Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἡλέκτρα (54-81)


ΗΛΕΚΤΡΑ
ὦ νὺξ μέλαινα, χρυσέων ἄστρων τροφέ,
55 ἐν ἧι τόδ᾽ ἄγγος τῶιδ᾽ ἐφεδρεῦον κάραι
φέρουσα πηγὰς ποταμίας μετέρχομαι
γόους τ᾽ ἀφίημ᾽ αἰθέρ᾽ ἐς μέγαν πατρί,
οὐ δή τι χρείας ἐς τοσόνδ᾽ ἀφιγμένη
ἀλλ᾽ ὡς ὕβριν δείξωμεν Αἰγίσθου θεοῖς.
60 ἡ γὰρ πανώλης Τυνδαρίς, μήτηρ ἐμή,
ἐξέβαλέ μ᾽ οἴκων, χάριτα τιθεμένη πόσει·
τεκοῦσα δ᾽ ἄλλους παῖδας Αἰγίσθωι πάρα
πάρεργ᾽ Ὀρέστην κἀμὲ ποιεῖται δόμων.
ΑΥ. τί γὰρ τάδ᾽, ὦ δύστην᾽, ἐμὴν μοχθεῖς χάριν
65 πόνους ἔχουσα, πρόσθεν εὖ τεθραμμένη,
καὶ ταῦτ᾽ ἐμοῦ λέγοντος οὐκ ἀφίστασαι;
ΗΛ. ἐγώ σ᾽ ἴσον θεοῖσιν ἡγοῦμαι φίλον·
ἐν τοῖς ἐμοῖς γὰρ οὐκ ἐνύβρισας κακοῖς.
μεγάλη δὲ θνητοῖς μοῖρα συμφορᾶς κακῆς
70 ἰατρὸν εὑρεῖν, ὡς ἐγὼ σὲ λαμβάνω.
δεῖ δή με κἀκέλευστον εἰς ὅσον σθένω
μόχθου ᾽πικουφίζουσαν, ὡς ῥᾶιον φέρηις,
συνεκκομίζειν σοι πόνους. ἅλις δ᾽ ἔχεις
τἄξωθεν ἔργα· τἀν δόμοις δ᾽ ἡμᾶς χρεὼν
75 ἐξευτρεπίζειν. εἰσιόντι δ᾽ ἐργάτηι
θύραθεν ἡδὺ τἄνδον εὑρίσκειν καλῶς.
ΑΥ. εἴ τοι δοκεῖ σοι, στεῖχε· καὶ γὰρ οὐ πρόσω
πηγαὶ μελάθρων τῶνδ᾽. ἐγὼ δ᾽ ἅμ᾽ ἡμέραι
βοῦς εἰς ἀρούρας ἐσβαλὼν σπερῶ γύας.
80 ἀργὸς γὰρ οὐδεὶς θεοὺς ἔχων ἀνὰ στόμα
βίον δύναιτ᾽ ἂν ξυλλέγειν ἄνευ πόνου.


ΗΛΕΚΤΡΑ
Ω! νύχτα σκοτεινή, που τα χρυσά θρέφεις
αστέρια, στο σκοτάδι σου πηγαίνω,
τη στάμνα αυτή ακουμπώντας στο κεφάλι,
νερό να τη γεμίσω απ᾽ το ποτάμι,
όχι γιατί με σπρώχν᾽ η ανάγκη τόσο,
μα για να δείξω στους θεούς την ατιμία
του Αίγισθου, και στον μεγάλο αιθέρα
για τον πατέρα μου τους θρήνους μου ν᾽ απλώσω.
Γιατί η καταραμένη Τυνδαρίδα,
60η μάνα μου, απ᾽ το σπίτι μ᾽ έχει διώξει
για του αντρός της το χατίρι· κι άλλα
παιδιά μ᾽ αυτόν έχοντας κάνει, εμένα
και τον Ορέστη νόθους μας λογιάζει.
ΓΕΩ. Δύστυχη, τί κουράζεσαι για μένα,
φτάνουν τα βάσανά σου, κι ήσουν πρώτα
περίσσια καλομαθημένη· όμως τους κόπους,
ενώ σ᾽ το λέω, γιατί δεν τους αφήνεις;
ΗΛΕ. Σαν τους θεούς κι εσένα λογαριάζω
φίλο μου· γιατί μου ᾽χεις δείξει σέβας
μες στα δεινά μου. Είναι μεγάλη τύχη
για τους θνητούς γιατρό να βρουν στη μαύρη
70τη συμφορά τους, όπως εγώ βρίσκω
εσένα. Γι᾽ αυτό πρέπει μοναχή μου
να σ᾽ αλαφρώνω, όσο μπορώ, απ᾽ το βάρος,
για να μπορείς κι εσύ, καθώς θα σε βοηθάω,
πιο εύκολα τους μόχθους να βαστάζεις.
Έξω πολλές δουλειές σε περιμένουν·
μέσα στο σπιτικό δικό μου χρέος
να τα φροντίζω εγώ. Για τον ξωμάχο
είναι χαρά γυρνώντας να τα βρίσκει
καλοβαλμένα στο καλύβι του όλα.
ΓΕΩ. Αφού το θέλεις, πήγαινε· δεν είναι
μακριά οι νεροπηγές από το σπίτι.
Εγώ με το ξημέρωμα θα βάλω
τα βόδια στο χωράφι για να σπείρω.
Κανένας δεν μπορεί να οικονομήσει,
80χωρίς καθόλου να δουλεύει, τη ζωή του,
όσο κι αν τους θεούς παρακαλάει.
(Φεύγουν. Εμφανίζονται ο Ορέστης, ο Πυλάδης και πιο πίσω δύο ακόλουθοί τους.)