ.
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀντίνοος προσέφη, Εὐπείθεος υἱός·
«νημερτές μοι ἔνισπε, πότ᾽ ᾤχετο καὶ τίνες αὐτῷ
κοῦροι ἕποντ᾽; Ἰθάκης ἐξαίρετοι, ἦ ἑοὶ αὐτοῦ
θῆτές τε δμῶές τε; δύναιτό κε καὶ τὸ τελέσσαι.
645 καί μοι τοῦτ᾽ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῶ,
ἤ σε βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα νῆα μέλαιναν,
ἦε ἑκών οἱ δῶκας, ἐπεὶ προσπτύξατο μύθῳ.»
Τὸν δ᾽ υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων ἀντίον ηὔδα·
«αὐτὸς ἑκών οἱ δῶκα· τί κεν ῥέξειε καὶ ἄλλος,
650 ὁππότ᾽ ἀνὴρ τοιοῦτος, ἔχων μελεδήματα θυμῷ,
αἰτίζῃ; χαλεπόν κεν ἀνήνασθαι δόσιν εἴη.
κοῦροι δ᾽ οἳ κατὰ δῆμον ἀριστεύουσι μεθ᾽ ἡμέας,
οἵ οἱ ἕποντ᾽· ἐν δ᾽ ἀρχὸν ἐγὼ βαίνοντ᾽ ἐνόησα
Μέντορα, ἠὲ θεόν, τῷ δ᾽ αὐτῷ πάντα ἐῴκει.
655 ἀλλὰ τὸ θαυμάζω· ἴδον ἐνθάδε Μέντορα δῖον
χθιζὸν ὑπηοῖον. τότε δ᾽ ἔμβη νηῒ Πύλονδε.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη πρὸς δώματα πατρός,
τοῖσιν δ᾽ ἀμφοτέροισιν ἀγάσσατο θυμὸς ἀγήνωρ.
μνηστῆρας δ᾽ ἄμυδις κάθισαν καὶ παῦσαν ἀέθλων.
660 τοῖσιν δ᾽ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός,
ἀχνύμενος· μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι
πίμπλαντ᾽, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην·
«Ὢ πόποι, ἦ μέγα ἔργον ὑπερφιάλως ἐτελέσθη
Τηλεμάχῳ ὁδὸς ἥδε· φάμεν δέ οἱ οὐ τελέεσθαι.
665 εἰ τοσσῶνδ᾽ ἀέκητι νέος πάϊς οἴχεται αὔτως,
νῆα ἐρυσσάμενος κρίνας τ᾽ ἀνὰ δῆμον ἀρίστους.
ἄρξει καὶ προτέρω κακὸν ἔμμεναι· ἀλλά οἱ αὐτῷ
Ζεὺς ὀλέσειε βίην, πρὶν ἥβης μέτρον ἱκέσθαι.
ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ἐμοὶ δότε νῆα θοὴν καὶ εἴκοσ᾽ ἑταίρους,
670 ὄφρα μιν αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι ἠδὲ φυλάξω
ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε παιπαλοέσσης,
ὡς ἂν ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται εἵνεκα πατρός.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπῄνεον ἠδ᾽ ἐκέλευον·
αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἀνστάντες ἔβαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος.
675Οὐδ᾽ ἄρα Πηνελόπεια πολὺν χρόνον ἦεν ἄπυστος
μύθων, οὓς μνηστῆρες ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον·
κῆρυξ γάρ οἱ εἶπε Μέδων, ὃς ἐπεύθετο βουλὰς
αὐλῆς ἐκτὸς ἐών· οἱ δ᾽ ἔνδοθι μῆτιν ὕφαινον.
βῆ δ᾽ ἴμεν ἀγγελέων διὰ δώματα Πηνελοπείῃ·
680 τὸν δὲ κατ᾽ οὐδοῦ βάντα προσηύδα Πηνελόπεια·
«Κῆρυξ, τίπτε δέ σε πρόεσαν μνηστῆρες ἀγαυοί;
ἦ εἰπέμεναι δμῳῇσιν Ὀδυσσῆος θείοιο
ἔργων παύσασθαι, σφίσι δ᾽ αὐτοῖς δαῖτα πένεσθαι;
μὴ μνηστεύσαντες μηδ᾽ ἄλλοθ᾽ ὁμιλήσαντες
685 ὕστατα καὶ πύματα νῦν ἐνθάδε δειπνήσειαν·
οἳ θάμ᾽ ἀγειρόμενοι βίοτον κατακείρετε πολλόν,
κτῆσιν Τηλεμάχοιο δαΐφρονος· οὐδέ τι πατρῶν
ὑμετέρων τὸ πρόσθεν ἀκούετε, παῖδες ἐόντες,
οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκε μεθ᾽ ὑμετέροισι τοκεῦσιν,
690 οὔτε τινὰ ῥέξας ἐξαίσιον οὔτε τι εἰπὼν
ἐν δήμῳ· ἥ τ᾽ ἐστὶ δίκη θείων βασιλήων·
ἄλλον κ᾽ ἐχθαίρῃσι βροτῶν, ἄλλον κε φιλοίη.
