Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἱκέτιδες (625-677)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


625 ΧΟ. ἄγε δή, λέξωμεν ἐπ᾽ Ἀργείοις
εὐχὰς ἀγαθάς, ἀγαθῶν ποινάς.
Ζεὺς δ᾽ ἐφορεύοι ξένιος ξενίου
στόματος τιμὰς ἐπ᾽ ἀληθείᾳ,
τέρμον᾽ ἀμέμπτως πρὸς ἅπαντα·

630 νῦν ὅτε καὶ θεοὶ [στρ. α]
Διογενεῖς κλύοιτ᾽ εὐ-
κταῖα γένει χεούσας·
μήποτε πυρίφατον
τάνδε Πελασγίαν [πόλιν]
635 τὸν ἄχορον βοᾶν
κτίσαι μάχλον Ἄρη,
τὸν ἀρότοις θερί-
ζοντα βροτοὺς ἐνάλλοις·
οὕνεκ᾽ ᾤκτισαν ἡμᾶς,
640 ψῆφον δ᾽ εὔφρον᾽ ἔθεντο,
αἰδοῦνται δ᾽ ἱκέτας Διός,
ποίμναν τάνδ᾽ ἀμέγαρτον·

οὐδὲ μετ᾽ ἀρσένων [ἀντ. α]
ψῆφον ἔθεντ᾽ ἀτιμώ-
645 σαντες ἔριν γυναικῶν,
Δῖον ἐπιδόμενοι
πράκτορ᾽, ἅτε σκοπόν,
δυσπολέμητον, ὃν
τίς ἂν δόμος ἔχοι
650 ἐπ᾽ ὀρόφων ἰαί-
νοντα; βαρὺς δ᾽ ἐφίζει.
ἅζονται γὰρ ὁμαίμους
Ζηνὸς ἵκτορας ἁγνοῦ.
τοιγάρτοι καθαροῖσι βω-
μοῖς θεοὺς ἀρέσονται.
655
τοιγὰρ ὑποσκίων [στρ. β]
ἐκ στομάτων ποτά-
σθω φιλότιμος εὐχά,
μήποτε λοιμὸς ἀνδρῶν
660 τάνδε πόλιν κενώσαι·
μηδ᾽ ἐπιχωρίοις ‹στάσις›
πτώμασιν αἱματίσαι πέδον γᾶς.
ἥβας δ᾽ ἄνθος ἄδρεπτον
ἔστω, μηδ᾽ Ἀφροδίτας
665 εὐνάτωρ βροτολοιγὸς Ἄ-
ρης κέρσειεν ἄωτον.

καὶ γεραροῖσι πρε- [ἀντ. β]
σβυτοδόκοι γέμου-
σαι θυμέλαι φλεγόντων.
670 τὼς πόλις εὖ νέμοιτο
Ζῆνα μέγαν σεβόντων,
τὸν ξένιον δ᾽ ὑπερτάτως,
ὃς πολιῷ νόμῳ αἶσαν ὀρθοῖ.
τίκτεσθαι δ᾽ ἐφόρους γᾶς
675 ἄλλους εὐχόμεθ᾽ αἰεί,
Ἄρτεμιν δ᾽ ἑκάταν γυναι-
κῶν λόχους ἐφορεύειν.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡΟΣ
Λοιπόν έλα, ευλογίες ας πούμε κι ευχές
στους Αργείους αντίχαρη χάρη κι εμείς·
κι είθε ο ξένιος ο Δίας να δώσει να ᾽ρθουν
ως το τέλος σωστές απ᾽ αλήθεια οι τιμές
που απ᾽ των ξένων τα στόματα βγαίνουν.

Τώρα κι αν είναι να μ᾽ ακούσετε
630Διογέννητοι θεοί, που τις ευχές μου
για τούτη τη γενιά σκορπώ:
Ποτέ τη γη των Πελασγών
θροφή στις φλόγες του πολέμου
ας μην τη παραδώσει ο Άρης,
ο αχόρταγος στις άγριες τις βοές,
ο που θερίζει ανθρώπινες ζωές
σε κάμπο αλλιώτικο, ο λυσσάρης.
Γιατί μου δείξανε σπλαχνιά
640και ψήφισαν με προθυμιά
το νόμο αυτό όλοι τους ομάδι.
και ξέρουνε να σεβαστούν
του Δία ικέτες, σαν τιμούν
εμάς, τ᾽ αζήλευτο κοπάδι.

Ούδ᾽ απ᾽ το μέρος των αντρών δεχτήκανε
τη ψήφο τους να βάλουν αψηφώντας
των γυναικών τα δίκια,
μα τον ακοίμητο συλλογιστήκανε
του Δία εκδικητή – γιατί ποιά σπίτια
θα τον βαστούσαν τον αφεύγατο
650στις στέγες των, να των κολλήσει
το μίασμα το αξέβγαλτο·
κι είναι βαρύς όπου καθίσει.
Σέβουνται ανθρώπους που κρατούν
απ᾽ το ίδιο το αίμα και βαστούν
τ᾽ άγιου του Δία ικετηρίες·
γι᾽ αυτό με καθαρούς βωμούς
ευχαριστούνε τους θεούς
και καλοπρόσδεχτες θυσίες.

Λοιπόν από τα στόματα ας πετά
τα κλαδοϊσκιωμένα μας η ευχή μας
που την τιμή και δόξα τους ζητά·
ποτέ κακό θανατικό ας μη σώσει
660την πόλη τους από άντρες να ερημώσει,
μηδέ η διχόνοια μ᾽ αίμα εγχώριο
της γης τωνε το χώμα να αιματώσει.
Μα πάντ᾽ αθέριστος ο ανθός
της νιότης να ᾽ναι, κι ο καλός
ποτέ της Αφροδίτης,
που ανθρώπινα χαλάει κορμιά,
τρίχα μη ᾽γγίξει εδώ καν μια,
ο Άρης ο καταλύτης.

Πάντ᾽ απ᾽ τους τιμημένους γέροντες
κάθε ιερή στοά να ᾽ναι γιομάτη
γύρω στους λαμπερόφλογους βωμούς,
670κι έτσι ας προκόβει η πόλη στο καλό
με σεβασμό του Δία ξενοπροστάτη,
που με παμπάλαιους νόμους κυβερνά
στο ίσιο τη μοίρα μονοπάτι.
Κι ευχόμαστε άσωστη σειρά
βασιλιάς σ᾽ άλλο βασιλιά
της χώρας να γεννιέται,
κι η Εκάτη Αρτέμιδ᾽ ας κοιτά
των γυναικών τα γεννητά
κι ας τις ψυχοπονιέται.