Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (1036-1097)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΧΟ. τίς ἄρ᾽ Ὑμέναιος διὰ λωτοῦ Λίβυος [στρ.]
μετά τε φιλοχόρου κιθάρας
συρίγγων θ᾽ ὑπὸ καλαμοεσ-
σᾶν ἔστασεν ἰαχάν,
1040ὅτ᾽ ἀνὰ Πήλιον αἱ καλλιπλόκαμοι
Πιερίδες δαιτὶ θεῶν ἔνι
χρυσεοσάνδαλον ἴχνος
ἐν γᾷ κρούουσαι
Πηλέως εἰς γάμον ἦλθον,
1045μελῳδοῖς Θέτιν ἀχήμασι τόν τ᾽ Αἰακίδαν,
Κενταύρων ἐν ὄρος κλέουσαι
Πηλιάδα καθ᾽ ὕλαν.
ὁ δὲ Δαρδανίδας, Διὸς
1050λέκτρων τρύφημα φίλον,
χρυσέοισιν ἄφυσσε λοιβὰν
ἐκ κρατήρων γυάλοις,
ὁ Φρύγιος Γανυμήδης.
παρὰ δὲ λευκοφαῆ ψάμαθον
1055εἱλισσόμεναι κύκλια
πεντήκοντα κόραι γάμους
Νηρέως ἐχόρευσαν.

ἀνὰ δ᾽ ἐλάταισι στεφανώδει τε χλόᾳ [ἀντ.]
θίασος ἔμολεν ἱπποβάτας
1060Κενταύρων ἐπὶ δαῖτα τὰν
θεῶν κρατῆρά τε Βάκχου.
μέγα δ᾽ ἀνέκλαγον· Ὦ Νηρηὶ κόρα,
παῖδα σὲ Θεσσαλίᾳ μέγα φῶς
μάντις ὁ φοιβάδα μοῦσαν
1065εἰδὼς γεννάσειν
Χείρων ἐξονόμαζεν,
ὃς ἥξει χθόνα λογχήρεσι σὺν Μυρμιδόνων
ἀσπισταῖς Πριάμοιο κλεινὰν
1070γαῖαν ἐκπυρώσων,
περὶ σώματι χρυσέων
ὅπλων Ἡφαιστοπόνων
κεκορυθμένος ἔνδυτ᾽, ἐκ θεᾶς
ματρὸς δωρήματ᾽ ἔχων
1075Θέτιδος, ἅ νιν ἔτικτεν.
μακάριον τότε δαίμονες
τᾶς εὐπάτριδος γάμον
Νηρῄδων ἔθεσαν πρώτας
Πηλέως θ᾽ ὑμεναίους.

1080σὲ δ᾽ ἐπὶ κάρᾳ στέψουσι καλλικόμαν
πλόκαμον Ἀργεῖοι, βαλιὰν
ὥστε πετραίων ἀπ᾽ ἄντρων
†ἐλθοῦσαν ὀρέων†
μόσχον ἀκήρατον, βρότειον
αἱμάσσοντες λαιμόν·
1085οὐ σύριγγι τραφεῖσαν, οὐδ᾽
ἐν ῥοιβδήσεσι βουκόλων,
παρὰ δὲ ματέρι νυμφοκόμον
Ἰναχίδαις γάμον.
ποῦ τὸ τᾶς Αἰδοῦς
1090ἢ τὸ τᾶς Ἀρετᾶς ἔχει
σθένειν τι πρόσωπον,
ὁπότε τὸ μὲν ἄσεπτον ἔχει
δύνασιν, ἁ δ᾽ Ἀρετὰ κατόπι-
σθεν θνατοῖς ἀμελεῖται,
1095Ἀνομία δὲ νόμων κρατεῖ,
καὶ μὴ κοινὸς ἀγὼν βροτοῖς,
μή τις θεῶν φθόνος ἔλθῃ;


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Με φιλόχορη κιθάρα, με σουραύλι
λιβυκό, με καλαμόφτιαχτης φλογέρας
τους ρυθμούς, σαν τί αχολόι ο Υμέναιος τάχα
να ᾽στησε, όταν
1040οι ωριοπλέξουδες Πιερίδες,
τα χρυσά στο χώμα πέδιλα βροντώντας,
ανηφόρισαν στο Πήλιο για το γάμο
του Πηλέα, μες στων θεών το φαγοπότι;
Με λαλιές μελωδικές
τον Αιακίδη και τη Θέτη τραγουδούσαν
μες στο σύδεντρο του Πήλιου,
στων Κενταύρων το βουνό.
Ο Τρωαδίτης Γανυμήδης,
που βλαστός του Δάρδανου είναι
1050και, στο Δία, της κλίνης δρόσισμα ακριβό,
μέσ᾽ από βαθιούς κρατήρες
κέρναγε πιοτό θεϊκό.
Αλλά εκεί που ασπρολογούσε
η κατάφωτη αμμουδιά πενήντα κόρες
του Νηρέα γι᾽ αυτόν το γάμο
τον κυκλόσυρτο χορέψανε χορό.

Μ᾽ ελατόκλαρα και πράσινα στεφάνια
πήγε απάνω αλογοπόδηδων Κενταύρων
1060συντροφιά, στων θεών το δείπνο και στου Βάκχου
τον κρατήρα.
Κι έσυραν φωνή μεγάλη:
«Ω Νηρηίδα εσύ, ξεκάθαρα ο προφήτης
είπε ο Χείρωνας, που ξέρει από μαντείες,
πως θα κάμεις ένα γιο, της Θεσσαλίας
φως λαμπρό· στην ξακουστή
Τροία θα πάει με Μυρμιδόνες λογχοφόρους
και του Πρίαμου την πατρίδα
1070στάχτη θα την κάμει αυτός·
το κορμί του θα το ντύνουν,
θα του τ᾽ αρματώνουν όπλα
δουλεμέν᾽ από τον Ήφαιστο, χρυσά,
που θα του τα πάει για δώρο η Θέτη,
η μητέρα του η θεά.»
Τότε του Πηλέα το γάμο
με μια τέτοια αρχοντογέννητη, την πρώτη
μες στις κόρες του Νηρέα,
τρισμακάριστο τον κάμανε οι θεοί.

1080Μα, ω κοπέλα, εσέ οι Αργείοι
το κεφάλι, τα ωριοπλέξουδα μαλλιά,
θα σου στεφανώσουν
και, σα να ᾽σουνα δαμάλα τρυφερή
παρδαλή
που από βράχους και σπηλιές, απ᾽ το βουνό
ήρθε αγνή,
το λαιμό σου, λαιμό ανθρώπου, θα ματώσουν·
κι όμως μέσα στους αχούς
σουραυλιών, σε σφυριξιές
γελαδάρηδων, εσύ
δε μεγάλωσες, παρά
στη μητέρα σου κοντά, για ταίρι κάποιου
απ᾽ του Ίναχου την αρχοντογενιά.
Τώρα πού
έχει καμιά δύναμη
της Ντροπής το πρόσωπο
1090ή της Αρετής, αφού
κυβερνά η Ασέβεια,
αφού οι άνθρωποι αψηφούν την Αρετή
και τους νόμους η Ανομία καταπονεί
και δεν κάνουν οι θνητοί κοινόν αγώνα
μην τους βρει θεών οργή;