κεῖνος δ᾽ οὔ ποτε πάμπαν ἀτάσθαλον ἄνδρα ἐώργει.
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ὑμέτερος θυμὸς καὶ ἀεικέα ἔργα
695 φαίνεται, οὐδέ τίς ἐστι χάρις μετόπισθ᾽ εὐεργέων.»


620Τέτοια τα λόγια που συνομιλούσαν μεταξύ τους.
Την ίδιαν ώρα προχωρούσαν κι οι συνδαιτυμόνες στο παλάτι
του τιμημένου βασιλιά, μαζί τους φέρνοντας αρνιά και δυνατό κρασί,
όπως το πίνουν οι άντρες. Για το ψωμί φρόντιζαν οι γυναίκες τους,
με τις πανέμορφες μαντίλες στο κεφάλι.
Κι ενώ εκείνοι μέσα στο παλάτι το δείπνο τους συνταίριαζαν,
στο αρχοντικό του Οδυσσέα μπροστά ξέδιναν οι μνηστήρες,
ρίχνοντας δίσκους και λιγνά κοντάρια σε καλοστρωμένο στίβο,
όπου συνήθιζαν και πριν να παίζουν
οι επηρμένοι κι αλαζόνες.
Εκεί ο Αντίνοος μαζί τους καθισμένος, ο Ευρύμαχος θεόμορφος,
οι πρώτοι των μνηστήρων, κι οι δυο τους με μεγάλη υπόληψη.
630Τότε πλησίασε ο Νοήμονας, του Φρόνιου γιος,
που τον Αντίνοο ρώτησε μιλώντας:
«Αντίνοε, ξέρουμε άραγε, ή μήπως όχι, πότε ο Τηλέμαχος
γυρίζει από τις αμμουδιές της Πύλου;
Μου πήρε το καράβι κι έφυγε, και τώρα το ᾽χω ανάγκη.
Ήθελα να περάσω στα πεδινά της Ήλιδας, εκεί που βόσκουν
δώδεκα φοράδες κι αδάμαστα καματερά μουλάρια —
ένα τους έλεγα να το ᾽φερνα, για να το βάλω στον ζυγό.»
Έτσι τους μίλησε, κι εκείνοι τα ᾽χασαν! Δεν το φαντάζονταν
πως πράγματι έφυγε στην Πύλο του Νηλέα· αλλά πως είναι
640κάπου γύρω στα χωράφια, στα πρόβατά του ή στου χοιροβοσκού.
Τότε ανυπόμονος του μίλησε ο Αντίνοος, ο γιος του Ευπείθη:
«Πες μου αμέσως την αλήθεια· έφυγε πότε; ποια παλληκάρια
τον συνόδεψαν; έφηβοι της Ιθάκης διαλεχτοί; δικοί του ακτήμονες
ή δούλοι; Θα το μπορούσε ασφαλώς κι αυτό.
Αλλ᾽ ομολόγησε ξεκάθαρα και τούτο: θέλω να ξέρω
αν με τη βία, και παρά τη θέλησή σου, πήρε το μελανό καράβι,
ή θέλησες και το ᾽δωσες, στα παρακάλια του υποχωρώντας.»
Αντιμιλώντας ο Νοήμονας, ο γιος του Φρόνιου, είπε:
«Το ᾽δωσα με τη θέλησή μου· ποιος άλλος θα μπορούσε
650να κάνει αλλιώς, αν τέτοιος άντρας, πνιγμένος στις φροντίδες,
του το ζητούσε επίμονα — δύσκολο ν᾽ αρνηθεί κανείς παρόμοια χάρη.
Κι οι συνοδοί του έφηβοι διαλεχτοί, μέσα στη χώρα οι πρώτοι.
