Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἀγαμέμνων (104-159)


κύριός εἰμι θροεῖν ὅδιον κράτος αἴσιον ἀνδρῶν [στρ. α]
105 ἐντελέων· ἔτι γὰρ θεόθεν καταπνεύει
πειθώ, μολπᾶν ἀλκάν, σύμφυτος αἰών·
ὅπως Ἀχαιῶν δίθρονον κράτος, Ἑλλάδος ἥβας
110 ξύμφρονα ταγάν,
πέμπει σὺν δορὶ καὶ χερὶ πράκτορι
θούριος ὄρνις Τευκρίδ᾽ ἐπ᾽ αἶαν,
οἰωνῶν βασιλεὺς βασιλεῦσι νεῶν ὁ κελαινός, τ᾽ ἐξόπιν
115 ἀργᾶς,
φανέντες ἴκταρ μελάθρων χερὸς ἐκ δοριπάλτου
παμπρέπτοις ἐν ἕδραισι,
βοσκόμενοι λαγίναν, ἐρικύμονα φέρματα, γένναν,
120 βλαβέντα λοισθίων δρόμων.
αἵλινον αἵλινον εἰπέ, τὸ δ᾽ εὖ νικάτω.

κεδνὸς δὲ στρατόμαντις ἰδὼν δύο λήμασι δισσοὺς [ἀντ. α]
Ἀτρεΐδας μαχίμους ἐδάη λαγοδαίτας
125 πομπούς τ᾽ ἀρχάς· οὕτω δ᾽ εἶπε τερᾴζων·
«χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος,
πάντα δὲ πύργων
κτήνη πρόσθε τὰ δημιοπληθέα
130 Μοῖρα λαπάξει πρὸς τὸ βίαιον·
οἶον μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ προτυπὲν στόμιον μέγα Τροίας
στρατωθέν. οἴκτῳ γὰρ ἐπίφθονος Ἄρτεμις ἀγνὰ
135 πτανοῖσιν κυσὶ πατρὸς
αὐτότοκον πρὸ λόχου μογερὰν πτάκα θυομένοισι·
στυγεῖ δὲ δεῖπνον αἰετῶν.»
αἵλινον αἵλινον εἰπέ, τὸ δ᾽ εὖ νικάτω.

«τόσον περ εὔφρων ἁ καλά, [ἐπῳδ.] 140
δρόσοις ἀέπτοις μαλερῶν λεόντων
πάντων τ᾽ ἀγρονόμων φιλομάστοις
θηρῶν ὀβρικάλοισι τερπνά,
τούτων αἰτεῖ ξύμβολα κρᾶναι,
145 δεξιὰ μὲν κατάμομφα δὲ φάσματα † στρουθῶν.
ἰήιον δὲ καλέω Παιᾶνα,
μή τινας ἀντιπνόους Δαναοῖς χρονίας ἐχενῇδας ἀπλοίας
150 τεύξῃ, σπευδομένα θυσίαν ἑτέραν, ἄνομόν τιν᾽, ἄδαιτον,
νεικέων τέκτονα σύμφυτον,
οὐ δεισήνορα. μίμνει γὰρ φοβερὰ παλίνορτος
155 οἰκονόμος δολία μνάμων μῆνις τεκνόποινος.»
τοιάδε Κάλχας ξὺν μεγάλοις ἀγαθοῖς ἀπέκλαγξεν
μόρσιμ᾽ ἀπ᾽ ὀρνίθων ὁδίων οἴκοις βασιλείοις·
τοῖς δ᾽ ὁμόφωνον
αἵλινον αἵλινον εἰπέ, τὸ δ᾽ εὖ νικάτω.


Να ψάλλω ξέρω πως μπορώ του δρόμου το σημάδι
που με καλό ξεκίνησαν οι αντρείοι μας οι στρατοί
— γιατί στην ηλικία μου οι θεοί μού αφήνουν καν τη χάρη
110του τραγουδιού τη δύναμη τη μαγική —
πώς του πολέμου το πουλί ξεπροβοδάει και στέλλει
της νιότης της Ελληνικής τη δίθρονην αρχή,
τους ομογνώμους αρχηγούς με σίδερο στο χέρι
και μ᾽ εκδικήτρα δύναμη στη γη την Τρωϊκή.
Δυο βασιλιάδες των πουλιών στων πλοίων τους βασιλιάδες
φανήκαν, ο κατάμαυρος κι ο άλλος μ᾽ άσπρην ουρά,
πλάι στα παλάτια απ᾽ το δεξί του κονταριού το χέρι
σε πρόφαντη ψηλή μεριά,
κι αρπάζοντας σπαράζανε στον τελευταίο της δρόμο,
120μια λάγισσα με πρόσβαρη της ώρας της κοιλιά.
Ψάλλε σκοπό λυπητερό, μα το καλό ας νικά!

Κι ο σοφός μάντης του στρατού απείκασε όντας είδε
στους λαγοφόνους τους αετούς τους αρχηγούς του δρόμου
τους πολεμάρχους δυο αδερφούς κι ισόψυχους Ατρείδες
και τέτοια λέει μαντεύοντας: «Θα πάρει, μα με χρόνο
αυτός που ξεκινάει ο στρατός την πόλη του Πριάμου
κι όλα τα σωριαστά από πριν πλήθια στους πύργους πλούτη
130θ᾽ αρπάξει η Μοίρα με τη βιά· φτάνει μόνο απ᾽ το φτόνο
το θεϊκό να μη βλαβεί πριν απ᾽ το τέλος τούτη
της Τροία η ζώνη η δυνατή, γιατί κι η αγνή η παρθένα
η Αρτέμιδα η πονετικιά
μάχεται του πατέρα της τα φτερωτά σκυλιά,
που πριν της γέννας σπάραξαν μ᾽ όλη μαζί τη γέννα
τη λάγισσα την κακομοίρα
κ᾽ εχθρεύεται των αετών τα δείπνα.»
Ψάλλε σκοπό λυπητερό, μα το καλό ας νικά!

140«Τόσο καλόβουλη η Καλή στις τρυφερές δροσιές
και των πυρών των λιονταριών και στις γαλαθηνές
τις γέννες όλων των αγρίων θηρίων,
ζητάει σε τέλος των πουλιών να φέρει τα σημάδια,
που αν και δεξιά μα και πολλά γιομάτα ᾽ναι ψεγάδια.
Και τον Παιάνα εγώ καλώ βοηθό μας, μήπως στείλει
150ενάντιους καιρούς στους Δαναούς και δέσουν τα καράβια
πολύν καιρό αταξίδευτα, για να ζητήσει κάποια
θυσίαν άλλη, ανίερη και απρόσφορη, αφορμή
πολλών δεινών συγγενικών, γιατί η άφοβη η οργή
μένει στο σπίτι η δολερή, μια μέρα να ξυπνήσει
κι εκδίκηση, θυμάμενη, του τέκνου να ζητήσει.»
Κι ο Κάλχας τέτοια με πολλά διαλάλησε αγαθά
μελλούμενα για τα βασιλικά παλάτια
απ᾽ των πουλιών εκείνων τα σημάδια
και σύμφωνα μ᾽ αυτά
Ψάλλε σκοπό λυπητερό, μα το καλό ας νικά!