Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (21.221-21.284)


Ὣς εἰπὼν ῥάκεα μεγάλης ἀποέργαθεν οὐλῆς.
τὼ δ᾽ ἐπεὶ εἰσιδέτην εὖ τ᾽ ἐφράσσαντο ἕκαστα,
κλαῖον ἄρ᾽ ἀμφ᾽ Ὀδυσῆϊ δαΐφρονι χεῖρε βαλόντε,
καὶ κύνεον ἀγαπαζόμενοι κεφαλήν τε καὶ ὤμους.
225 ὣς δ᾽ αὔτως Ὀδυσεὺς κεφαλὰς καὶ χεῖρας ἔκυσσε.
καί νύ κ᾽ ὀδυρομένοισιν ἔδυ φάος ἠελίοιο,
εἰ μὴ Ὀδυσσεὺς αὐτὸς ἐρύκακε φώνησέν τε·
«παύεσθον κλαυθμοῖο γόοιό τε, μή τις ἴδηται
ἐξελθὼν μεγάροιο, ἀτὰρ εἴπῃσι καὶ εἴσω.
230 ἀλλὰ προμνηστῖνοι ἐσέλθετε, μηδ᾽ ἅμα πάντες,
πρῶτος ἐγώ, μετὰ δ᾽ ὔμμες· ἀτὰρ τόδε σῆμα τετύχθω·
ἄλλοι μὲν γὰρ πάντες, ὅσοι μνηστῆρες ἀγαυοί,
οὐκ ἐάσουσιν ἐμοὶ δόμεναι βιὸν ἠδὲ φαρέτρην·
ἀλλὰ σύ, δῖ᾽ Εὔμαιε, φέρων ἀνὰ δώματα τόξον
235 ἐν χείρεσσιν ἐμοὶ θέμεναι, εἰπεῖν δὲ γυναιξὶ
κληῗσαι μεγάροιο θύρας πυκινῶς ἀραρυίας,
ἢν δέ τις ἢ στοναχῆς ἠὲ κτύπου ἔνδον ἀκούσῃ
ἀνδρῶν ἡμετέροισιν ἐν ἕρκεσι, μή τι θύραζε
προβλώσκειν, ἀλλ᾽ αὐτοῦ ἀκὴν ἔμεναι παρὰ ἔργῳ.
240 σοὶ δέ, Φιλοίτιε δῖε, θύρας ἐπιτέλλομαι αὐλῆς
κληῖσαι κληῗδι, θοῶς δ᾽ ἐπὶ δεσμὸν ἰῆλαι.»
Ὣς εἰπὼν εἰσῆλθε δόμους εὖ ναιετάοντας·
ἕζετ᾽ ἔπειτ᾽ ἐπὶ δίφρον ἰών, ἔνθεν περ ἀνέστη·
ἐς δ᾽ ἄρα καὶ τὼ δμῶε ἴτην θείου Ὀδυσῆος.
245Εὐρύμαχος δ᾽ ἤδη τόξον μετὰ χερσὶν ἐνώμα,
θάλπων ἔνθα καὶ ἔνθα σέλᾳ πυρός· ἀλλά μιν οὐδ᾽ ὣς
ἐντανύσαι δύνατο, μέγα δ᾽ ἔστενε κυδάλιμον κῆρ·
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
«ὢ πόποι, ἦ μοι ἄχος περί τ᾽ αὐτοῦ καὶ περὶ πάντων.
250 οὔ τι γάμου τοσσοῦτον ὀδύρομαι, ἀχνύμενός περ·
εἰσὶ καὶ ἄλλαι πολλαὶ Ἀχαιΐδες, αἱ μὲν ἐν αὐτῇ
ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ, αἱ δ᾽ ἄλλῃσιν πολίεσσιν·
ἀλλ᾽ εἰ δὴ τοσσόνδε βίης ἐπιδευέες εἰμὲν
ἀντιθέου Ὀδυσῆος, ὅ τ᾽ οὐ δυνάμεσθα τανύσσαι
255 τόξον· ἐλεγχείη δὲ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι.»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀντίνοος προσέφη, Εὐπείθεος υἱός·
«Εὐρύμαχ᾽, οὐχ οὕτως ἔσται· νοέεις δὲ καὶ αὐτός.
