Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Κύκλωψ (437-482)


ΧΟ. ὦ φίλτατ᾽, εἰ γὰρ τήνδ᾽ ἴδοιμεν ἡμέραν
Κύκλωπος ἐκφυγόντες ἀνόσιον κάρα.
ὡς διὰ μακροῦ γε †τὸν σίφωνα τὸν φίλον
440χηρεύομεν τόνδ᾽ οὐκ ἔχομεν καταφαγεῖν.†
ΟΔ. ἄκουε δή νυν ἣν ἔχω τιμωρίαν
θηρὸς πανούργου σῆς τε δουλείας φυγήν.
ΧΟ. λέγ᾽, ὡς Ἀσιάδος οὐκ ἂν ἥδιον ψόφον
κιθάρας κλύοιμεν ἢ Κύκλωπ᾽ ὀλωλότα.
445ΟΔ. ἐπὶ κῶμον ἕρπειν πρὸς κασιγνήτους θέλει
Κύκλωπας ἡσθεὶς τῶιδε Βακχίου ποτῶι.
ΧΟ. ξυνῆκ᾽· ἔρημον ξυλλαβὼν δρυμοῖσί νιν
σφάξαι μενοινᾶις ἢ πετρῶν ὦσαι κάτα.
ΟΔ. οὐδὲν τοιοῦτον· δόλιος ἡ προθυμία.
450ΧΟ. πῶς δαί; σοφόν τοί σ᾽ ὄντ᾽ ἀκούομεν πάλαι.
ΟΔ. κώμου μὲν αὐτὸν τοῦδ᾽ ἀπαλλάξαι, λέγων
ὡς οὐ Κύκλωψι πῶμα χρὴ δοῦναι τόδε,
μόνον δ᾽ ἔχοντα βίοτον ἡδέως ἄγειν.
ὅταν δ᾽ ὑπνώσσηι Βακχίου νικώμενος,
455ἀκρεμὼν ἐλαίας ἔστιν ἐν δόμοισί τις,
ὃν φασγάνωι τῶιδ᾽ ἐξαποξύνας ἄκρον
ἐς πῦρ καθήσω· κἆιθ᾽ ὅταν κεκαυμένον
ἴδω νιν, ἄρας θερμὸν ἐς μέσην βαλῶ
Κύκλωπος ὄψιν ὄμμα τ᾽ ἐκτήξω πυρί.
460ναυπηγίαν δ᾽ ὡσεί τις ἁρμόζων ἀνὴρ
διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖ,
οὕτω κυκλώσω δαλὸν ἐν φαεσφόρωι
Κύκλωπος ὄψει καὶ συναυανῶ κόρας.
ΧΟ. ἰοὺ ἰού·
465γέγηθα μαινόμεσθα τοῖς εὑρήμασιν.
ΟΔ. κἄπειτα καὶ σὲ καὶ φίλους γέροντά τε
νεὼς μελαίνης κοῖλον ἐμβήσας σκάφος
διπλαῖσι κώπαις τῆσδ᾽ ἀποστελῶ χθονός.
ΧΟ. ἔστ᾽ οὖν ὅπως ἂν ὡσπερεὶ σπονδῆς θεοῦ
470κἀγὼ λαβοίμην τοῦ τυφλοῦντος ὄμματα
δαλοῦ; πόνου γὰρ τοῦδε κοινωνεῖν θέλω.
ΟΔ. δεῖ γοῦν· μέγας γὰρ δαλός, οὗ ξυλληπτέον.
ΧΟ. ὡς κἂν ἁμαξῶν ἑκατὸν ἀραίμην βάρος,
εἰ τοῦ Κύκλωπος τοῦ κακῶς ὀλουμένου
475ὀφθαλμὸν ὥσπερ σφηκιὰν ἐκθύψομεν.
ΟΔ. σιγᾶτέ νυν· δόλον γὰρ ἐξεπίστασαι·
χὤταν κελεύω, τοῖσιν ἀρχιτέκτοσιν
πείθεσθ᾽. ἐγὼ γὰρ ἄνδρας ἀπολιπὼν φίλους
τοὺς ἔνδον ὄντας οὐ μόνος σωθήσομαι.
480[καίτοι φύγοιμ᾽ ἂν κἀκβέβηκ᾽ ἄντρου μυχῶν·
ἀλλ᾽ οὐ δίκαιον ἀπολιπόντ᾽ ἐμοὺς φίλους
ξὺν οἷσπερ ἦλθον δεῦρο σωθῆναι μόνον.]


