Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἡρακλεῖδαι (834-868)


τὰ πρῶτα μέν νυν πίτυλος Ἀργείου δορὸς
835ἐρρήξαθ᾽ ἡμᾶς, εἶτ᾽ ἐχώρησαν πάλιν.
τὸ δεύτερον δὲ ποὺς ἐπαλλαχθεὶς ποδί,
ἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ στάς, ἐκαρτέρει μάχη·
πολλοὶ δ᾽ ἔπιπτον. ἦν δὲ †τοῦ κελεύσματος†
Ὦ τὰς Ἀθήνας—Ὦ τὸν Ἀργείων γύην
840σπείροντες—οὐκ ἀρήξετ᾽ αἰσχύνην πόλει;
μόλις δὲ πάντα δρῶντες οὐκ ἄτερ πόνων
ἐτρεψάμεσθ᾽ Ἀργεῖον ἐς φυγὴν δόρυ.
κἀνταῦθ᾽ ὁ πρέσβυς Ὕλλον ἐξορμώμενον
ἰδών, ὀρέξας ἱκέτευσε δεξιὰν
845Ἰόλαος ἐμβῆσαί νιν ἵππειον δίφρον.
λαβὼν δὲ χερσὶν ἡνίας Εὐρυσθέως
πώλοις ἐπεῖχε. τἀπὸ τοῦδ᾽ ἤδη κλύων
λέγοιμ᾽ ἂν ἄλλων, δεῦρό γ᾽ αὐτὸς εἰσιδών.
Παλληνίδος γὰρ σεμνὸν ἐκπερῶν πάγον
850δίας Ἀθάνας, ἅρμ᾽ ἰδὼν Εὐρυσθέως,
ἠράσαθ᾽ Ἥβηι Ζηνί θ᾽ ἡμέραν μίαν
νέος γενέσθαι κἀποτείσασθαι δίκην
ἐχθρούς. κλύειν δὴ θαύματος πάρεστί σοι·
δισσὼ γὰρ ἀστέρ᾽ ἱππικοῖς ἐπὶ ζυγοῖς
855σταθέντ᾽ ἔκρυψαν ἅρμα λυγαίωι νέφει·
σὸν δὴ λέγουσι παῖδά γ᾽ οἱ σοφώτεροι
Ἥβην θ᾽· ὁ δ᾽ ὄρφνης ἐκ δυσαιθρίου νέων
βραχιόνων ἔδειξεν ἡβητὴν τύπον.
αἱρεῖ δ᾽ ὁ κλεινὸς Ἰόλεως Εὐρυσθέως
860τέτρωρον ἅρμα πρὸς πέτραις Σκιρωνίσιν,
δεσμοῖς τε δήσας χεῖρας ἀκροθίνιον
κάλλιστον ἥκει τὸν στρατηλάτην ἄγων
τὸν ὄλβιον πάροιθε. τῆι δὲ νῦν τύχηι
βροτοῖς ἅπασι λαμπρὰ κηρύσσει μαθεῖν,
865τὸν εὐτυχεῖν δοκοῦντα μὴ ζηλοῦν πρὶν ἂν
θανόντ᾽ ἴδηι τις· ὡς ἐφήμεροι τύχαι.
ΧΟ. ὦ Ζεῦ τροπαῖε, νῦν ἐμοὶ δεινοῦ φόβου
ἐλεύθερον πάρεστιν ἦμαρ εἰσιδεῖν.


Και στην αρχήν οι Αργίτες με τα δόρατά τους
μας ετσακίσαν τη γραμμή· κι ύστερα πίσω
γυρίσαν· μα στη δεύτερην επίθεσή τους,
πόδι με πόδι αντικρισμένοι κι άντρας με άντρα
αντιστεκόμενοι, βαστάξαμε στη μάχη·
και πολλοί πέφταν κι άκουγες δυο κραξές μόνο·
«Ω της Αθήνας τέκνα, ω τέκνα του Άργους, σώστε
840από το ντρόπιασμα την πόλη σας!» Και τέλος
τα δυνατά όλα βάζοντας, με πολύν κόπο
κάναμε τον Αργίτικο στρατό να φύγει.
Τότε κοιτάζοντας ο γέροντας τον Ύλλο
να ρίχνεται, τον παρακάλειε με απλωμένο
το δεξί χέρι να τον ανεβάσει απάνω
στο καλάλογο άρμα του. Και τα γκέμι᾽ αρπώντας
ορμάει να φτάσει τα πουλάρια του Ευρυσθέα.
Τα κατοπινά έχοντάς τα ακουσμέν᾽ απ᾽ άλλον
θα σου τα διηγηθώ — ως εδώ μονάχος τά ειδα.
Απ᾽ της Παλλήνης τον ιερό βράχο περνώντας,
στην Αθηνά αφιερωμένον, μόλις είδε
850πέρα τ᾽ άρμα του Ευρυσθέα, στον Δία και στην Ήβη
ευχήθηκε για μιαν ημέρα νιος να γίνει
κι απ᾽ τους οχτρούς την πάσα εκδίκηση να λάβει!
Εδώ θ᾽ ακούσεις ένα θάμα: στων αλόγων
τον ζυγό στάθηκαν δυο αστέρια και σε μαύρο
σύγνεφο το άρμα κρύψανε· κι οι σοφοί λέγουν
πως ήταν η Ήβη κι ο δικός σου ο γιος· κι ο Ιόλαος
μέσ᾽ από το θαμπό σκοτάδι έδειξε νέων
βραχιονιών τύπο εφηβικό. Και πιάνει το άρμα
860του Ευρυσθέα το τετράλογο στις Σκιρωνίδες
πέτρες· και δένοντάς του με σκοινιά τα χέρια
λαμπρότατο λάφυρο σέρνει τον πρωτάρχο
τον πολυευτυχισμένον πριν. Η τωρινή του
τύχη ολοφάνερα κηρύχνει και μαθαίνει
τους θνητούς όλους πως δεν πρέπει να ζηλεύουν
εκειόν που ευτυχισμένος φαίνεται πριν δούμε
τον θάνατό του· τι λιγοήμερ᾽ είναι η τύχη!
ΧΟΡ. Ω Ζευ τροπαίε, μου δίνεται πια να αντικρίσω
μετά απ᾽ τον φόβο τον φριχτό λεύτερη μέρα.