Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἑλένη (1-67)


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΕΛΕΝΗ
Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί,
ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον
λευκῆς τακείσης χιόνος ὑγραίνει γύας.
Πρωτεὺς δ᾽ ὅτ᾽ ἔζη τῆσδε γῆς τύραννος ἦν,
5Φάρον μὲν οἰκῶν νῆσον, Αἰγύπτου δ᾽ ἄναξ,
ὃς τῶν κατ᾽ οἶδμα παρθένων μίαν γαμεῖ,
Ψαμάθην, ἐπειδὴ λέκτρ᾽ ἀφῆκεν Αἰακοῦ.
τίκτει δὲ τέκνα δισσὰ τοῖσδ᾽ ἐν δώμασιν,
Θεοκλύμενον ἄρσεν᾽ ὅτι δὴ θεοὺς σέβων
10βίον διήνεγκ᾽ εὐγενῆ τε παρθένον
Εἰδώ, τὸ μητρὸς ἀγλάισμ᾽, ὅτ᾽ ἦν βρέφος·
ἐπεὶ δ᾽ ἐς ἥβην ἦλθεν ὡραίαν γάμων,
καλοῦσιν αὐτὴν Θεονόην· τὰ θεῖα γὰρ
τά τ᾽ ὄντα καὶ μέλλοντα πάντ᾽ ἠπίστατο,
15προγόνου λαβοῦσα Νηρέως τιμὰς πάρα.
ἡμῖν δὲ γῆ μὲν πατρὶς οὐκ ἀνώνυμος
Σπάρτη, πατὴρ δὲ Τυνδάρεως· ἔστιν δὲ δὴ
λόγος τις ὡς Ζεὺς μητέρ᾽ ἔπτατ᾽ εἰς ἐμὴν
Λήδαν κύκνου μορφώματ᾽ ὄρνιθος λαβών,
20ὃς δόλιον εὐνὴν ἐξέπραξ᾽ ὑπ᾽ αἰετοῦ
δίωγμα φεύγων, εἰ σαφὴς οὗτος λόγος·
Ἑλένη δ᾽ ἐκλήθην. ἃ δὲ πεπόνθαμεν κακὰ
λέγοιμ᾽ ἄν. ἦλθον τρεῖς θεαὶ κάλλους πέρι
Ἰδαῖον ἐς κευθμῶν᾽ Ἀλέξανδρον πάρα,
25Ἥρα Κύπρις τε διογενής τε παρθένος,
μορφῆς θέλουσαι διαπεράνασθαι κρίσιν.
τοὐμὸν δὲ κάλλος, εἰ καλὸν τὸ δυστυχές,
Κύπρις προτείνασ᾽ ὡς Ἀλέξανδρος γαμεῖ,
νικᾶι. λιπὼν δὲ βούσταθμ᾽ Ἰδαῖος Πάρις
30Σπάρτην ἀφίκεθ᾽ ὡς ἐμὸν σχήσων λέχος.
Ἥρα δὲ μεμφθεῖσ᾽ οὕνεκ᾽ οὐ νικᾶι θεὰς
ἐξηνέμωσε τἄμ᾽ Ἀλεξάνδρωι λέχη,
δίδωσι δ᾽ οὐκ ἔμ᾽ ἀλλ᾽ ὁμοιώσασ᾽ ἐμοὶ
εἴδωλον ἔμπνουν οὐρανοῦ ξυνθεῖσ᾽ ἄπο
35Πριάμου τυράννου παιδί· καὶ δοκεῖ μ᾽ ἔχειν,
κενὴν δόκησιν, οὐκ ἔχων. τὰ δ᾽ αὖ Διὸς
βουλεύματ᾽ ἄλλα τοῖσδε συμβαίνει κακοῖς·
πόλεμον γὰρ εἰσήνεγκεν Ἑλλήνων χθονὶ
καὶ Φρυξὶ δυστήνοισιν, ὡς ὄχλου βροτῶν
40πλήθους τε κουφίσειε μητέρα χθόνα
γνωτόν τε θείη τὸν κράτιστον Ἑλλάδος.
