Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἱππόλυτος (433-485)


ΤΡ. δέσποιν᾽, ἐμοί τοι συμφορὰ μὲν ἀρτίως
ἡ σὴ παρέσχε δεινὸν ἐξαίφνης φόβον·
435 νῦν δ᾽ ἐννοοῦμαι φαῦλος οὖσα, κἀν βροτοῖς
αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι.
οὐ γὰρ περισσὸν οὐδὲν οὐδ᾽ ἔξω λόγου
πέπονθας, ὀργαὶ δ᾽ ἐς σ᾽ ἀπέσκηψαν θεᾶς.
ἐρᾶις (τί τοῦτο θαῦμα;) σὺν πολλοῖς βροτῶν·
440 κἄπειτ᾽ ἔρωτος οὕνεκα ψυχὴν ὀλεῖς;
οὔ τἄρα λύει τοῖς ἐρῶσι τῶν πέλας,
ὅσοι τε μέλλουσ᾽, εἰ θανεῖν αὐτοὺς χρεών.
Κύπρις γὰρ οὐ φορητὸν ἢν πολλὴ ῥυῆι,
ἣ τὸν μὲν εἴκονθ᾽ ἡσυχῆι μετέρχεται,
445 ὃν δ᾽ ἂν περισσὸν καὶ φρονοῦνθ᾽ εὕρηι μέγα,
τοῦτον λαβοῦσα πῶς δοκεῖς καθύβρισεν.
φοιτᾶι δ᾽ ἀν᾽ αἰθέρ᾽, ἔστι δ᾽ ἐν θαλασσίωι
κλύδωνι Κύπρις, πάντα δ᾽ ἐκ ταύτης ἔφυ·
ἥδ᾽ ἐστὶν ἡ σπείρουσα καὶ διδοῦσ᾽ ἔρον,
450 οὗ πάντες ἐσμὲν οἱ κατὰ χθόν᾽ ἔκγονοι.
ὅσοι μὲν οὖν γραφάς τε τῶν παλαιτέρων
ἔχουσιν αὐτοί τ᾽ εἰσὶν ἐν μούσαις ἀεὶ
ἴσασι μὲν Ζεὺς ὥς ποτ᾽ ἠράσθη γάμων
Σεμέλης, ἴσασι δ᾽ ὡς ἀνήρπασέν ποτε
455 ἡ καλλιφεγγὴς Κέφαλον ἐς θεοὺς Ἕως
ἔρωτος οὕνεκ᾽· ἀλλ᾽ ὅμως ἐν οὐρανῶι
ναίουσι κοὐ φεύγουσιν ἐκποδὼν θεούς,
στέργουσι δ᾽, οἶμαι, ξυμφορᾶι νικώμενοι.
σὺ δ᾽ οὐκ ἀνέξηι; χρῆν σ᾽ ἐπὶ ῥητοῖς ἄρα
460 πατέρα φυτεύειν ἢ ᾽πὶ δεσπόταις θεοῖς
ἄλλοισιν, εἰ μὴ τούσδε γε στέρξεις νόμους.
πόσους δοκεῖς δὴ κάρτ᾽ ἔχοντας εὖ φρενῶν
νοσοῦνθ᾽ ὁρῶντας λέκτρα μὴ δοκεῖν ὁρᾶν;
πόσους δὲ παισὶ πατέρας ἡμαρτηκόσιν
465 συνεκκομίζειν Κύπριν; ἐν σοφοῖσι γὰρ
τόδ᾽ ἐστὶ θνητῶν, λανθάνειν τὰ μὴ καλά.
οὐδ᾽ ἐκπονεῖν τοι χρὴ βίον λίαν βροτούς·
οὐδὲ στέγην γὰρ ἧι κατηρεφεῖς δόμοι
καλῶς ἀκριβώσαις ἄν· ἐς δὲ τὴν τύχην
470 πεσοῦσ᾽ ὅσην σύ, πῶς ἂν ἐκνεῦσαι δοκεῖς;
ἀλλ᾽ εἰ τὰ πλείω χρηστὰ τῶν κακῶν ἔχεις,
ἄνθρωπος οὖσα κάρτα γ᾽ εὖ πράξειας ἄν.
ἀλλ᾽, ὦ φίλη παῖ, λῆγε μὲν κακῶν φρενῶν,
λῆξον δ᾽ ὑβρίζουσ᾽, οὐ γὰρ ἄλλο πλὴν ὕβρις
475 τάδ᾽ ἐστί, κρείσσω δαιμόνων εἶναι θέλειν,
τόλμα δ᾽ ἐρῶσα· θεὸς ἐβουλήθη τάδε·
νοσοῦσα δ᾽ εὖ πως τὴν νόσον καταστρέφου.
εἰσὶν δ᾽ ἐπωιδαὶ καὶ λόγοι θελκτήριοι·
φανήσεταί τι τῆσδε φάρμακον νόσου.
