Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Προμηθεὺς δεσμώτης (397-435)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΠΡΩΤΟΝ


ΧΟΡΟΣ
στένω σε τᾶς οὐ- [στρ. α]
λομένας τύχας, Προμηθεῦ·
δακρυσίστακτον [δ᾽] ἀπ᾽ ὄσσων
400 ῥαδινῶν λειβομένα ῥέος παρειὰν
νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς·
ἀμέγαρτα γὰρ τάδε Ζεὺς
ἰδίοις νόμοις κρατύνων
ὑπερήφανον θεοῖς τοῖς
405 πάρος ἐνδείκνυσιν αἰχμάν.

πρόπασα δ᾽ ἤδη [ἀντ. α]
στονόεν λέλακε χώρα,
μεγαλοσχήμονά τ᾽ ἀρχαι-
οπρεπῆ ˘¯¯˘ στένουσι τὰν σὰν
410 ξυνομαιμόνων τε τιμάν·
ὁπόσοι τ᾽ ἔποικον ἁγνᾶς
Ἀσίας ἕδος νέμονται,
μεγαλοστόνοισι σοῖς πή-
μασι συγκάμνουσι θνατοί.

415 Κολχίδος τε γᾶς ἔνοικοι [στρ. β]
παρθένοι, μάχας ἄτρεστοι,
καὶ Σκύθης ὅμιλος, οἳ γᾶς
ἔσχατον τόπον ἀμφὶ Μαι-
ῶτιν ἔχουσι λίμναν,

420 Ἀραβίας τ᾽ ἄρειον ἄνθος, [ἀντ. β.]
ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα
Καυκάσου πέλας νέμονται,
δάιος στρατός, ὀξυπρῴ-
ροισι βρέμων ἐν αἰχμαῖς.

425 † μόνον δὴ πρόσθεν ἄλλον ἐν πόνοις [στρ. γ]
δαμέντ᾽ ἀκαμαντοδέτοις
Τιτᾶνα λύμαις εἰσιδόμαν, θεὸν
Ἄτλανθ᾽, ὃς αἰὲν ὑπέροχον σθένος κραταιὸν
... οὐράνιόν τε πόλον
430 νώτοις ὑποστενάζει. †

βοᾷ δὲ πόντιος κλύδων [ἀντ. γ]
ξυμπίτνων, στένει βυθός,
κελαινὸς [δ᾽] Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γᾶς,
παγαί θ᾽ ἁγνορύτων ποταμῶν
435 στένουσιν ἄλγος οἰκτρόν.


ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡΟΣ
Προμηθέα, την ασύντυχη
μοίρ᾽ αυτή σου θρηνώ
κι απ᾽ τα μάτια μου αβάστηγο
βρύση τρέχει
400και την όψη μου βρέχει δάκρυ θερμό.
Γιατ᾽ ο Δίας με νόμους δικούς του σκληρά
κι άθεα αυτά κυβερνά
και στους πριν τους θεούς με περήφανο χέρι
ακουμπάει στο λαιμό τους μαχαίρι.

Πέρα και πέρ᾽ αντηχάει και περνά
πάσα χώρα οδυρμός,
κι όλα τώρα θρηνούν
τη δική σου και των δυο σου αδερφών
410μεγαλόσχημη αρχαιόπρεπη τιμή.
κι όσοι θνητοί κατοικούν
την αγία πλατιά Ανατολή
συμπονούν
τα δικά του βαριόμοιρα πάθη.

Και μαζί της Κολχίδας οι ατρόμαχτες
στους πολέμους παρθένες,
κι οι ορδές των Σκυθών, που στην άκρη
της γης κάθουνται γύρω
στη Μαιώτιδα λίμνη,

420Και της Αρίας O άρειος ο ανθός
που κρατούν το ψηλόγκρεμνο κάστρο
κοντά στου Καυκάσου τα μέρη
και φρουμάζουν, τρομάρα στρατός,
μ᾽ αθερόκοψες σπάθες στο χέρι.

[Ένα μόνον ώς τώρα έχω γνωρίσει
θεόν άλλο, που τέτοιο μαρτύριο άγριο
με πεδούκλια ατσαλένια δαμάζει,
τον Τιτάνα τον Άτλαντα – ω πόνοι!
που όλο πάντα το βάρος της γης
και τ᾽ ουράνιου του θόλου σηκώνει
430και βουβά ᾽ναστενάζει.]

Και συμπονώντας ο πόντος βογγά,
στενάζει ο βυθός
κρυφανταριάζουν βαθιά
τα μαύρα της γης καταχθόνια
και με τ᾽ αγνά ρέματά τους θρηνούν
των ποταμών οι πηγές
στου φριχτού μαρτυρίου σου τη ψυχοπόνια.