Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἀγαμέμνων (944-974)


ΑΓ. ἀλλ᾽ εἰ δοκεῖ σοι ταῦθ᾽, ὑπαί τις ἀρβύλας
945 λύοι τάχος, πρόδουλον ἔμβασιν ποδός.
καὶ τοῖσδέ μ᾽ ἐμβαίνονθ᾽ ἁλουργέσιν θεῶν
μή τις πρόσωθεν ὄμματος βάλοι φθόνος.
πολλὴ γὰρ αἰδὼς δωματοφθορεῖν ποσὶν
φύροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους θ᾽ ὑφάς.
950τούτων μὲν οὕτω· τὴν ξένην δὲ πρευμενῶς
τήνδ᾽ ἐσκόμιζε· τὸν κρατοῦντα μαλθακῶς
θεὸς πρόσωθεν εὐμενῶς προσδέρκεται.
ἑκὼν γὰρ οὐδεὶς δουλίῳ χρῆται ζυγῷ.
αὕτη δὲ πολλῶν χρημάτων ἐξαίρετον
955 ἄνθος, στρατοῦ δώρημ᾽, ἐμοὶ ξυνέσπετο.
ἐπεὶ δ᾽ ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι τάδε,
εἶμ᾽ ἐς δόμων μέλαθρα πορφύρας πατῶν.
ΚΛ. ἔστιν θάλασσα —τίς δέ νιν κατασβέσει;—
τρέφουσα πολλῆς πορφύρας ἰσάργυρον
960 κηκῖδα παγκαίνιστον, εἱμάτων βαφάς.
οἶκος δ᾽ ὑπάρχει τῶνδε σὺν θεοῖς, ἄναξ,
ἔχειν· πένεσθαι δ᾽ οὐκ ἐπίσταται δόμος.
πολλῶν πατησμὸν δ᾽ εἱμάτων ἂν ηὐξάμην,
δόμοισι προυνεχθέντος ἐν χρηστηρίοις,
965 ψυχῆς κόμιστρα τῆσδε μηχανωμένη.
ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ᾽ ἐς δόμους,
σκιὰν ὑπερτείνασα σειρίου κυνός.
καὶ σοῦ μολόντος δωματῖτιν ἑστίαν,
θάλπος μὲν ἐν χειμῶνι σημαίνει μολόν·
970 ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ᾽ ὄμφακος πικρᾶς
οἶνον, τότ᾽ ἤδη ψῦχος ἐν δόμοις πέλει,
ἀνδρὸς τελείου δῶμ᾽ ἐπιστρωφωμένου.
Ζεῦ Ζεῦ τέλειε, τὰς ἐμὰς εὐχὰς τέλει·
μέλοι δέ τοι σοὶ τῶνπερ ἂν μέλλῃς τελεῖν.


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Αφού το θες… γοργά τα πέδιλ᾽ ας μου λύσουν
που ως σκλάβους τα πατά και πορπατάει το πόδι·
κι ενώ πάνω σ᾽ αυτές θα φεύγω τις πορφύρες,
ας μη με δει κανείς θεός με φθόνου μάτι.
ντροπή ᾽ν᾽ αλήθεια να ρημάζεις τέτοια πλούτια
κι ασημοζυγισμένα φάδια μες στους δρόμους.
950Τόσο γι᾽ αυτά· τη ξένη τώρα ετούτη δέξου
με καλοσύνη· από ψηλά θα καλοβλέπουν
πάντα οι θεοί, όποιος σκληρός δεν είναι αφέντης.
γιατί ποιός πέφτει στη σκλαβιά με θέλημά του;
αυτήν, διαλεχτόν άνθος από τόσα πλούτη,
την έφερα μαζί μου, δώρο του στρατού μου.
Κι αφού στο θέλημά σου μ᾽ έχεις τέλος φέρει,
πατώντας σε πορφύρες στο παλάτι ας έμπω.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Έχει κι αν έχει η θάλασσα! ποιός θα τη σώσει;
που ασημοζύγιαστη πολλή πορφύρα θρέφει
960καινούρια πάντα, για όσα θες να βάφεις φάδια·
και το σπίτι σου, ρήγα μου, το ᾽χει για να ᾽χει
και, δόξα ο θεός, φτώχεια τί πάει να πει δε ξέρει·
κι αν τέτοιο μόφερναν χρησμόν απ᾽ τα μαντεία,
θα ᾽ταζα κι άλλα τόσα φάδια να πατιόνταν
για τα καλά σου, να ᾽θε τ᾽ αξιωθώ, δεξίμια·
γιατί σα μένει η ρίζα, τα κλωνιά φουντώνουν
κι απλώνουν ίσκιο του σπιτιού στο βαρύ κάμα·
έτσι και σένα ο γυρισμός στ᾽ αρχοντικό μας
σα να μας φέρνει μέσα στο χειμώνα ζέστη·
970κι όταν γυαλίζει απ᾽ την ξινή την αγουρίδα
κρασάτη ρόγα, τότ᾽ είναι δροσιά στο σπίτι,
σαν το γιομίζει τ᾽ άρχοντά του η παρουσία.
Ω Δία μου τέλειε, δίνε στις ευχές μου τέλος
κι έχε την έγνοια σου γι᾽ αυτά που έχεις να κάμεις!