Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (18.226-18.289)


Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«μῆτερ ἐμή, τὸ μὲν οὔ σε νεμεσσῶμαι κεχολῶσθαι·
αὐτὰρ ἐγὼ θυμῷ νοέω καὶ οἶδα ἕκαστα,
ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρεια· πάρος δ᾽ ἔτι νήπιος ἦα.
230 ἀλλά τοι οὐ δύναμαι πεπνυμένα πάντα νοῆσαι·
ἐκ γάρ με πλήσσουσι παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος
οἵδε κακὰ φρονέοντες, ἐμοὶ δ᾽ οὐκ εἰσὶν ἀρωγοί.
οὐ μέν τοι ξείνου γε καὶ Ἴρου μῶλος ἐτύχθη
μνηστήρων ἰότητι, βίῃ δ᾽ ὅ γε φέρτερος ἦεν.
235 αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον,
οὕτω νῦν μνηστῆρες ἐν ἡμετέροισι δόμοισι
νεύοιεν κεφαλὰς δεδμημένοι, οἱ μὲν ἐν αὐλῇ,
οἱ δ᾽ ἔντοσθε δόμοιο, λελῦτο δὲ γυῖα ἑκάστου,
ὡς νῦν Ἶρος κεῖνος ἐπ᾽ αὐλείῃσι θύρῃσιν
240 ἧσται νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικώς,
οὐδ᾽ ὀρθὸς στῆναι δύναται ποσὶν οὐδὲ νέεσθαι
οἴκαδ᾽, ὅπῃ οἱ νόστος, ἐπεὶ φίλα γυῖα λέλυνται.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
Εὐρύμαχος δ᾽ ἔπεσσι προσηύδα Πηνελόπειαν·
245 «κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρον Πηνελόπεια,
εἰ πάντες σε ἴδοιεν ἀν᾽ Ἴασον Ἄργος Ἀχαιοί,
πλέονές κε μνηστῆρες ἐν ὑμετέροισι δόμοισιν
ἠῶθεν δαινύατ᾽, ἐπεὶ περίεσσι γυναικῶν
εἶδός τε μέγεθός τε ἰδὲ φρένας ἔνδον ἐΐσας.»
250Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα περίφρων Πηνελόπεια·
«Εὐρύμαχ᾽, ἦ τοι ἐμὴν ἀρετὴν εἶδός τε δέμας τε
ὤλεσαν ἀθάνατοι, ὅτε Ἴλιον εἰσανέβαινον
Ἀργεῖοι, μετὰ τοῖσι δ᾽ ἐμὸς πόσις ᾖεν Ὀδυσσεύς.
εἰ κεῖνός γ᾽ ἐλθὼν τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύοι,
255 μεῖζόν κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως.
νῦν δ᾽ ἄχομαι· τόσα γάρ μοι ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων.
ἦ μὲν δὴ ὅτε τ᾽ ᾖε λιπὼν κάτα πατρίδα γαῖαν,
δεξιτερὴν ἐπὶ καρπῷ ἑλὼν ἐμὲ χεῖρα προσηύδα·
“ὦ γύναι, οὐ γὰρ ὀΐω ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς
260 ἐκ Τροίης εὖ πάντας ἀπήμονας ἀπονέεσθαι·
καὶ γὰρ Τρῶάς φασι μαχητὰς ἔμμεναι ἄνδρας,
ἠμὲν ἀκοντιστὰς ἠδὲ ῥυτῆρας ὀϊστῶν
ἵππων τ᾽ ὠκυπόδων ἐπιβήτορας, οἵ κε τάχιστα
ἔκριναν μέγα νεῖκος ὁμοιΐου πτολέμοιο.
265 τῷ οὐκ οἶδ᾽ ἤ κέν μ᾽ ἀνέσει θεός, ἦ κεν ἁλώω
αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ· σοὶ δ᾽ ἐνθάδε πάντα μελόντων.
μεμνῆσθαι πατρὸς καὶ μητέρος ἐν μεγάροισιν
ὡς νῦν, ἢ ἔτι μᾶλλον ἐμεῦ ἀπονόσφιν ἐόντος·
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ παῖδα γενειήσαντα ἴδηαι,
270 γήμασθ᾽ ᾧ κ᾽ ἐθέλῃσθα, τεὸν κατὰ δῶμα λιποῦσα.”
