Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἀγαμέμνων (403-436)


λιποῦσα δ᾽ ἀστοῖσιν ἀσπίστορας [στρ. β]
κλόνους λοχισμούς τε καὶ
405 ναυβάτας ὁπλισμούς,
ἄγουσά τ᾽ ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθορὰν
βεβάκει ῥίμφα διὰ
πυλᾶν ἄτλητα τλᾶσα· πολλὰ δ᾽ ἔστενον
τόδ᾽ ἐννέποντες δόμων προφῆται·
410 «ἰὼ ἰὼ δῶμα δῶμα καὶ πρόμοι,
ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες.
† πάρεστι σιγᾶς ἄτιμος † ἀλοίδορος
ἄλιστος ἀφεμένων ἰδεῖν.
πόθῳ δ᾽ ὑπερποντίας
415 φάσμα δόξει δόμων ἀνάσσειν.»
εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν
ἔχθεται χάρις ἀνδρί·
ὀμμάτων δ᾽ ἐν ἀχηνίαις
ἔρρει πᾶσ᾽ Ἀφροδίτα.

ὀνειρόφαντοι δὲ πειθήμονες [ἀντ. β] 420
πάρεισι δόξαι φέρου-
σαι χάριν ματαίαν.
μάταν γάρ, εὖτ᾽ ἂν ἐς θιγὰς δοκῶν ὁρᾷ,
παραλλάξασα διὰ
425 χερῶν βέβακεν ὄψις, οὐ μεθύστερον
πτεροῖς ὀπαδοῦσ᾽ ὕπνου κελεύθοις.
τὰ μὲν κατ᾽ οἴκους ἐφ᾽ ἑστίας ἄχη
τάδ᾽ ἐστὶ καὶ τῶνδ᾽ ὑπερβατώτερα.
τὸ πᾶν δ᾽ ἀπ᾽ αἴας Ἕλλαδος συνορμένοις
430 πένθεια τλησικάρδιος
δόμῳ ᾽ν ἑκάστου πρέπει.
πολλὰ γοῦν θιγγάνει πρὸς ἧπαρ·
οὓς μὲν γάρ ‹τις› ἔπεμψεν
οἶδεν, ἀντὶ δὲ φωτῶν
435 τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκά-
στου δόμους ἀφικνεῖται.


Ασπίδων κρότους και λόγχων στη χώρα της
αφήνοντας και καραβιών αρματωμούς
και φέρνοντας αντίς προικιά
στην Τροία χαλασμό,
γοργά τις πύλες διάβηκε
με τόλμη που δε βάζει ο νους.
Κι έτσι οι προφήτες βαριά στέναζαν
και λέγανε μες στο παλάτι:
410«Ω σπίτι, σπίτι οϊμένα! κι άρχοντες,
οϊμέ του τίμιου γάμου των κρεβάτι
κι ω χνάρια της αγάπης του ερωτόθυμα!
θα ᾽χεις να δεις, οι αισχρά παρατημένοι
στην αλοιδόρητη ατιμία τους
δίχως μιλιά να μένουν βυθισμένοι,
ενώ απ᾽ τον πόθο της φευγάτης
πως βασιλεύει μες στ᾽ ανάχτορα θα λες
το φάντασμά της.
Στα ωραία τ᾽ αγάλματα καμιά
δε βρίσκει εκείνος χάρη πια
και σβήνει κάθ᾽ αποθυμιά
στο στερεμένο μάτι.

420Κι έρχουντ᾽ ονειροφάνταχτες και πένθιμες
να φέρουν χάρη ανώφελη υπνοφαντασιές.
γιατί του κάκου! ενώ κανείς
ανέλπιστες χαρές
θαρρεί πως βλέπει, τ᾽ όραμα
γλιστρά απ᾽ τα χέρια με γοργές
φτερούγες, ακλουθώντας σύνωρα
τους δρόμους του ύπνου του φευγάτου.»
Τέτοια μες στα παλάτια η θλίψη των·
μα είν᾽ κι άλλες που δεν πέφτουν παρακάτω:
παντού που απ᾽ την Ελλάδα για το μακρινό
ξεκίνησαν τον πόλεμο οι δικοί τους,
στα σπίτια βασιλεύει καθενός
430πένθος βαρύ που δε βαστά η ψυχή τους·
πολλά μες στην καρδιά τους ᾽γγίζουν,
γιατ᾽ όλοι κείνους πὄστειλαν στον πόλεμο
καλά γνωρίζουν,
μ᾽ αντίς για τους ανθρώπους των
μονάχα υδρίες νεκρικές
με λίγη στάχτη γεμιστές
στα σπίτια τους γυρίζουν.