Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (471-505)


ΜΕ. ἀδελφέ, δός μοι δεξιᾶς τῆς σῆς θιγεῖν.
ΑΓΑ. δίδωμι· σὸν γὰρ τὸ κράτος, ἄθλιος δ᾽ ἐγώ.
ΜΕ. Πέλοπα κατόμνυμ᾽, ὃς πατὴρ τοὐμοῦ πατρὸς
τοῦ σοῦ τ᾽ ἐκλήθη, τὸν τεκόντα τ᾽ Ἀτρέα,
475ἦ μὴν ἐρεῖν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς
καὶ μὴ ᾽πίτηδες μηδέν, ἀλλ᾽ ὅσον φρονῶ.
ἐγώ σ᾽ ἀπ᾽ ὄσσων ἐκβαλόντ᾽ ἰδὼν δάκρυ
ᾤκτειρα, καὐτὸς ἀνταφῆκά σοι πάλιν
καὶ τῶν παλαιῶν ἐξαφίσταμαι λόγων,
480οὐκ ἐς σὲ δεινός· εἶμι δ᾽ οὗπερ εἶ σὺ νῦν·
καί σοι παραινῶ μήτ᾽ ἀποκτείνειν τέκνον
μήτ᾽ ἀνθελέσθαι τοὐμόν. οὐ γὰρ ἔνδικον
σὲ μὲν στενάζειν, τἀμὰ δ᾽ ἡδέως ἔχειν,
θνήσκειν τε τοὺς σούς, τοὺς δ᾽ ἐμοὺς ὁρᾶν φάος.
485τί βούλομαι γάρ; οὐ γάμους ἐξαιρέτους
ἄλλους λάβοιμ᾽ ἄν, εἰ γάμων ἱμείρομαι;
ἀλλ᾽ ἀπολέσας ἀδελφόν, ὅν μ᾽ ἥκιστα χρῆν,
Ἑλένην ἕλωμαι, τὸ κακὸν ἀντὶ τἀγαθοῦ;
ἄφρων νέος τ᾽ ἦ, πρὶν τὰ πράγματ᾽ ἐγγύθεν
490σκοπῶν ἐσεῖδον οἷον ἦν κτείνειν τέκνα.
ἄλλως τέ μ᾽ ἔλεος τῆς ταλαιπώρου κόρης
ἐσῆλθε, συγγένειαν ἐννοουμένῳ,
ἣ τῶν ἐμῶν ἕκατι θύεσθαι γάμων
μέλλει. τί δ᾽ Ἑλένης παρθένῳ τῇ σῇ μέτα;
495ἴτω στρατεία διαλυθεῖσ᾽ ἐξ Αὐλίδος,
σὺ δ᾽ ὄμμα παῦσαι δακρύοις τέγγων τὸ σόν,
ἀδελφέ, κἀμὲ παρακαλῶν ἐς δάκρυα.
εἰ δέ τι κόρης σῆς θεσφάτων μέτεστι σοί,
μὴ ᾽μοὶ μετέστω· σοὶ νέμω τοὐμὸν μέρος.
500ἀλλ᾽ εἰς μεταβολὰς ἦλθον ἀπὸ δεινῶν λόγων;
εἰκὸς πέπονθα· τὸν ὁμόθεν πεφυκότα
στέργων μετέπεσον. ἀνδρὸς οὐ κακοῦ τροπαὶ
τοιαίδε, χρῆσθαι τοῖσι βελτίστοις ἀεί.
ΧΟ. γενναῖ᾽ ἔλεξας Ταντάλῳ τε τῷ Διὸς
505πρέποντα· προγόνους οὐ καταισχύνεις σέθεν.


ΜΕΝ. Δώσ᾽ μου, αδερφέ μου, το δεξί σου χέρι.
ΑΓΑ. Νά· εσύ ᾽σαι ο νικητής κι εγώ για κλάψες.
ΜΕΝ. Στον Πέλοπα όρκο παίρνω, τον παππού μας,
και στον Ατρέα, γονιό μου και γονιό σου,
ότι θα πω όσα νιώθω στην καρδιά μου
κι έχω στο νου, ανοιχτά και δίχως ψέμα.
Σε πόνεσα, όταν σε είδα να δακρύζεις,
δάκρυα κι εμέ για σε στα μάτια μου ήρθαν·
φεύγω μακριά από κείνα που είπα πρώτα·
480δε σε απειλώ· όπου εσύ, κι εγώ κοντά σου·
λοιπόν σου λέω: μη σφάζεις το παιδί σου,
μην προτιμήσεις από κείνο εμένα.
Δεν είναι δίκιο εσύ ν᾽ αναστενάζεις
κι εγώ να χαίρομαι, ούτε, ενώ θα ζούνε
οι δικοί μου, οι δικοί σου να πεθαίνουν.
Τί θέλω δα; Παντρειά αν ποθώ, δε βρίσκω
άλλη γυναίκα διαλεχτή; Να χάσω
τον αδερφό —καλύτερα όποιον άλλον!—
κι αντίς για το καλό να προτιμήσω
το κακό, την Ελένη; Η σκέψη μου ήταν
ρηχή κι ανόητη, εξέτασα όμως τώρα
από κοντά το πράγμα κι είδα τί είναι
490να σφάζεις τα παιδιά σου. Κι η συγγένεια
μου ᾽ρθε στο νου, και πόνεσα τη δόλια
την κορασιά, που πάει για το δικό μου
το γάμο να σφαχτεί. Η δική σου κόρη
με την Ελένη τί έχει να μοιράσει;
Ας σκορπίσει ο στρατός απ᾽ την Αυλίδα,
και πάψε πια, αδερφέ μου, να δακρύζεις
και να παρακινείς κι εμέ σε δάκρυα.
Κι αν έχεις σχέση εσύ με το χρησμό
που έχει δοθεί για τη δική σου κόρη,
μ᾽ αυτόν εγώ δε θέλω να έχω σχέση·
σ᾽ εσένα το μερίδιο μου χαρίζω.
500Αγρίευα, θα μου πεις· πώς τώρα αλλάζω;
Αίσθημα φυσικό· τον αδερφό μου
εγώ αγαπώ, γι᾽ αυτό και μετανιώνω.
Κακός δεν είναι όποιος γυρίζει, αν κλίνει,
κάθε φορά, προς ό,τι ανώτερο είναι.
ΚΟΡ. Ευγενικά τα λόγια σου κι αντάξια
του Τάνταλου, που ήτανε γιος του Δία,
και δεν ντροπιάζεις τους προγόνους που είχες.