Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἱππόλυτος (902-935)


ΙΠ. κραυγῆς ἀκούσας σῆς ἀφικόμην, πάτερ,
σπουδῆι· τὸ μέντοι πρᾶγμ᾽ ὅτωι στένεις ἔπι
οὐκ οἶδα, βουλοίμην δ᾽ ἂν ἐκ σέθεν κλύειν.
905 ἔα, τί χρῆμα; σὴν δάμαρθ᾽ ὁρῶ, πάτερ,
νεκρόν· μεγίστου θαύματος τόδ᾽ ἄξιον·
ἣν ἀρτίως ἔλειπον, ἣ φάος τόδε
οὔπω χρόνος παλαιὸς εἰσεδέρκετο.
τί χρῆμα πάσχει; τῶι τρόπωι διόλλυται;
910 πάτερ, πυθέσθαι βούλομαι σέθεν πάρα.
σιγᾶις; σιωπῆς δ᾽ οὐδὲν ἔργον ἐν κακοῖς.
ἡ γὰρ ποθοῦσα πάντα καρδία κλύειν
κἀν τοῖς κακοῖσι λίχνος οὖσ᾽ ἁλίσκεται.
οὐ μὴν φίλους γε, κἄτι μᾶλλον ἢ φίλους,
915 κρύπτειν δίκαιον σάς, πάτερ, δυσπραξίας.
ΘΗ. ὦ πόλλ᾽ ἁμαρτάνοντες ἄνθρωποι μάτην,
τί δὴ τέχνας μὲν μυρίας διδάσκετε
καὶ πάντα μηχανᾶσθε κἀξευρίσκετε,
ἓν δ᾽ οὐκ ἐπίστασθ᾽ οὐδ᾽ ἐθηράσασθέ πω,
920 φρονεῖν διδάσκειν οἷσιν οὐκ ἔνεστι νοῦς;
ΙΠ. δεινὸν σοφιστὴν εἶπας, ὅστις εὖ φρονεῖν
τοὺς μὴ φρονοῦντας δυνατός ἐστ᾽ ἀναγκάσαι.
ἀλλ᾽ οὐ γὰρ ἐν δέοντι λεπτουργεῖς, πάτερ,
δέδοικα μή σου γλῶσσ᾽ ὑπερβάλληι κακοῖς.
925 ΘΗ. φεῦ, χρῆν βροτοῖσι τῶν φίλων τεκμήριον
σαφές τι κεῖσθαι καὶ διάγνωσιν φρενῶν,
ὅστις τ᾽ ἀληθής ἐστιν ὅς τε μὴ φίλος,
δισσάς τε φωνὰς πάντας ἀνθρώπους ἔχειν,
τὴν μὲν δικαίαν τὴν δ᾽ ὅπως ἐτύγχανεν,
930 ὡς ἡ φρονοῦσα τἄδικ᾽ ἐξηλέγχετο
πρὸς τῆς δικαίας, κοὐκ ἂν ἠπατώμεθα.
ΙΠ. ἀλλ᾽ ἦ τις ἐς σὸν οὖς με διαβαλὼν ἔχει
φίλων, νοσοῦμεν δ᾽ οὐδὲν ὄντες αἴτιοι;
ἔκ τοι πέπληγμαι· σοὶ γὰρ ἐκπλήσσουσί με
935 λόγοι, παραλλάσσοντες ἔξεδροι φρενῶν.


ΙΠΠ. (μπαίνει με την ακολουθία του)
Πατέρα!
Άκουσα τις φωνές σου κι ήρθα τρέχοντας.
Μα δεν ξέρω γιατί βαριοστενάζεις.
Και να το μάθω θέλω από το στόμα σου.
Αχ, τί ᾽ναι τούτο: βλέπω τη γυναίκα σου
πεθαμένη! Μου φεύγει το μυαλό!
Μα τώρα δα την άφησα. Δεν είναι
πολύς καιρός οπού ᾽βλεπε το φως.
Τί να ᾽παθε; Και με ποιόν τρόπο πέθανε;
910Θέλω από σε, πατέρα, να το μάθω.
Δε βαστιέται η καρδιά που λαχταράει
να μάθει τέτοιες συφορές. Σωπαίνεις;
Η σιωπή δε φελά σε τέτοιες ώρες.
Κι είναι άδικο τα πάθια σου να κρύβεις
απ᾽ τους φίλους και κάτι παραπάνου
από φίλους.
ΘΗΣ. Ανθρώπ᾽, είναι πολλά τα μάταια λάθη σας!
Αμέτρητες οι τέχνες που μαθαίνετε,
κι όλα τα βρίσκετε, όλα τα σοφίζεστε
κι ένα μονάχα δεν το ξέρετε ούτε
το αναζητήσατε ως τα τώρα: γνώση
920να βάζετε σε κείνους που δεν έχουν!
ΙΠΠ. Θα ᾽πρεπε να ᾽ναι φοβερά πιδέξιος
εκείνος που θ᾽ ανάγκαζε τους άμυαλους
να βάλουνε μυαλό… Καιρός για τέτοια
ψιλολογήματα δεν είναι· και φοβάμαι
μήπως τα παραλές από τον πόνο.
ΘΗΣ. Θα ᾽πρεπε κάποιο φανερό σημάδι
να ᾽χουν οι ανθρώποι, για να ξεχωρίζουν
τον ψεύτη φίλο απ᾽ τον αληθινό.
Και να ᾽χουνε και δυο λογιώ λαλιά,
την τίμια και την άλλη, όποια και να ᾽ναι,
930για να μπορεί να ξεσκεπάζ᾽ η τίμια
την κακόβουλη, που μας απατά.
ΙΠΠ. Με κάνουν να τα χάνω τα παράταιρα,
τα ξέφρενα τα λόγια σου! Μην κάποιος
από τους φίλους μ᾽ έχει κακοβάλει
στ᾽ αυτιά σου κι αδικιέμαι τώρ᾽ αθώος;