ΧΟΡ. Φίλε μου καλέ, μακάρι κείνη να ᾽ρχονταν η μέρα
του λυτρωμού απ᾽ τον Κύκλωπα — κακή ψυχρή του ώρα.
Πάει πολύς καιρός που εχήρεψε τούτο μου το σιφώνι
(δείχνει τον φαλλό του)
440—τώρα όμως θα του βρω την πιο έμορφη κρυψώνα!
ΟΔΥ. Άκου τότε τί λογής τιμωρία έχω στον νου μου
για το τέρας το πανούργο — και για σένα γλιτωμόν
από την πικρή σκλαβιά.
ΧΟΡ. Λέγε, λέγε! Μπαγλαμάδες και μπουζούκια να βαρούσαν,
τόσο δεν θ᾽ αναγαλλιούσα όσο αν μου προφταίναν πως
—«Πάει, πέθανε ο Κύκλωψ»!
445ΟΔΥ. Πάει να βρει τ᾽ αδέρφια του, όλους τους άλλους Κύκλωπες·
θέλει να βγει για καντάδα — είναι, βλέπεις, τρελαμένος
με του Βάκχου το ποτό.
ΧΟΡ. Το ᾽πιασα! Έβαλες σχέδιο να τον ξεμοναχιάσεις,
να τον σφάξεις μες στο δάσος ή και να τονε γκρεμίσεις
πάνω στα κατσάβραχα.
ΟΔΥ. Καμιά σχέση. Με δολοπλοκία λέω να τον φέρω βόλτα.
450ΧΟΡ. Δηλαδή πώς ακριβώς; Καλά λεν όλοι πως είσαι
σπίρτο, ατσίδας και ξυράφι!
ΟΔΥ. Πρώτα πρώτα, τις καντάδες τού τις κόβω εγώ μεμιάς:
θα του πω ότι δεν πρέπει το πιοτό να μοιραστεί
με τους άλλους Κύκλωπες,
μα να το κρατήσει ο ίδιος, να φχαριστηθεί κρασάκι.
Κι άμα τονε πάρει ο ύπνος, νικημένον απ᾽ τον Βάκχο
—έχει μέσα στη σπηλιά ένα λιόκλαδο χοντρό·
455θα το ξύσω με τη σπάθα,
να ᾽ναι μυτερό μπροστά, θα το βάλω στη φωτιά,
κι άμα δω καλά να κάψει, θα το βγάλω από κει πέρα
και καυτό θα το καρφώσω μες στου Κύκλωπα το μάτι
και θα του το ζεματίσω.
460Κι όπως το τρυπάνι που ᾽χουν και σκαρώνουνε καράβια
και το πάνε και το φέρνουν, έγια μόλα έγια λέσα,
με λουρί διπλό βαστώντας
έτσι θέλω εγώ να στρίψω το παλούκι, το δαυλί,
μες στο μάτι του θηρίου και το φως του να μαράνω.
465ΧΟΡ. Γιούχου! Γιούχου! Τί χαρά! Σκέτη τρέλα! Ρε, μυαλό!
ΟΔΥ. Κι έτσι εσένα, τους συντρόφους και τον γέροντα μαζί
μες στο ολόμαυρο καράβι το κυρτό θα σας μπαρκάρω,
και με δυο σειρές κουπιά θα σας στείλω μακριά
απ᾽ αυτήν εδώ τη χώρα.
ΧΟΡ. Μήπως γίνεται ν᾽ αγγίξω, σαν να ήταν αγιασμός, το δαυλί που βγάζει μάτια;
471Θέλω να ᾽χω μερτικό στη δουλειά και στον αγώνα!
ΟΔΥ. Μα και βέβαια! Είν᾽ ανάγκη: το μεγάλο το δαυλί θέλει και πολλοχεριά.
ΧΟΡ. Κι από φορτηγά εκατό θενα βάσταγα φορτίο,
του Πολύφημου αν είναι —που κακή να τού ᾽ρθει ώρα—
475να καπνίσω τη ματάρα, σαν καμιά σφηκοφωλιά.
ΟΔΥ. Πάψε τώρα· το κατέχεις το πανούργο σχέδιό μας.
Και σαν δώσω εγώ το σήμα, να υπακούς στον εργολάβο!
Εγώ, βλέπεις, δεν θ᾽ αφήσω τους συντρόφους που ᾽ναι μέσα (δείχνει το σπήλαιο),
μοναχός για να σωθώ.
(Μπαίνει στο σπήλαιο)