Είδα ωστόσο και τον Μέντορα μαζί τους να ανεβαίνει στο καράβι
αρχηγός — ή μήπως ήταν κάποιος θεός, στην όψη πάντως ίδιος
κι απαράλλαχτος. Αλλά κάτι με κάνει κι απορώ·
τον θείο Μέντορα τον είδα χθες εδώ τα ξημερώματα,
ώρα που θα ᾽πρεπε να βρίσκεται στο πλοίο για την Πύλο.»
Κι αφού αποκρίθηκε, τράβηξε για το σπίτι του πατέρα του.
Οι δυο τους όμως, γέμισε φθόνο η περήφανη ψυχή τους,
είπαν αμέσως στους μνηστήρες να καθήσουν,
τα αθλήματα να σταματήσουν.
660Κι όλος θυμό πήρε ο Αντίνοος τον λόγο, ο γιος του Ευπείθη —
μαύρα τα σωθικά του από το πάθος, φουντωμένα, τα μάτια του
έμοιαζαν με φλόγες αναμμένες:
«Πανάθεμα την τόση αποκοτιά, κατάφερε ο Τηλέμαχος
δουλειά μεγάλη με τούτο το ταξίδι — κι ας λέγαμε πως δεν το κατορθώνει.
Και να τος τώρα· ένα παιδί, σε πείσμα τόσων, έφυγε,
αρμάτωσε καράβι, διάλεξε τους καλύτερους μέσα στη χώρα.
Κι είναι ακόμη στην αρχή του το κακό. Άμποτε ο Δίας
το θράσος του να καταλύσει, προτού περάσει
το κατώφλι της γεμάτης νιότης.
Αλλά να μην καθυστερούμε· δώστε μου γρήγορο καράβι,
670συντρόφους είκοσι, καρτέρι στον γυρισμό του να του στήσω,
θα τον παραφυλάξω στα στενά, στη Σάμη με τα βράχια
ανάμεσα και στην Ιθάκη —
να δει ο θαλασσοπόρος τ᾽ άθλιο τέλος του, που πήγε
να γυρέψει τον πατέρα του.»
Αυτά τους είπε, και συμφώνησαν, όλοι τους τον παρακινούσαν·
πετάχτηκαν επάνω και προχώρησαν στο σπίτι του Οδυσσέα.
Αλλά κι η Πηνελόπη για πολύ δεν έμεινε εντελώς ανίδεη
σ᾽ όσα οι μνηστήρες συνωμότησαν και μέσα τους βυσσοδομούσαν.
Ο κήρυκας, ο Μέδων, αυτός της τα φανέρωσε· έξω γυρίζοντας απ᾽ την αυλή
κρυφάκουσε όλες τις βουλές, που μέσα εκείνοι στην αυλή
έκλωθαν σχέδιο δόλιο.
Τις κάμαρες περνώντας, έτρεξε αμέσως να φέρει το μήνυμα
680στην Πηνελόπη. Κι εκείνη, όπως τον είδε στο κατώφλι, τον ρωτά:
«Κήρυκα, ποιος ο λόγος που αγέρωχοι οι μνηστήρες σ᾽ απόστειλαν εδώ;
Ή μήπως για να πεις στις δούλες του θεϊκού Οδυσσέα,
αφήνοντας τις άλλες τους δουλειές, να στρώσουν για χατίρι τους τραπέζι;
Που να μην έσωναν να παίζουν τους μνηστήρες και να τα βρίσκουν μεταξύ τους·
να ᾽ταν αυτή η τελευταία κι ύστατη φορά που στρώνονται στο δείπνο!
Γι᾽ αυτούς μιλώ, που κάθε τόσο εδώ μαζεύεστε και τα πολλά αγαθά
αφανίζετε, περιουσία του Τηλεμάχου, κι ας μην του λείπει το μυαλό.
Αλήθεια, δεν ακούσατε ποτέ σας να λένε οι πατεράδες σας,
σαν ήσαστε κι εσείς παιδιά, ποιος ήταν και πώς φέρθηκε
ο Οδυσσέας στους γονείς σας;
690Κανένα στον λαό του δεν αδίκησε, λόγο κακό δεν είπε σε κανένα·
όπως το κάνουν άλλοι ισόθεοι βασιλείς, στον ένα δείχνοντας
την έχθρα τους, στον άλλο αγάπη.
Εκείνος όμως ούτε μια φορά δεν παρανόμησε, δεν πείραξε άνθρωπο.
Μα να που τώρα το δικό σας θυμικό, τ᾽ άσχημα έργα σας
όλα τους φανερώνονται — μην περιμένει πια κανείς ευχαριστώ
για ό,τι καλό έχει κάνει.»