Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἱκέτιδες (776-824)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΧΟ. ἰὼ γᾶ βοῦνι, πάνδικον σέβας, [στρ. α]
τί πεισόμεσθα; ποῖ φύγωμεν Ἀπίας
χθονὸς κελαινὸν εἴ τι κεῦθός ἐστί που;
μέλας γενοίμαν καπνὸς
780 νέφεσσι γειτονῶν Διός,
τὸ πᾶν δ᾽ ἄφαντος ἀμπετὴς ἀιδνὸς ὡς
κόνις ἄτερθε πτερύγων ὀλοίμαν.

ἄφρικτον δ᾽ οὐκέτ᾽ ἂν πέλοι κέαρ· [ἀντ. α]
785 κελαινόχρως δὲ πάλλεταί μου καρδία.
πατρὸς σκοπαὶ δέ μ᾽ εἷλον· οἴχομαι φόβῳ.
θέλοιμι δ᾽ ἂν μορσίμου
βρόχου τυχεῖν † ἐν σαργάναις †,
790 πρὶν ἄνδρ᾽ ἀπευκτὸν τῷδε χριμφθῆναι χροΐ·
πρόπαρ θανούσας [δ᾽] Ἀίδας ἀνάσσοι.

πόθεν δέ μοι γένοιτ᾽ ἂν αἰθέρος θρόνος, [στρ. β]
πρὸς ὃν κύφελλ᾽ ὑδρηλὰ γίγνεται χιών,
ἢ λισσὰς αἰγίλιψ ἀπρόσ-
795 δεικτος οἰόφρων κρεμὰς
γυπιὰς πέτρα, βαθὺ
πτῶμα μαρτυροῦσά μοι,
πρὶν δαΐκτορος βίᾳ
καρδίας γάμου κυρῆσαι;

800 κυσὶν δ᾽ ἔπειθ᾽ ἕλωρα κἀπιχωρίοις [ἀντ. β]
ὄρνισι δεῖπνον οὐκ ἀναίνομαι πέλειν·
τὸ γὰρ θανεῖν ἐλευθεροῦ-
ται φιλαιάκτων κακῶν.
ἐλθέτω μόρος, πρὸ κοί-
805 τας γαμηλίου τυχών.
ἀμφυγᾶς τίν᾽ ἔτι πόρον
τέτμω γάμου λυτῆρα;

ἴυζε δ᾽ ὀμφάν, οὐράνια [στρ. γ]
μέλη λιτανὰ θεοῖσι καὶ
810 τέλεα δέ μοί πως πελόμενα [μοι],
λύσιμα † μάχιμα δ᾽· ἔπιδε, πάτερ,
βίαια μὴ φίλοις ὁρῶν
ὄμμασιν ἐνδίκως.
815 σεβίζου δ᾽ ἱκέτας σέθεν,
γαιάοχε παγκρατὲς Ζεῦ.

† γένος γὰρ Αἰγύπτιον ὕβριν [ἀντ. γ]
δύσφορον ἀρσενογενὲς †
μετά με δρόμοισι διόμενοι
820 φυγάδα μάταισι πολυθρόοις
βίαια δίζηνται λαβεῖν.
σὸν δ᾽ ἐπίπαν ζυγὸν
ταλάντου. τί δ᾽ ἄνευ σέθεν
θνατοῖσι τέλειόν ἐστιν;


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡΟΣ
Βουνίσια Γη, σέβας μου ολόδικο,
τί έχω να πάθω; πού να φύγω, αν είν᾽ εδώ
στου Άπη τη χώρα ένας κρυψώνας σκοτεινός;
Μαύρος καπνός ας ήμουν
780στου Δία τα νέφη γειτονιά,
η άφαντ᾽ ολότελα σαν το
κορνιαχτό, πανεμοσκορπά,
δίχως φτερά ας χανόμουν.

Δεν είναι να ξεφύγω το κακό
κι η μαύρη μου καρδιά απ᾽ το φόβο μου σπαρνά
γι᾽ αυτά που είδε απ᾽ τις βίγλες του ο πατέρας.
Θάνατο κάλλιο να ᾽βρω
με βρόχια στο λαιμό, παρά
μισητός άντρας στο κορμί
790ν᾽ αγγίξει αυτό μου, και νεκρή
πριν ας με πάρει ο χάρος.

Πώς να ήταν να ᾽χα στον αιθέρα θρόνο, εκεί
που της βροχής τα σύγνεφα γίνουνται χιόνια;
ή βράχος να ήτανε κοφτός
έρμος περήφανος ορθός
σ᾽ απάτητα ύψη – κρεμαστή
αϊτοφωλιά – που ένα βαθύ
να μ᾽ ασφαλίσει πέσιμο, παρά
γάμος αθέλητος να μ᾽ εύρει;

800Όχι δε θα ᾽λεγα έπειτα και τα σκυλιά
και τα όρνια τα τριγυρινά να με σπαράξουν,
γιατ᾽ είναι ο μόνος λυτρωμός
στα βαριοστέναχτα δεινά
ο θάνατος· κι ας έρθει πριν
με δεχτεί κλίνη νυφική·
ή ποιό άλλο δρόμο να βρω πια
για να γλιτώσω από το γάμο;

Μα ύψωνε θρήνους ως τους ουρανούς
με λιτανείες σ᾽ όλους τους θεούς
810που ίσως και κάποιο τέλος δώσουν.
Επίβλεψε, πατέρα, τον αγώνα μας
και ιδές τη βία μ᾽ όψη όχι φαιδρή
των δίκιων των ματιώ σου.
ικέτες σου σεβάσου, παντοδύναμε
Δία, π᾽ όλο τον κόσμο έχεις δικό σου.

Γιατί του Αιγύπτου μ᾽ άθεη αποκοτιά
η αρσενική ανυπόφερτη γενιά
μ᾽ έχουνε πάρει από κοντά κυνήγι,
820ψάχνοντας με πολύβουα αλαλητά
με βια να με στριμώξουν, κι όπου φύγει·
μα εσύ ᾽σαι μόνος που κρατάς τη ζυγαριά
στο χέρι· και στον άνθρωπο χωρίς εσένα
πράμα δεν είναι να γενεί κανένα!