νῦν μὲν γὰρ κατὰ δῆμον ἑορτὴ τοῖο θεοῖο
ἁγνή· τίς δέ κε τόξα τιταίνοιτ᾽; ἀλλὰ ἕκηλοι
260 κάτθετ᾽· ἀτὰρ πελέκεάς γε καὶ εἴ κ᾽ εἰῶμεν ἅπαντας
ἑστάμεν· οὐ μὲν γάρ τιν᾽ ἀναιρήσεσθαι ὀΐω,
ἐλθόντ᾽ ἐς μέγαρον Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος.
ἀλλ᾽ ἄγετ᾽, οἰνοχόος μὲν ἐπαρξάσθω δεπάεσσιν,
ὄφρα σπείσαντες καταθείομεν ἀγκύλα τόξα·
265 ἠῶθεν δὲ κέλεσθε Μελάνθιον, αἰπόλον αἰγῶν,
αἶγας ἄγειν, αἳ πᾶσι μέγ᾽ ἔξοχοι αἰπολίοισιν,
ὄφρ᾽ ἐπὶ μηρία θέντες Ἀπόλλωνι κλυτοτόξῳ
τόξου πειρώμεσθα καὶ ἐκτελέωμεν ἄεθλον.»
Ὣς ἔφατ᾽ Ἀντίνοος, τοῖσιν δ᾽ ἐπιήνδανε μῦθος.
270 τοῖσι δὲ κήρυκες μὲν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν,
κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο,
νώμησαν δ᾽ ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν.
οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν σπεῖσάν τ᾽ ἔπιόν θ᾽ ὅσον ἤθελε θυμός,
τοῖς δὲ δολοφρονέων μετέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
275 «κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης·
ὄφρ᾽ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει·
Εὐρύμαχον δὲ μάλιστα καὶ Ἀντίνοον θεοειδέα
λίσσομ᾽, ἐπεὶ καὶ τοῦτο ἔπος κατὰ μοῖραν ἔειπε,
νῦν μὲν παῦσαι τόξον, ἐπιτρέψαι δὲ θεοῖσιν·
280 ἠῶθεν δὲ θεὸς δώσει κράτος ᾧ κ᾽ ἐθέλῃσιν.
ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ἐμοὶ δότε τόξον ἐΰξοον, ὄφρα μεθ᾽ ὑμῖν
χειρῶν καὶ σθένεος πειρήσομαι, ἤ μοι ἔτ᾽ ἐστὶν
ἴς, οἵη πάρος ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν,
ἦ ἤδη μοι ὄλεσσεν ἄλη τ᾽ ἀκομιστίη τε.»


Έτσι μιλώντας, τράβηξε τα ράκη και φάνηκε η μεγάλη ουλή.
Οι δυο μόλις την είδαν με τα μάτια τους και την ψηλάφησαν καλά,
σε θρήνο ξέσπασαν, απλώνοντας τα χέρια εναγκαλίζονται
τον αντρειωμένο Οδυσσέα και τρυφερά πήραν να τον φιλούν
στην κεφαλή του και στους ώμους.
Το ίδιο εκείνος, τους ασπάστηκε στα χέρια και στο πρόσωπο.
Και θα κρατούσε ο θρήνος τους ώσπου να δύσει ο ήλιος, αν
δεν τους συγκρατούσε ο Οδυσσέας μιλώντας:
«Το γοερό σας κλάμα σταματήστε, μήπως και κάποιος βγαίνοντας
σας δει κι ευθύς το μαρτυρήσει και στους μέσα.
230Και προσοχή, ένας μετά τον άλλο μπείτε στο παλάτι, όχι κι οι δυο μαζί·
πρώτος εγώ, κι εσείς μετά με τη σειρά.
Αλλά ακούστε μου και τούτο το σημάδι: οι άλλοι, όλοι,
οι περήφανοι μνηστήρες, δεν θα θελήσουν το τόξο να μου δώσουν
και τη φαρέτρα εμένα.
Όμως εσύ, καλέ μου Εύμαιε, πάρε το τόξο και διαβαίνοντας
την αίθουσα βάλ᾽ το στα χέρια μου· ύστερα πες και στις γυναίκες
καλά να κλείσουν του μεγάρου τα καλάρμοστα πορτόφυλλα.
Κι αν κάποια ακούσει βόγγο ή βρόντο,
από τους άντρες που μέσα θα ᾽μαστε κλεισμένοι, κεφάλι να μη βγάλει
από την πόρτα, μόνο να μείνει αμίλητη κοιτώντας τη δουλειά της.
240Και συ, καλέ Φιλοίτιε, άκου την εντολή μου· τράβα
γερά τον σύρτη της αυλόθυρας κι όσο μπορείς πιο γρήγορα
δέσε από πάνω τον ιμάντα.»
