Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἡλέκτρα (112-166)


ΗΛ. σύντειν᾽ (ὥρα) ποδὸς ὁρμάν· ὤ, [στρ. α]
ἔμβα ἔμβα κατακλαίουσα.
ἰώ μοί μοι.
115 ἐγενόμαν Ἀγαμέμνονος
καί μ᾽ ἔτικτε Κλυταιμήστρα
στυγνὰ Τυνδάρεω κόρα,
κικλήσκουσι δέ μ᾽ ἀθλίαν
Ἠλέκτραν πολιῆται.
120 φεῦ φεῦ σχετλίων πόνων
καὶ στυγερᾶς ζόας.
ὦ πάτερ, σὺ δ᾽ ἐν Ἀίδα
κεῖσαι σᾶς ἀλόχου σφαγαῖς
Αἰγίσθου τ᾽, Ἀγάμεμνον.

125 ἴθι τὸν αὐτὸν ἔγειρε γόον, [μεσῳδ. α]
ἄναγε πολύδακρυν ἁδονάν.

σύντειν᾽ (ὥρα) ποδὸς ὁρμάν· ὤ, [ἀντ. α]
ἔμβα ἔμβα κατακλαίουσα.
ἰώ μοί μοι.
130 τίνα πόλιν, τίνα δ᾽ οἶκον, ὦ
τλᾶμον σύγγον᾽, ἀλατεύεις
οἰκτρὰν ἐν θαλάμοις λιπὼν
πατρώιοις ἐπὶ συμφοραῖς
ἀλγίσταισιν ἀδελφάν;
135 ἔλθοις δὲ πόνων ἐμοὶ
τᾶι μελέαι λυτήρ,
ὦ Ζεῦ Ζεῦ, πατρί θ᾽ αἱμάτων
αἰσχίστων ἐπίκουρος, Ἄρ-
γει κέλσας πόδ᾽ ἀλάταν.

140 θὲς τόδε τεῦχος ἐμᾶς ἀπὸ κρατὸς ἑ- [στρ. β]
λοῦσ᾽, ἵνα πατρὶ γόους νυχίους
ἐπορθοβοάσω·
†ἰαχὰν ἀοιδὰν μέλος
Ἀίδα, πάτερ, σοὶ†
κατὰ γᾶς ἐνέπω γόους
145 οἷς ἀεὶ τὸ κατ᾽ ἦμαρ
λείβομαι, κατὰ μὲν φίλαν
ὄνυχι τεμνομένα δέραν
χέρα τε κρᾶτ᾽ ἔπι κούριμον
τιθεμένα θανάτωι σῶι.

150 ἒ ἔ, δρύπτε κάρα· [μεσῳδ. β]
οἷα δέ τις κύκνος ἀχέτας
ποταμίοις παρὰ χεύμασιν
πατέρα φίλτατον καλεῖ,
ὀλόμενον δολίοις βρόχων
155 ἕρκεσιν, ὣς σὲ τὸν ἄθλιον,
πάτερ, ἐγὼ κατακλαίομαι,

λουτρὰ πανύσταθ᾽ ὑδρανάμενον χροῒ [ἀντ. β]
κοίται ἐν οἰκτροτάται θανάτου.
ἰώ μοι ‹ἰώ› μοι
160 πικρᾶς μὲν πελέκεως τομᾶς
σᾶς, πάτερ, πικρᾶς δ᾽ †ἐκ
Τροίας ὅδου βουλᾶς†.
οὐ μίτραισι γυνά σε
δέξατ᾽ οὐδ᾽ ἐπὶ στεφάνοις,
ξίφεσι δ᾽ ἀμφιτόμοις λυγρὰν
165 Αἰγίσθου λώβαν θεμένα
δόλιον ἔσχεν ἀκοίταν.


ΗΛΕ. Γοργά περπάτα, βιάζ᾽ η ώρα·
περπάτα, περπάτα θρηνώντας·
πικρή συμφορά, συμφορά μου.
Γονιός μου ο Αγαμέμνονας και μάνα
η Κλυταιμήστρα η μισητή
η κόρη του Τυνδάρεω,
κι εμένα με φωνάζουν οι πολίτες
δυστυχισμένη Ηλέκτρα.
120Αχ! αχ! οι μαύροι μου πόνοι
κι η πίκρα της ζωής μου.
Πατέρα μου Αγαμέμνονα, που κείτεσαι
σφαγμένος μες στον Άδη,
απ᾽ τη γυναίκα σου κι από τον Αίγισθο.

Εμπρός, τον ίδιο θρήνο ξαναπές τον,
βυθίσου μες στη γλύκα των δακρύων.

Γοργά περπάτα, βιάζ᾽ η ώρα·
περπάτα, περπάτα θρηνώντας·
πικρή συμφορά, συμφορά μου.
130Αχ! δύστυχε αδερφέ μου, σε ποιά σπίτια
και σε ποιά πόλη τριγυρνάς,
την αδερφή σου αφήνοντας
την άμοιρη στους πατρικούς θαλάμους
σε μαύρες συμφορές;
Έλα και λύτρωσέ με, Δία, ω! Δία,
τη δύστυχη απ᾽ τους πόνους,
βόηθα να ξεπληρώσω του γονιού μου
τον ντροπιασμένο φόνο, στο Άργος
τον αδερφό μου από τα ξένα φέρνοντας.

140Πάρε τούτη τη στάμνα απ᾽ το κεφάλι μου,
με βόγκους να θρηνήσω τον γονιό μου
νυχτερινούς και τώρα που χαράζει.
Κραυγή λυπητερή, φωνή του Άδη,
πατέρα μου, σου στέλνω μες στη γης
και θρήνους, που με λιώνουν κάθε μέρα.
Τα μάγουλά μου σκίζω με τα νύχια,
χτυπάω το κουρεμένο μου κεφάλι
για τον χαμό σου.

150Αχ! αχ! το πρόσωπό σου ξέσκιζε·
κι όπως ο κύκνος ο στριγκόλαλος
που κράζει πλάι στην ακροποταμιά
για τον αγαπημένο του γονιό
σε δίχτυα δολερά πιασμένο,
έτσι κι εγώ θρηνώ για σένα,
πατέρα μου δυστυχισμένε,
που το κορμί σου σε στερνό λουτρό το έλουσες
μες σε φριχτού θανάτου το κρεβάτι.
160Αχ! αχ! του τσεκουριού σκληρό
το χτύπημα, πατέρα μου, σκληρή
κι η επιβουλή σαν ήρθες απ᾽ την Τροία.
Και δεν σε δέχτηκε η γυναίκα σου
με στέφανα, παρά στου Αίγισθου το δίκοπο
παράδωσε σπαθί για συμφορά σου,
παίρνοντας άντρα της εκείνον τον πανούργο.
(Έρχεται ο χορός.)