Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Προμηθεὺς δεσμώτης (887-906)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΧΟ. ἦ σοφὸς ἦ σοφὸς ἦν [στρ. α]
ὃς πρῶτος ἐν γνώμᾳ τόδ᾽ ἐβάστασε καὶ γλώσ-
σᾳ διεμυθολόγησεν,
890 ὡς τὸ κηδεῦσαι καθ᾽ ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ,
καὶ μήτε τῶν πλούτῳ διαθρυπτομένων
μήτε τῶν γέννᾳ μεγαλυνομένων
ὄντα χερνήταν ἐραστεῦσαι γάμων.

μήποτε μήποτέ μ᾽, ὦ [ἀντ. α]
895 Μοῖραι ‹μακραίωνες›, λεχέων Διὸς εὐνά-
τειραν ἴδοισθε πέλουσαν·
μηδὲ πλαθείην γαμέτᾳ τινὶ τῶν ἐξ οὐρανοῦ.
ταρβῶ γὰρ ἀστεργάνορα παρθενίαν
εἰσορῶσ᾽ Ἰοῦς ἀμαλαπτομέναν
900 δυσπλάνοις Ἥρας ἀλατείαις πόνων.

ἐμοὶ δ᾽ ὅτε μὲν ὁμαλὸς ὁ γάμος, [ἐπῳδ.]
ἄφοβος· ὃν δὲ δέδια, μὴ
κρεισσόνων [θεῶν] ἔρως ἄφυκτον
ὄμμα προσδράκοι με.
ἀπόλεμος ὅδε γ᾽ ὁ πόλεμος, ἄπορα πόριμος· οὐδ᾽
905 ἔχω τίς ἂν γενοίμαν·
τὰν Διὸς γὰρ οὐχ ὁρῶ
μῆτιν ὅπα φύγοιμ᾽ ἄν.


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡΟΣ
Σοφός αλήθεια ήταν σοφός,
που πρώτος τό ᾽ζυασε στο νου του
και το ᾽βαλε σε μύθο: πως
πολύ πιο κάλλιο είναι κανείς
890μ᾽ όμοιούς του να συμπεθεριάζει
κι άνθρωπος χεροδουλευτής
μ᾽ όσους τα πλούτη τα μεγάλα χαίρουνται,
μ᾽ όσους στην αρχοντογενιά τους ᾽παίρουνται
γάμους αταίριαστους να μην ταιριάζει.

Μη μ᾽ αξιώσετε ποτέ,
σεβάσμιες Μοίρες, να με δούνε
νύφη στην κλίνη του Διός·
μηδ᾽ απ᾽ τον ουρανό θεός
πως μ᾽ εζευγάρωσε γαμπρός να πούνε.
Τρομάζω την αμάλαγη που βλέπω της Ιώς
κι άστεργη παρθενιά
να φτείρεται μ᾽ όσους τραβά παραδαρμούς
και κακοπλάνητους διωγμούς
900απ᾽ τη σκληρή της Ήρας απονιά.

Σύμφωνος γάμος ταιριαστός – τέτοιον εγώ τιμώ
και τέτοιος φόβο δε μου φέρνει·
κι ας μην τ᾽ αξιωθώ κανείς απ᾽ τους μεγάλους τους θεούς
μ᾽ ερωτικιά άφευχτη ματιά πάνω σε με να γέρνει.
Μαζί τους απολέμητος ο πόλεμος αυτός
κι είναι κακού προξενητής
κι ουδέ έχω τί θα γίνω·
γιατί δε βλέπω τη βουλή του παντοδύναμου θεού
πώς θα ᾽ταν ν᾽ αποφύγω.