Έτσι μιλώντας, πέρασε και μπήκε στο αρχοντικό παλάτι,
και προχωρώντας κάθησε στον δίφρο απ᾽ όπου ανασηκώθηκε·
έπειτα ένας ένας προχωρούσαν κι οι δύο δούλοι του θεϊκού Οδυσσέα.
Στο μεταξύ ο Ευρύμαχος δοκίμαζε στα χέρια του το τόξο,
θερμαίνοντας τους πήχες στη φλόγα της φωτιάς· και μολαταύτα
δεν κατάφερε να το τεντώσει. Στενάζοντας βαριά η περήφανη καρδιά του, βαρυγκομώντας φώναξε τα λόγια του:
«Αλίμονο, με σφάζει ο πόνος, για μένα και για σας, για όλους.
250Όχι, δεν κλαίω τον χαμένο γάμο, κι ας νιώθω πληγωμένος·
υπάρχουν κι άλλες στη θαλασσοφίλητη Ιθάκη, πολλές γυναίκες της φυλής μας,
και σ᾽ άλλα, πολιτισμένα μέρη.
Αν όμως δείξουμε πως είμαστε κατώτεροι στη δύναμη
από τον θείο Οδυσσέα, αν δεν μπορούμε να τανύσουμε το τόξο του,
τότε η ντροπή μας θα ακουστεί και θα τη μάθουν οι μελλούμενοι.»
Αμέσως του αποκρίθηκε του Ευπείθη ο γιος, ο Αντίνοος:
«Ευρύμαχε, αυτό ποτέ δεν πρόκειται να γίνει, το ξέρεις κι από μόνος σου.
Σήμερα ωστόσο ο κόσμος ξεφαντώνει με του θεού μας την ιερή γιορτή —
σκασίλα για τα τεντωμένα τόξα. Γι᾽ αυτό σας λέω,
260παρατήστε τα. Όσο για τα πελέκια, ας μείνουνε εδώ, όλα στη θέση τους·
δεν το φαντάζομαι πως κάποιος θα βρεθεί, μπαίνοντας στο παλάτι
του Λαερτιάδη, να μας τα σηκώσει.
Ελάτε τώρα· ο κεραστής κούπες να πάρει, ας τις γεμίσει με κρασί,
σπονδή να κάνουμε κι εμείς, αφήνοντας στην άκρη τα καμπύλα τόξα.
Και πείτε, αύριο πρωί ο Μελάνθιος, ο γιδολάτης, να φέρει
στο παλάτι γίδες, όσες μες στο κοπάδι ξεχωρίζουν, μεριά να κάψουμε
του Απόλλωνα, ασυναγώνιστου τοξότη. Έπειτα δοκιμάζουμε
κι εμείς το τόξο, οπότε βλέπουμε πώς θα τελειώσει αυτός ο αγώνας.»
Έτσι τους μίλησε ο Αντίνοος, κι ο λόγος του καλάρεσε.
270Τότε τους έφεραν οι κήρυκες νερό, τα χέρια τους να πλύνουν,
έφηβοι ωραίοι με πιοτό ξεχείλισαν κρατήρες, κι ύστερα
πήραν να μοιράζουν σ᾽ όλους κούπες με κρασί.
Εκείνοι στάλαξαν σπονδή, ήπιαν μετά όσο τραβούσε η ψυχή τους, και τότε
ο Οδυσσέας, πολύγνωμος και δολοπλόκος, μπήκε στη μέση λέγοντας:
«Μνηστήρες της περήφανης βασίλισσας, ακούστε με ό,τι θα πω,
όσα η ψυχή στα στήθη μου προστάζει·
απ᾽ τον Ευρύμαχο προπάντων και τον θεόμορφο Αντίνοο ζητώ
μια χάρη· πολύ σωστός ο λόγος που είπε,
προσώρας το τόξο να το βάλετε στην άκρη και στους αθάνατους ν᾽ αφήσετε
280την τελική απόφαση — αύριο ο θεός θα κρίνει σε ποιον θα δώσει σίγουρα τη νίκη.
Αλλά παρακαλώ, δώσετε και σ᾽ εμένα αυτό το τόξο το γυαλιστερό,
να δοκιμάσω ανάμεσά σας τη δική μου δύναμη, όση μου απόμεινε
στα χέρια ακόμη, αυτήν που ακέραιη κρατούσαν κάποτε
τα λυγερά μου μέλη — στο μεταξύ τη χάλασε η τόση κακοπέραση
της περιπλάνησής μου.»