Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἡλέκτρα (82-111)


ΟΡΕΣΤΗΣ
Πυλάδη, σὲ γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ
πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ᾽ ἐμοί·
μόνος δ᾽ Ὀρέστην τόνδ᾽ ἐθαύμαζες φίλων,
85 πράσσονθ᾽ ἃ πράσσω δείν᾽ ὑπ᾽ Αἰγίσθου παθών,
ὅς μου κατέκτα πατέρα χἠ πανώλεθρος
μήτηρ. ἀφῖγμαι δ᾽ ἐκ θεοῦ μυστηρίων
Ἀργεῖον οὖδας οὐδενὸς ξυνειδότος,
φόνον φονεῦσι πατρὸς ἀλλάξων ἐμοῦ.
90 νυκτὸς δὲ τῆσδε πρὸς τάφον μολὼν πατρὸς
δάκρυά τ᾽ ἔδωκα καὶ κόμης ἀπηρξάμην
πυρᾶι τ᾽ ἐπέσφαξ᾽ αἶμα μηλείου φόνου,
λαθὼν τυράννους οἳ κρατοῦσι τῆσδε γῆς.
καὶ τειχέων μὲν ἐντὸς οὐ βαίνω πόδα,
95 δυοῖν δ᾽ ἅμιλλαν ξυντιθεὶς ἀφικόμην
πρὸς τέρμονας γῆς τῆσδ᾽, ἵν᾽ ἐκβάλω πόδα
ἄλλην ἐπ᾽ αἶαν εἴ μέ τις γνοίη σκοπῶν,
ζητῶν τ᾽ ἀδελφήν (φασὶ γάρ νιν ἐν γάμοις
ζευχθεῖσαν οἰκεῖν οὐδὲ παρθένον μένειν),
100 ὡς συγγένωμαι καὶ φόνου συνεργάτιν
λαβὼν τά γ᾽ εἴσω τειχέων σαφῶς μάθω.
νῦν οὖν (ἕω γὰρ λευκὸν ὄμμ᾽ ἀναίρεται)
ἔξω τρίβου τοῦδ᾽ ἴχνος ἀλλαξώμεθα.
ἢ γάρ τις ἀροτὴρ ἤ τις οἰκέτις γυνὴ
105 φανήσεται νῶιν, ἥντιν᾽ ἱστορήσομεν
εἰ τούσδε ναίει σύγγονος τόπους ἐμή.
ἀλλ᾽ εἰσορῶ γὰρ τήνδε πρόσπολόν τινα
πηγαῖον ἄχθος ἐν κεκαρμένωι κάραι
φέρουσαν, ἑζώμεσθα κἀκπυθώμεθα
110 δούλης γυναικός, ἤν τι δεξώμεσθ᾽ ἔπος
ἐφ᾽ οἷσι, Πυλάδη, τήνδ᾽ ἀφίγμεθα χθόνα.


ΟΡΕΣΤΗΣ
Πυλάδη, εσένα απ᾽ όλους τους ανθρώπους
πιστό και πρώτο φίλο λογαριάζω.
Μονάχα εσύ απ᾽ τους φίλους με τιμούσες
εμένα τον Ορέστη, κι ας με πνίγαν
τα όσα από τον Αίγισθο υποφέρω,
που μου ᾽χει θανατώσει τον πατέρα…
με την ολέθρια μάνα μου βοηθό του.
Έφτασα εδώ στη γη του Άργους, όπως
ορίζουν οι χρησμοί, χωρίς κανένας
να το γνωρίζει, για να ξεπληρώσω
με φόνο τους φονιάδες του γονιού μου.
90Στον τάφο του τη νύχτα επήγα ετούτη
και τον εθρήνησα κι απ᾽ τα μαλλιά μου
του πρόσφερα έναν βόστρυχο και το αίμα,
σφάζοντας ένα αρνί, στάλαξα πάνω
στο μνήμα του· απ᾽ τους άρχοντες της χώρας
κρυφά όλα αυτά. Δεν μπαίνω μες στα τείχη·
δίβουλος ήρθα εδώ στου Άργους
τα σύνορα: ή να φύγω σ᾽ άλλους τόπους,
αν με γνωρίσει ένας φρουρός, ή να βρω
την αδερφή μου· λένε πως δεν είναι
παρθένα, μα την πάντρεψαν και μένει
στο σπιτικό του αντρός της. Να τη συναντήσω,
100βοηθό στον φόνο παίρνοντάς την, κι όσα
γίνονται μες στο κάστρο να τα μάθω
καλά. Τώρα λοιπόν —η αυγή σηκώνει
το λαμπερό της πρόσωπο— ας κρυφτούμε
δίπλα στο μονοπάτι. Ένας ξωμάχος,
μια δούλα θα φανεί και τη ρωτάμε
αν κατοικεί εδώ γύρω η αδερφή μου.
Νά, βλέπω εκεί μια σκλάβα με μια στάμνα
πάνω στο κουρεμένο της κεφάλι
νερό από τις πηγές να κουβαλάει.
Παράμερα ας καθίσουμε, Πυλάδη·
110μπορεί να μάθουμε απ᾽ τη δούλα κάτι
για κείνα που εδώ μας έχουν φέρει.
(Κρύβονται. Εμφανίζεται η Ηλέκτρα.)