κεῖνος τὼς ἀγόρευε· τὰ δὴ νῦν πάντα τελεῖται.
νὺξ δ᾽ ἔσται ὅτε δὴ στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει
οὐλομένης ἐμέθεν, τῆς τε Ζεὺς ὄλβον ἀπηύρα.
ἀλλὰ τόδ᾽ αἰνὸν ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἱκάνει·
275 μνηστήρων οὐχ ἥδε δίκη τὸ πάροιθε τέτυκτο,
οἵ τ᾽ ἀγαθήν τε γυναῖκα καὶ ἀφνειοῖο θύγατρα
μνηστεύειν ἐθέλωσι καὶ ἀλλήλοις ἐρίσωσιν·
αὐτοὶ τοί γ᾽ ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα,
κούρης δαῖτα φίλοισι, καὶ ἀγλαὰ δῶρα διδοῦσιν·
280 ἀλλ᾽ οὐκ ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν.»
Ὣς φάτο, γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
οὕνεκα τῶν μὲν δῶρα παρέλκετο, θέλγε δὲ θυμὸν
μειλιχίοις ἐπέεσσι, νόος δέ οἱ ἄλλα μενοίνα.
Τὴν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀντίνοος προσέφη, Εὐπείθεος υἱός·
285 «κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρον Πηνελόπεια,
δῶρα μὲν ὅς κ᾽ ἐθέλῃσιν Ἀχαιῶν ἐνθάδ᾽ ἐνεῖκαι,
δέξασθ᾽· οὐ γὰρ καλὸν ἀνήνασθαι δόσιν ἐστίν·
ἡμεῖς δ᾽ οὔτ᾽ ἐπὶ ἔργα πάρος γ᾽ ἴμεν οὔτε πῃ ἄλλῃ,
πρίν γέ σε τῷ γήμασθαι Ἀχαιῶν ὅς τις ἄριστος.»


Της αντιμίλησε ο Τηλέμαχος με φρόνηση και προσοχή:
«Μητέρα, δεν αγαναχτώ που θύμωσες μαζί μου.
Όμως κι εγώ το καθετί το μελετώ, ξέρω να ξεχωρίζω
και το καλό και το χειρότερο, δεν είμαι πια
παιδάκι ανέμελο.
230Μόνο που δεν μπορώ τα πάντα φρόνιμα να τα ζυγίζω·
τους έχω πλάι μου και με παραζαλίζουν, ένας μετά τον άλλον, όλοι,
αυτοί οι κακόβουλοι, ενώ μου λείπουν κάποιοι που θα με συντρέξουν.
Πάντως η πάλη δεν κατέληξε, ανάμεσα στον ξένο και στον Ίρο,
όπως την είχαν οι μνηστήρες φανταστεί· βγήκε πιο δυνατός ο ξένος.
Πατέρα Δία, Αθηνά κι Απόλλων, μακάρι κι οι μνηστήρες έτσι
να γείρουν δαμασμένοι το κεφάλι τους στο σπιτικό μας —
ποιος έξω στην αυλή, ποιος μέσα εδώ στην αίθουσα,
να τους λυθούν όλων τα γόνατα.
Καθώς αυτός ο Ίρος, που τώρα κρέμασε την κεφαλή του
240στον τοίχο της αυλόθυρας, σαν μεθυσμένος· πια δεν μπορεί
στα πόδια να σταθεί, να πάει ξανά στο στέκι που κουρνιάζει —
όλα τα μέλη του παρέλυσαν.»
Έτσι συνομιλούσαν μάνα και γιος, και τότε ο Ευρύμαχος
πήρε τον λόγο και προσφώνησε την Πηνελόπη:
«Του Ικαρίου κόρη, ω Πηνελόπη φρόνιμη, αν ήταν να σε δουν
όσοι Αχαιοί μακριά στο ιάσιο Άργος κατοικούν,
πολλοί μνηστήρες θα περίσσευαν σε τούτο το παλάτι,
αύριο κιόλας, τρώγοντας μαζί μας.
Γιατί είσαι η ανώτερη, καμιά γυναίκα δεν σε φτάνει
στην ομορφιά, στο ανάστημα, στη ζυγισμένη και βαθιά σου στόχαση.»
