Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Εὐμενίδες (235-253)


235 ΟΡ. ἄνασσ᾽ Ἀθάνα, Λοξίου κελεύμασιν
ἥκω, δέχου δὲ πρευμενῶς ἀλάστορα,
οὐ προστρόπαιον οὐδ᾽ ἀφοίβαντον χέρα,
ἀλλ᾽ ἀμβλὺν ἤδη προστετριμμένον τε πρὸς
ἄλλοισιν οἴκοις καὶ πορεύμασιν βροτῶν.
240 ὅμοια χέρσον καὶ θάλασσαν ἐκπερῶν,
σῴζων δ᾽ ἐφετμὰς Λοξίου χρηστηρίους,
πρόσειμι δῶμα καὶ βρέτας τὸ σόν, θεά.
αὐτοῦ φυλάσσων ἀναμένω τέλος δίκης.

ΧΟ. εἶἑν· τόδ᾽ ἐστὶ τἀνδρὸς ἐκφανὲς τέκμαρ,
245 ἕπου δὲ μηνυτῆρος ἀφθέγκτου φραδαῖς.
τετραυματισμένον γὰρ ὡς κύων νεβρὸν
πρὸς αἷμα καὶ σταλαγμὸν ἐκματεύομεν.
πολλοῖς δὲ μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ
σπλάγχνον· χθονὸς γὰρ πᾶς πεποίμανται τόπος,
250 ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν
ἦλθον διώκουσ᾽, οὐδὲν ὑστέρα νεώς.
καὶ νῦν ὅδ᾽ ἐνθάδ᾽ ἐστί που καταπτακών.
ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ.


ΟΡΕΣΤΗΣ
Ω Δέσποινα Αθηνά, με πρόσταξε ο Λοξίας
κι έχω σε σένα ερθεί, μα εσύ με καλοσύνη
δέξου με τον κατάρατο που σου προσπέφτω
φονιάς ικέτης, μα όχι πια μ᾽ άναγνα χέρια.
τώρα το μίασμα στόμωσε και κάπως να ᾽χει
᾽πο πάνω μου τριβεί, που ήρθα σε σχέση μ᾽ άλλους
240καθώς περνούσα από στεριές κι από πελάγη·
και τώρα υπάκουος στους χρησμούς που μου ᾽πε ο Φοίβος,
στ᾽ άγια σου σπίτια ήρθα, θεά, και στο άγαλμά σου
εδώ θα καρτερώ της δίκης μου ένα τέλος.
ΧΟΡΟΣ
Και βέβαια, νά, σημάδια φανερά του ανθρώπου
κι όπως σου δείχνει ο αμίλητος μηνυτής, τράβα.
γιατί καθώς ο σκύλος λαβωμένο ελάφι,
στάλα προς στάλα απ᾽ το αίμα του τον ξετρυπώνω·
το στήθος μου λαχάνιασε απ᾽ τους τόσους κόπους,
που τόπο γης δεν άφησα να μην περάσω
250κι αφτέρωτη πάνω από θάλασσες πετώντας
ήρθ᾽ από κάθε γρηγορότερα καράβι·
μα τώρα κάπου εδώ θενά ᾽ναι ζαρωμένος
γιατ᾽ αίμα ανθρωπινό τη μύτη μου χαϊδεύει.