Φρυγῶν δ᾽ ἐς ἀλκὴν προυτέθην ἐγὼ μὲν οὔ,
τὸ δ᾽ ὄνομα τοὐμόν, ἆθλον Ἕλλησιν δορός.
λαβὼν δέ μ᾽ Ἑρμῆς ἐν πτυχαῖσιν αἰθέρος
45νεφέληι καλύψας—οὐ γὰρ ἠμέλησέ μου
Ζεύς—τόνδ᾽ ἐς οἶκον Πρωτέως ἱδρύσατο,
πάντων προκρίνας σωφρονέστατον βροτῶν,
ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεωι λέχος.
κἀγὼ μὲν ἐνθάδ᾽ εἴμ᾽, ὁ δ᾽ ἄθλιος πόσις
50στράτευμ᾽ ἀθροίσας τὰς ἐμὰς ἀναρπαγὰς
θηρᾶι πορευθεὶς Ἰλίου πυργώματα.
ψυχαὶ δὲ πολλαὶ δι᾽ ἔμ᾽ ἐπὶ Σκαμανδρίοις
ῥοαῖσιν ἔθανον· ἡ δὲ πάντα τλᾶσ᾽ ἐγὼ
κατάρατός εἰμι καὶ δοκῶ προδοῦσ᾽ ἐμὸν
55πόσιν συνάψαι πόλεμον Ἕλλησιν μέγαν.
τί οὖν ἔτι ζῶ; θεοῦ τόδ᾽ εἰσήκουσ᾽ ἔπος
Ἑρμοῦ, τὸ κλεινὸν ἔτι κατοικήσειν πέδον
Σπάρτης σὺν ἀνδρί, γνόντος ὡς ἐς Ἴλιον
οὐκ ἦλθον, ἢν μὴ λέκτρ᾽ ὑποστρώσω τινί.
60ἕως μὲν οὖν φῶς ἡλίου τόδ᾽ ἔβλεπεν
Πρωτεύς, ἄσυλος ἦ γάμων· ἐπεὶ δὲ γῆς
σκότωι κέκρυπται, παῖς ὁ τοῦ τεθνηκότος
θηρᾶι γαμεῖν με. τὸν πάλαι δ᾽ ἐγὼ πόσιν
τιμῶσα Πρωτέως μνῆμα προσπίτνω τόδε
65ἱκέτις, ἵν᾽ ἀνδρὶ τἀμὰ διασώσηι λέχη,
ὡς, εἰ καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ ὄνομα δυσκλεὲς φέρω,
μή μοι τὸ σῶμά γ᾽ ἐνθάδ᾽ αἰσχύνην ὄφληι.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Σκηνικό: Το παλάτι του βασιλιά της Αιγύπτου Θεοκλύμενου. Μπρος του, κοντά στην ορχήστρα, το μνήμα του πατέρα του Πρωτέα. Στο βάθος φαίνεται ο Νείλος.

ΕΛΕΝΗ
Νά ο Νείλος με τις όμορφες νεράιδες,
που αυτός κι όχι βροχή του Δία μουσκεύει
τους κάμπους της Αιγύπτου, όταν τα χιόνια
λιώνουν. Εδώ βασίλευε ο Πρωτέας,
της χώρας κυβερνήτης, όσο ζούσε,
στο νησί Φάρο κατοικώντας. Πήρε
γυναίκα μια Νηρηίδα, την Ψαμάθη,
που άντρα τον Αιακό πρωτύτερα είχε.
Μες στα παλάτια αυτά γεννάει δυο τέκνα,
τον Θεοκλύμενο, γιατί σεβόταν
10στη ζωή του τους θεούς, κι ένα κορίτσι
ευγενικό, καμάρι της μητέρας,
που Ειδώ την έλεγαν, μικρή όταν ήταν·
στην ώρα όμως σαν έφτασε για γάμο,
την είπαν Θεονόη, γιατί τα θεία,
μελλούμενα και τωρινά, τα ήξερε όλα·
μια τέτοια έλαβε χάρη απ᾽ τον Νηρέα,
τον πρόγονό της. Ο δικός μου τόπος
η ξακουστή ᾽ναι Σπάρτη και πατέρας
ο Τυνδάρεως· μια φήμη ωστόσο λέει
πως, παίρνοντας ο Δίας θωριά κύκνου,
πέταξε προς τη μάνα μου τη Λήδα,
κάποιον αϊτό για να ξεφύγει τάχα,
20κι έτσι μαζί της δολερά έχει σμίξει,
αν είν᾽ αλήθεια. Ελένη τ᾽ όνομά μου.