480 ἦ τἄρ᾽ ἂν ὀψέ γ᾽ ἄνδρες ἐξεύροιεν ἄν,
εἰ μὴ γυναῖκες μηχανὰς εὑρήσομεν.
ΧΟ. Φαίδρα, λέγει μὲν ἥδε χρησιμώτερα
πρὸς τὴν παροῦσαν ξυμφοράν, αἰνῶ δὲ σέ.
ὁ δ᾽ αἶνος οὗτος δυσχερέστερος λόγων
485 τῶν τῆσδε καί σοι μᾶλλον ἀλγίων κλύειν.


ΤΡΟ. Κυρά μου, η συφορά σου πρώτα μου ᾽δωκε
μεγάλο φόβο κι άξαφνο. Μα τώρα
πως έσφαλα το νιώθω. Πιο σωστές
είναι οι δεύτερες γνώμες των ανθρώπων.
Τίποτα το περίσσιο και τ᾽ αφύσικο
δεν έχεις πάθει. Της θεάς η οργή
σε χτύπησε! Ερωτεύτηκες! Καθόλου
παράξενο. Πολλοί τηνε παθαίνουν.
440Και ζητάς να πεθάνεις για έναν έρωτα;
Δεν είναι λύση ο θάνατος για κείνους
που αγαπάνε ή που μέλλει ν᾽ αγαπήσουν.
Η Κύπρη δεν βαστιέται, όταν απάνω
στον άνθρωπο χυθεί μ᾽ όλη τη φόρα.
Καλοφέρνεται στον υπάκουο κι όποιος
κάνει το φανταγμένο πεισματάρη,
τον αρπάζει και τονε ταπεινώνει.
Βρίσκεται σ᾽ όλα μέσα: στον αιθέρα,
στην κυματούσα θάλασσα· απ᾽ αυτήνε
γίνονται όλα. Σκορπάει παντού τον έρωτα
450κι απ᾽ αυτόν η ζωή γεννοβολιέται.
Όσοι λοιπόν παλιά βιβλία κατέχουν
κι αγαπάνε την Ποίηση, αυτοί τα ξέρουν,
πως τη Σεμέλη ο Δίας την ερωτεύτηκε
κι η γλυκόφεγγη Αυγή τον Κέφαλο άρπαξε
και στους θεούς τον πήε βαλαντωμένη·
και μένουν τώρα οι δυο στον ουρανό
κι απ᾽ των θεών δε φεύγουν τα παλάτια,
μα δέχονται της Μοίρας τα γραμμένα.
Και συ δε θα βαστάξεις; Τότε θα ᾽πρεπε
με συμφωνία να σε γεννούσε, ως θέλεις,
460ο κύρης σου· ή να σου ᾽δινε γι᾽ αφέντες
άλλους θεούς, αφού των τωρινώνε
τους νόμους δεν τους δέχεσαι! Το ξέρεις,
άντρες πόσοι και πολυμυαλωμένοι
βλέπουν τ᾽ ατιμασμένο τους κρεβάτι
και κάνουνε μάτια στραβά; Και πόσοι
γονιοί τ᾽ αγόρια τους συντρέχουν, όταν
μπλεχτούνε σ᾽ ερωτοδουλειές; Λογιούνται
σοφοί, που παραβλέπουν το κακό.
Πολύ δεν πρέπει ν᾽ ακριβολογούμε.
Αφού καλύβα τέλεια δε σκαρώνεται,
πώς θες απ᾽ τη φουρτούνα που σε βρήκε
470να σωθείς κολυμπώντας; Αν σαν άνθρωπος
ξεπερνούν οι αρετές σου τα ελαττώματα,
τότε ζωή θα ζήσεις χαρισάμενη.
Πάψε, παιδί, τις κακοκεφαλιές σου,
πάψε την πεισματάρικη έπαρσή σου,
κι είν᾽ έπαρση να θέλεις μια θνητή
να παραβγείς εσύ με τους αθάνατους!
Βάστα γενναία το πάθος σου, είναι θέλημα
θεϊκό κι απ᾽ την αρρώστια αυτήν προσπάθα
να βγεις με τρόπ᾽, όσο καλά μπορείς.
Υπάρχουνε γητέματα και ξόρκια
και κάτι θα βρεθεί να σε γιατρέψει.
480Δύσκολα οι άντρες βρίσκουνε τον τρόπο.
Καλά που ᾽μαστ᾽ εμείς εδώ οι γυναίκες,
που κόβει το μυαλό μας.
ΚΟΡ. Χρήσιμα, Φαίδρα, για τη συφορά σου
αυτά που σ᾽ ορμηνεύ᾽ η νένα σου, όμως
εγώ παινεύω εσένα κι ο έπαινός μου
πιο πικρός απ᾽ τα λόγια τα δικά της,
πιο πικρός και για σένα, που μ᾽ ακούς.