Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Χοηφόροι (66-83)


δι᾽ αἵματ᾽ ἐκποθένθ᾽ ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ [στρ. γ]
τίτας φόνος πέπηγεν οὐ διαρρύδαν.
διαλγὴς ἄτη διαφέρει
τὸν αἴτιον παναρκέτας νόσου βρύειν
70 [τοὺς δ᾽ ἄκραντος ἔχει νύξ].

θιγόντι δ᾽ οὔτι νυμφικῶν ἑδωλίων [ἀντ. γ]
ἄκος, πόροι τε πάντες ἐκ μιᾶς ὁδοῦ
† βαίνοντες τὸν χερομυσῆ
φόνον καθαίροντες ἴθυσαν μάταν.

ἐμοὶ δ᾽ (ἀνάγκαν γὰρ ἀμφίπτολιν [ἐπῳδ.] 75
θεοὶ προσήνεγκαν· ἐκ γὰρ οἴκων
πατρῴων δούλιόν ‹μ᾽› ἐσάγαγον
αἶσαν) δίκαια καὶ μὴ δίκαια,
πρέποντ᾽ ἀρχὰς βίου,
80 βίᾳ φερομένων, †αἰνέσαι, πικρὸν φρενῶν
στύγος κρατούσῃ. δακρύω δ᾽ ὑφ᾽ εἱμάτων ματαί-
οισι δεσποτᾶν τύχαις,
κρυφαίοις πένθεσιν παχνουμένη.


Απ᾽ τα αίματα που χύθηκαν και τα ᾽πιε η μάνα η Γη,
έπηξε η στάλα ασκόρπιστη, εκδίκηση ως να βρει·
σ᾽ άγρια μαρτύρια ο ένοχος μαύρη ζωή περνά
70και δεν του λείπει βάσανο να μην τον τυραγνά.

Γιατρειά δεν έχει αν ο ανθός της παρθενιάς ᾽γγιχτεί
κι από ᾽να δρόμο όλοι της γης να ᾽ρθουν οι ποταμοί,
του κάκου· όσο να λούζουνε, δεν τα ξεπλένουν πια
τα αίματα, που μολεύουνε το χέρι του φονιά.

Μα εγώ, μια που οι θεοί την ίδια ορίσανε
μοίρα σαν της πατρίδας μου και μένα,
— γιατί μακριά απ᾽ την πατρική τη στέγη μου
με ρίξαν στη σκλαβιά σε χέρια ξένα —
πρέπει σ᾽ αυτούς που με τη βία με ορίζουνε
80σε δίκια κι άδικα την κεφαλή να σκύβω
πνίγοντας μες στα στήθη μου
την πικρήν έχθρα μου που κρύβω.
Μα κλαίω και κλαίω κάτω απ᾽ τα πέπλα μου
την άραχλη του αφέντη μας την τύχη
και μου μαργώνει την καρδιά
η μαύρη που ζητώ να κρύψω λύπη.