Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (989-1016)


ΙΦ. τὸ μὲν πρόθυμον, πρίν σε δεῦρ᾽ ἐλθεῖν, ἔχω
990Ἄργει γενέσθαι καὶ σέ, σύγγον᾽, εἰσιδεῖν.
θέλω δ᾽ ἅπερ σύ, σέ τε μεταστῆσαι πόνων
νοσοῦντά τ᾽ οἶκον, οὐχὶ τῷ κτανόντι με
θυμουμένη, πατρῷον ὀρθῶσαι· θέλω·
σφαγῆς τε γὰρ σῆς χεῖρ᾽ ἀπαλλάξαιμεν ἂν
995σῴσαιμί τ᾽ οἴκους. τὴν θεὸν δ᾽ ὅπως λάθω
δέδοικα καὶ τύραννον, ἡνίκ᾽ ἂν κενὰς
κρηπῖδας εὕρῃ λαΐνας ἀγάλματος.
πῶς οὐ θανοῦμαι; τίς δ᾽ ἔνεστί μοι λόγος;
ἀλλ᾽ εἰ μὲν —ἕν τι— τοῦθ᾽ ὁμοῦ γενήσεται,
1000ἄγαλμά τ᾽ οἴσεις κἄμ᾽ ἐπ᾽ εὐπρύμνου νεὼς
ἄξεις, τὸ κινδύνευμα γίγνεται καλόν·
τούτου δὲ χωρισθεῖσ᾽.… ἐγὼ μὲν ὄλλυμαι,
σὺ δ᾽ ἂν τὸ σαυτοῦ θέμενος εὖ νόστου τύχοις.
οὐ μήν τι φεύγω γ᾽, οὐδέ σ᾽ εἰ θανεῖν χρεὼν
1005σῴσασαν· οὐ γὰρ ἀλλ᾽ ἀνὴρ μὲν ἐκ δόμων
θανὼν ποθεινός, τὰ δὲ γυναικὸς ἀσθενῆ.
ΟΡ. οὐκ ἂν γενοίμην σοῦ τε καὶ μητρὸς φονεύς·
ἅλις τὸ κείνης αἷμα· κοινόφρων δὲ σοὶ
καὶ ζῆν θέλοιμ᾽ ἂν καὶ θανὼν λαχεῖν ἴσον.
1010ἄξω δέ γ᾽, ἤνπερ μὴ αὐτὸς ἐνταυθοῖ περῶ,
πρὸς οἶκον, ἢ σοῦ κατθανὼν μενῶ μέτα.
γνώμης δ᾽ ἄκουσον· εἰ πρόσαντες ἦν τόδε
Ἀρτέμιδι, πῶς ἂν Λοξίας ἐθέσπισε
κομίσαι μ᾽ ἄγαλμα θεᾶς πόλισμ᾽ ἐς Παλλάδος
‹. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ›
1015καὶ σὸν πρόσωπον εἰσιδεῖν; ἅπαντα γὰρ
συνθεὶς τάδ᾽ εἰς ἓν νόστον ἐλπίζω λαβεῖν.


ΙΦΙ. Και πριν εσύ να ᾽ρθεις εδώ, ποθούσα
990στ᾽ Άργος να πάω, κι εσέ να δω, αδερφέ μου.
Και θέλω, όσο κι εσύ, απ᾽ τα βάσανά σου
να σε βγάλω, και το άρρωστό μας σπίτι
—χωρίς συνερισιά γι᾽ αυτόν που πήγε
να με σκοτώσει— ορθό να το στυλώσω·
κι απ᾽ το αίμα σου έτσι καθαρά εγώ θα ᾽χω
τα χέρια, και θα σώσω και το σπίτι·
δεν ξέρω μόνο πώς της θεάς το μάτι
θα ξεφύγω, και πώς δε θα το νιώσει
ο βασιλιάς, το πέτρινο όταν βάθρο
θα τό ᾽βρει δίχως το άγαλμα· τί θα ᾽χω
να πω; θα με σκοτώσουν. Αν μπορούνε
τα δυο μαζί να γίνουν, και να πάρεις
1000τ᾽ άγαλμα και στ᾽ ωριόπρυμο καράβι
μαζί σου νά ᾽ρθω, ωραίο τ᾽ απότολμο έργο·
αν όχι, εγώ πια χάνομαι, μα εσύ
μπορείς να τα βολέψεις και να φύγεις
στον τόπο μας· κι αν είναι να πλερώσω
το λυτρωμό σου εγώ με τη ζωή μου,
δεν κάνω πίσω· αποζητιέται ο άντρας,
σα λείψει, ενώ η γυναίκα, όχι και τόσο.
ΟΡΕ. Φονιάς και της μητέρας και δικός σου
δε θα ᾽μαι· φτάνει το αίμα εκείνης· θέλω
μαζί σου, με μια γνώμη, και να ζήσω
1010και να πεθάνω· θα σε πάω στο σπίτι μας,
αν φτάσω εκεί και ο ίδιος, ή μαζί σου
νεκρός θα μείνω. Κι άκουσε τί λέω:
Στην Άρτεμη αν αυτό δυσάρεστο ήταν,
πώς το άγαλμά της όρισε ο Λοξίας
στην πόλη της Παλλάδας να το πάω
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
κι εσέ να δω; Όλ᾽ αυτά αν τα συνταιριάσω,
ελπίζω να γυρίσω στην πατρίδα.