Τα βάσανά μου θα σας ιστορήσω.
Οι τρεις θεές, η Κύπριδα κι η Ήρα
κι η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα,
σε μια βραχοσπηλιά πήγαν της Ίδης,
την πιο όμορφη να κρίνει ο Πάρης. Όμως
την ομορφιά μου τάζοντάς του η Κύπρη
—αν όμορφο λογιέται ό,τι σου φέρνει
τη δυστυχία— και ταίρι του πως θα ᾽μαι,
κερδίζει το βραβείο. Και της Ίδης
αφήνοντας τις στάνες φτάνει ο Πάρης
30γοργά στη Σπάρτη για να με κερδίσει.
Οργίστηκ᾽ η Ήρα που έτσι τη νικήσαν
κι εμπόδισε τον γάμο μου μ᾽ εκείνον.
Στου Πρίαμου τον γιο δεν δίνει εμένα,
παρά το είδωλό μου, φτιάχνοντάς το
σαν πλάσμα ζωντανό από τον αιθέρα
και αυτός θαρρεί πως μ᾽ έχει —κούφια ιδέα—
ενώ δεν μ᾽ έχει καν. Έπειτα οι γνώμες
του Δία στα πάθη αυτά σωριάσαν και άλλα·
γιατί σήκωσε πόλεμο αναμέσο
στη χώρα των Ελλήνων και στους δόλιους
τους Τρωαδίτες, για να ξαλαφρώσει
40τη μάνα γη απ᾽ το πλήθος των ανθρώπων
κι ο πιο μεγάλος άντρας της Ελλάδας
να γίνει ξακουστός. Εγώ βραβείο
παλικαριάς στους Έλληνες και Τρώες
ποτέ δεν ήμουν, ήταν τ᾽ όνομά μου.
Με πήρε στις πτυχές ο Ερμής του αιθέρα
και σκεπασμένη σε θαμπή νεφέλη
—δεν μ᾽ άφησε χωρίς φροντίδα ο Δίας—
μ᾽ έφερε στου Πρωτέα εδώ τα σπίτια,
κρίνοντας πως αυτός απ᾽ όλους ήταν
πιο γνωστικός κι αγνό τον γάμο μου έτσι
για τον Μενέλαο θα κρατούσα. Τώρα
βρίσκομαι εδώ κι ο δόλιος μου άντρας πήγε,
50μαζεύοντας στρατό, στης Τροίας τα κάστρα
ζητώντας να με πάρει πίσω. Κι έχουν
στου Σκάμαντρου χαθεί το ρέμα πλήθος
ψυχές για μένα· κι ενώ τόσα πάθη
τράβηξα, από παντού ακούω κατάρες,
προδότρα με λογιάζουνε του αντρός μου
κι αιτία για να μπλέξουνε σε μέγα
πόλεμο οι Έλληνες. Τί να την κάνω
τη ζωή πια; Ο Ερμής αυτόν τον λόγο
μου είπε· στη δοξασμένη εγώ τη Σπάρτη
θα ζήσω με τον άντρα μου και πάλι,
που θα το μάθει πως ποτέ δεν πήγα
στην Τροία στο κρεβάτι κάποιου ξένου.
60Κι όσο ο Πρωτέας έβλεπε τον ήλιο,
κανείς για γάμο δεν μιλούσε· μα όταν
μπήκε στη σκοτεινιά της γης εκείνος,
γυναίκα με ζητά ολοένα ο γιος του.
Τον άντρα μου τιμώντας, στου Πρωτέα
το μνήμα ετούτο ικέτισσα προσπέφτω,
καθάρια να κρατήσει την τιμή μου.
Γιατί αν κακό όνομα έχω στην Ελλάδα,
το σώμα μου ντροπή να μη μολύνει.
(Έρχεται ο Τεύκρος παρατηρώντας εξεταστικά γύρω του.)