250Του αντιμίλησε με τη στοχαστική της φρόνηση η Πηνελόπη:
«Ευρύμαχε, τη χάρη μου, τα κάλλη μου και την κορμοστασιά μου
όλα οι αθάνατοι θεοί τα χάλασαν τη μέρα εκείνη που ξεκίνησαν οι Αργείοι
για την Τροία — μαζί κι ο άντρας ο δικός μου, ο Οδυσσέας.
Αν πίσω γύριζε κι έπαιρνε πάλι τη ζωή μου
στα δικά του χέρια, τότε κι η δόξα μου θ᾽ άπλωνε κι άλλο τα φτερά της,
και το καλό θα ᾽φερνε το καλύτερο.
Μα τώρα πνίγομαι στον πόνο, με βούλιαξε ένας θεός στη συμφορά.
Θυμάμαι ακόμη τη στιγμή του χωρισμού, όταν εκείνος άφηνε
τα πατρικά του χώματα· έσφιξε τότε το δεξί μου χέρι στον καρπό
και πρόφερε τα λόγια αυτά:
“Γυναίκα δεν φαντάζομαι οι Αχαιοί, ωραία τώρα οπλισμένοι,
260πως όλοι θα γυρίσουν από την Τροία άβλαβοι.
Είναι οι Τρώες φημισμένοι μαχητές κι ανδρείοι,
στο δόρυ επιδέξιοι, εύστοχοι στο δοξάρι, καλοί αναβάτες
σ᾽ άρματα με ωκύποδα άλογα — αυτά που κρίνουν,
από τη μια στιγμή στην άλλη, την τύχη του φριχτού πολέμου.
Όσο για μένα, πού να ξέρω αν θα με φέρει πίσω του θεού το θέλημα
ή αν νεκρός θα πέσω πέρα στην Τροία.
Σ᾽ εσένα πέφτει τώρα η φροντίδα όλη· έχε τον νου σου
στον πατέρα και στη μάνα μου μέσα σε τούτο το παλάτι,
όπως και τώρα, και πιο πολύ, αφού θα βρίσκομαι στα ξένα.
Όταν ωστόσο δεις στα μάγουλα του γιου σου να φυτρώνει
γένι, τότε μπορείς να παντρευτείς ξανά, μ᾽ όποιον εσύ θελήσεις,
270αλλάζοντας όμως και σπίτι.”
Έτσι μου μίλησε σταράτα, και να που τώρα όλα συντελούνται·
βλέπω τη νύχτα να ᾽ρχεται, να πέφτει πάνω μου δεύτερος γάμος, μισητός,
σ᾽ εμένα την επάρατη, που της αφαίρεσε κάθε χαρά ο Δίας.
Αλλά μια θλίψη άλλη πλακώνει τώρα την ψυχή και την καρδιά μου·
το άδικο τούτο φέρσιμο των μνηστήρων, κάτι που δεν υπήρχε πριν.
Όσοι γυρεύουν γυναίκα ενάρετη να πάρουν, πλούσια θυγατέρα,
και μεταξύ τους συνερίζονται, φέρνουν αυτοί δικά τους βόδια,
δικά τους πρόβατα παχιά, προσφέρουν γεύμα
στους δικούς της νύφης, δίνουν στην κόρη δώρα ωραία.
Όχι, εκείνοι δεν ρημάζουν, και μάλιστα ατιμώρητοι,
280ξένα αγαθά και πλούτη.»
Έτσι του μίλησε, κι ένιωσε μέσα του χαρά
βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, βλέποντας πώς
τους ψάρευε τα δώρα, πώς με μειλίχια λόγια τους επλάνευε,
κι ας μελετούσε άλλα ο νους της.
Ευθύς ο Αντίνοος, γιος του Ευπείθη, πήρε τον λόγο και της είπε:
«Του Ικαρίου κόρη, ω Πηνελόπη φρόνιμη, αν κάποιος Αχαιός
επιθυμεί το δώρο του να φέρει, να το δεχτείς εσύ —
δεν είναι ωραίο ν᾽ αρνηθείς το χάρισμα.
Αλλά κι εμείς δεν πάμε για δουλειές, δεν φεύγουμε
από δω, προτού κάποιον ανάμεσά μας διαλέξεις για γαμπρό,
όποιος θα σου φανεί καλύτερος.»